Πολιτικη & Οικονομια

Να μετρήσουμε τους εθνικισμούς μας;

Ελλάδα - Τουρκία

img_2485.jpg
Περικλής Δημητρολόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ελλάδα - Τουρκία

Τον ακούς – ή μάλλον διαβάζεις τι είπε. Και δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι δεν σου είναι καθόλου ξένα όλα αυτά. Ότι αρκεί να αντικαταστήσεις ένα επίθετο στη φράση για να ηχήσει στα αυτιά σου ακόμη πιο οικεία η πεποίθηση πως υπάρχει ένας πολιτισμός που «κατέστρεψαν οι Δυτικοί και όσοι είχαν δυτικές απόψεις». Εντάξει, ο Ταγίπ Ερντογάν μίλησε για τον τουρκικό πολιτισμό. Αλλά πόσοι θα έλεγαν εδώ ακριβώς το ίδιο για τον ελληνικό; Πόσοι θα εκτόξευαν τους ίδιους μύδρους εναντίον εκείνων που «δυστυχώς έχουν νοοτροπία πιο δυτική από τη Δύση και δεν γνωρίζουν την αξία της κληρονομιάς που μας άφησαν οι πρόγονοί μας»;

Στρέφοντας το βλέμμα του σε αυτό που ο ίδιος βλέπει ως «οθωμανικό κλέος», ο Ερντογάν μας θύμισε ότι η περιοχή παράγει περισσότερο εθνικισμό απ’ όσο μπορεί να καταναλώσει. Ότι ο ίδιος εθνικισμός, έστω και χωρίς γκροτέσκες φρουρές και αυτοκρατορικές υποδοχές όπως αυτή που επεφύλαξε ο Ερντογάν στον Πούτιν, θάλλει και σε αυτή τη χώρα. Οι ίδιες αναφορές στο ένδοξο παρελθόν, η ίδια καχυποψία απέναντι στη Δύση, η ίδια πεποίθηση ότι οι «ξένοι» θέλουν το κακό μας μέχρι τελικής εξαφανίσεως. Η αιτία αυτού του υποτιθέμενου μίσους δεν έχει λογική εξήγηση – η εξήγηση δίνεται με ένα φροϋδικό πασάλειμμα βγαλμένο από τα βάθη του παραλόγου. «Μας ζηλεύουν».

Αν υπάρχει μια διαφορά από τον Ερντογάν είναι ότι ο δικός του εθνικισμός είναι όψιμος – και ως τέτοιος είναι αμφίβολο εάν έχει προλάβει να δηλητηριάσει την τουρκική κοινωνία. Αλλά απέναντι στον όψιμο ερντογανικό εθνικισμό η Ελλάδα έχει να αντιτάξει δεκαετίες εθνικιστικού παραληρήματος. Το δηλητήριο μας έχει ποτίσει και πριν και μετά τη Χούντα. Και παρότι το καθεστώς κατάφερε, άθελά του φυσικά, να τον απογυμνώσει και να τον παραδώσει στη μεταπολιτευτική δημοκρατία ως αυτό που είναι στην πραγματικότητα, μια γελοιότητα με χλαίνη και χλαμύδα, στη μεταπολίτευση ο εθνικισμός επέστρεψε.

Δεν επέστρεψε ως ψήγμα και σπέρμα, αλλά ως σύνθημα. Ως ρητορική.  Κι αν το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» του Παπανδρέου που δονούσε τις προεκλογικές του συγκεντρώσεις συνδεόταν κατά κάποιον τρόπο με το κίνημα των Αδέσμευτων εκείνης της εποχής, με το γενικότερο αίτημα μιας περιφέρειας ακηδεμόνευτης από του ισχυρό κέντρο, το «Είμαστε έθνος ανάδελφον» του Σαρτζετάκη επανέφερε τον εθνικισμό στην κλασική, δηλητηριώδη του μορφή. Γιατί σημασία δεν έχει ποιος γέλασε τότε με την καθαρευουσιάνικη διατύπωση της φράσης, το ύφος αυτού που την εκστόμισε, το ηχόχρωμα της φωνής του. Σημασία έχει ότι όταν ξεχάστηκε ο ήχος, η ουσία έμεινε ως επιβεβαίωση ενός γενικευμένου συναισθήματος. Του γενικευμένου συναισθήματος της εθνικής μας μοναξιάς.

Αυτός ήταν ένας εθνικισμός αμυντικός, φοβικός. Δεν ήταν ο εθνικισμός που παράγει το σύμπλεγμα ανωτερότητας, αλλά το αίσθημα μειονεξίας. Δεν ήταν ούτε ο εθνικολαϊκισμός, το τέρας που ξεπετάχτηκε στην κρίση και του οποίου η πιο ανατριχιαστική στιγμή, η δήλωση του Τσίπρα στη Βουλή ότι «κάποιοι εδώ μέσα δεν είναι και πολύ Έλληνες», πέρασε λιγότερο ή περισσότερο παραδόξως στα ψιλά. Αλλά να που τώρα ο εθνικισμός έγινε επιθετικός. Έγινε επιθετικός επειδή η διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής παραδόθηκε στην εθνικιστική Δεξιά, στη Δεξιά που για να υπάρξει πρέπει να πετάξει στεφάνια πάνω από τα Ίμια, να φορέσει στολές παραλλαγής, να στήσει καμιά φιέστα στο Σύνταγμα με φουστανέλες και –κυρίως– να υποδείξει εχθρούς.

Και έγινε επιθετικός επειδή απέναντι στον επιθετικό εθνικισμό του Ερντογάν, ο έλληνας πρόεδρος της Δημοκρατίας επιστράτευσε όλους τους ιδρυτικούς μύθους του νεοελληνικού έθνους. Επειδή όταν μιλάει ο Προκόπης Παυλόπουλος, είναι σαν να ξεφυλλίζει το εγχειρίδιο Ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Με μια τέτοια σχολική ανάγνωση της Ιστορίας, με ένα φανταστικό 1821 όπου οι αδελφωμένοι επαναστάτες κατατρόπωσαν ολόκληρη οθωμανική αυτοκρατορία, αναμετράται ο Παυλόπουλος με τον εθνικισμό του Ερντογάν. Είναι κι αυτός ο τρόπος γελοίος. Αλλά δεν είναι αναπαραστατικός, δεν είναι το κόκκινο χαλί που απλώνει ο Καμμένος πάνω σε καφάσια για να τιμήσει τους νεκρούς της μάχης του Μαραθώνα. Και επειδή δεν είναι αναπαραστατικός, η γελοιότητα δεν είναι ορατή.

Αυτό δεν κάνει τον εθνικισμό των Παυλόπουλου - Καμμένου λιγότερο γελοίο. Τον κάνει όμως περισσότερο επικίνδυνο. Ειδικά για μια χώρα που έχει μάθει να παράγει τους εθνικισμούς όλων των ειδών. Και να καταναλώνει εθνικές τραγωδίες.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ