Life

Περί Θανάτου, Ανάστασης και άλλων δαιμονίων

Και η θεωρία του μηδενίζοντος μηδενός του Heidegger

konstantinidis.jpg
Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
alqiama.jpg

Στο βιβλίο περί θνητότητας ο μεγάλος Σαραμάγκου βάζει τον ήρωά του αρχιεπίσκοπο να επιπλήττει τον πρωθυπουργό της χώρας που τόλμησε να πει σε διάγγελμά του πως η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης επειδή πια δεν πέθαινε κάνεις πολίτης, ακόμη και οι υπέργηροι. Αλλά και οι καρκινοπαθείς τελευταίου σταδίου, με μυστήριο τρόπο επιβίωναν φρακάροντας τα νοσοκομεία αλλά και καταργώντας επαγγελματικούς κλάδους, όπως τα γραφεία κηδειών, που εν μια νυκτί έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους λόγω παντελούς έλλειψης πελατών.

Η φράση που ενόχλησε σφόδρα τον αρχιεπίσκοπο ήταν πως ο πολιτικός ηγέτης τόλμησε να ξεστομίσει εν τη ρύμη του λόγου πως η θνητότητα νικήθηκε από τη ζωή, δημιουργώντας ερωτηματικά για το μέλλον ενός λαού που δε θα φοβόταν, πλέον, τον Θάνατο, άρα και καμία πολιτική και θρησκευτική εξουσία.

«Η θνητότητα είναι ο θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας μας, της πίστης μας, της θρησκείας μας!» έλεγε με θυμό ο θρησκευτικός αρχιερέας στον πολιτικό αρχιερέα. «Χωρίς θάνατο δεν υπάρχει ανάσταση και, όπως αντιλαμβάνεστε πρωθυπουργέ μου, δεν θα υπάρχει καμία υποχρέωση στους πιστούς να ζητούν ανακούφιση στους κόλπους της Εκκλησίας για τη μετά θάνατον ζωή, αλλά και τη θέωση του απλού κοινού ανθρωπάκου».

Ο πολιτικός ρεαλισμός του πρωθυπουργού και η διπλωματία του για γλώσσα λανθάνουσα δεν ησύχασαν καθόλου τον δικαιολογημένα ανησυχούντα ιεράρχη, που μπήκε σε υπαρξιακά αδιέξοδα και ο ίδιος, −αφού είναι χρόνια πιστός στο δόγμα του «οι νεκροί δεδικαίωνται»− ένιωσε βαθιά μέσα του το ρήγμα της πίστης να γίνεται σχεδόν βεβαιότητα για απιστία. Το «ύπαγε οπίσω μου σατανά» δεν ηρέμησε καθόλου την αμαρτωλή σκέψη για το βέβαιο της κοινωνικής αναστάτωσης στη χώρα του. Της χώρας, δηλαδή, που κανείς δεν ήθελε να πεθάνει. Βάζοντας, πλέον, σοβαρά ερωτηματικά στα μυαλά των πολιτών για τις υπαρξιακές φιλοσοφίες και τα θρησκευτικά δόγματα, ενισχύοντας ταυτόχρονα τις ύποπτες αντιεξουσιαστικές ιδεολογίες με ατράνταχτα επιχειρήματα, «εδώ νικήσαμε τον θάνατο, την εξουσία των κυβερνητών και των παπάδων θα φοβηθούμε;»...

Οι παλιές βεβαιότητες όπως «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» πήγαν περίπατο, αναγκάζοντας φιλοσόφους της σχολής του Heidegger να κάνουν σημαία τη θεωρία του για το μηδενίζον μηδέν. Που, όσο ζούσε, του την είχαν φτυσμένη ως υπερφίαλη και άνευ καμίας πρακτικής αξίας.

Λένε πως ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος, για να εκδικηθεί τους αντιπάλους της θεωρίας του μηδενίζοντος μηδενός, έγινε ναζιστής επειδή ο πυρήνας της φιλοσοφίας των Αρίων είχε την αρχή πως υπάρχουν κάποιες ανθρώπινες φυλές που, ως ανώτερες, μπορούν να αποφασίζουν, όπως οι παλιές θεότητες, να καίνε τις δευτεροκλασάτες φυλές σε φούρνους... Εξευτελίζοντας τον Παλιό Θάνατο με τα δρεπάνια, που τον έλεγαν και Χάρο, αποδεικνύοντας πλέον πως ακόμα και τα μηδενικά δίποδα μπορούν να εκμηδενίζουν ατιμωρητί και αμελλητί, δίνοντας πλέον σάρκα και οστά στην πολύτιμη θεωρία που συνέλαβε κλεισμένος σε μια καλύβα στο δάσος, μακριά από τη γυναίκα του και τα κοινά μυαλά που σιχαινόταν από το ύψος της διανοητικής του ανωτερότητας.

Ο δάσκαλος του μεγάλου φιλοσόφου, ένας καθολικός ιερέας ονόματι Charles Peguy, έλεγε ήδη από τις αρχές του αιώνα πως ο σύγχρονος κόσμος κατάφερε να εξευτελίσει ακόμα και αυτό που ήταν δύσκολο να ευτελιστεί. Τον Θάνατο. Που έχει από μόνος του μια αξιοπρέπεια και μια μοναδικότητα. Αφού επιλέγει ένα μοναδικό άτομο να το βγάλει από την κοινωνία, που συνήθως το αδικούσε, και να του δώσει τον μοναδικό ιερό τίτλο του δικαιωμένου, «ο νεκρός δεδικαίωται», ήταν μια μεγάλη ανακάλυψη των θρησκειών που στη συνέχεια ενισχύθηκε από την ακόμη πιο ευφυή σύλληψη, πως μετά τον Θάνατο ακολουθεί η Ανάσταση. Μάλιστα σε ένα σχεδόν Σαββατοκύριακο ο νεκρός δικαιώνεται ως πεθαμένος το Σάββατο και ξυπνά την Κυριακή ως ζωντανός, πεντακάθαρος από τις ανθρώπινες αμαρτίες της ζωώδους του φύσης.

Κάνοντας τον Θάνατο ανακλητό, ο Χριστιανισμός έδωσε στην ανθρώπινη φύση μια τεράστια δυνατότητα περιφρόνησης της μεγαλύτερης απειλής εκμηδένισης του δεσποτικού Εγώ που, ως γνωστόν, δε γίνεται ποτέ ούτε εσύ, ούτε εμείς, με όσες απειλές και ενοχές και να το φορτώσεις.

Ο Θάνατος, όντως, είναι η πιο δίκαιη εκδοχή του μηδενίζοντος μηδενός, αφού το επιμέρους άτομο μιας κοινωνικής ομάδας, όταν πεθαίνει ως μηδέν, δίνει τη σειρά του σε ένα άλλο μηδέν, που θα πάρει τη θέση του, άρα όλα τα μηδέν αποκτούν στην επανάληψή τους έναν σημαντικό ρόλο, που έκανε δυνατή την τεράστια επανάσταση της πληροφορικής. Όπου όλα τα μηδέν εν σειρά, παρέα με το ένα, κάνουν τα μυαλά των ανθρώπων υπολογιστικές μηχανές ανυπολόγιστης ταχύτητας και ευφυΐας.

Η τεχνητή νοημοσύνη, υπολογίζουν οι γκουρού της Silicon Valley, θα ΝΙΚΗΣΕΙ τον θάνατο. Η αθανασία είναι το νέο ζητούμενο της πιο προχωρημένης και χαρούμενης επιστήμης, στην περιοχή που οι πλούσιοι έχουν τη δυστυχία του Μίδα. Δηλαδή να μη μπορούν να μετρήσουν τα μηδενικά του λογαριασμού τους, ούτε και να τα φάνε βέβαια. Γιατί, όπως απέδειξε ένας άλλος σοφός, το μηδέν μπορεί να γίνει και άπειρο, άρα αθάνατο.

Η αθανασία της χαρούμενης επιστήμης, βέβαια, δεν συγκρίνεται με την ιδιοφυή αθανασία της χριστιανικής πίστης και ιδιαίτερα στην καθ' ημάς Ανατολή, όπου ο θεάνθρωπος πεθαίνει για λίγο και ανασταίνεται, για να πεθάνει τον επόμενο χρόνο.

Η επανάληψη, εκτός από μήτηρ μαθήσεως, είναι και μια ανθρώπινη συνήθεια, αναγκαία για να πείθει τον ανθρώπινο εγκέφαλο πως όλα έχουν ένα τέλος και μια αρχή και ότι κανένα ον δεν πεθαίνει για πάντα, αφού ο θάνατος και η ζωή είναι συγκοινωνούντα δοχεία...

Όλες οι καλές θρησκείες −και νομίζω πως η Ορθοδοξία είναι από τις πιο ευφυείς− ύμνησαν τον θάνατο την άνοιξη. Το «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον» είναι από τους ύμνους που η χαρμολύπη της σε κάνει να ξεχνάς πως συνοδεύει μια κηδεία ενός ανθρώπου προδομένου, σταυρωμένου από τους φίλους, τους οπαδούς και τους συγγενείς του, δίνοντας χάρη στις ενοχές τους στη μεγάλη γιορτή που θα ακολουθήσει, με σουβλιστά αρνιά, για να τους ανταμείψει από την μεγάλη νηστεία, όπου σαβούρωναν μόνο τμήματα του ζώου, όπως συκωταριές και εντεράκια.

Ενώ τη μέρα της μεγάλης γιορτής θα το ξεκοκάλιζαν ολόκληρο, ως αμοιβή της θυσίας τους να νηστεύουν για 40 ολόκληρες μέρες φανερά, ενώ στην πράξη σαβούρωναν κρυφά, παραβιάζοντας όλες τις εντολές του Κυρίου για εγκράτεια, που θα ήταν το σκαλοπάτι για να πάνε στον Παράδεισο...

Οι μεγάλες θρησκείες κάλυψαν με σιωπή τη σωτηρία των νεκρών, ακολουθώντας την απαγόρευση των εικόνων όπως η Εβραϊκή, είτε δίδαξαν την ανάσταση της σάρκας, όπως η Ορθόδοξη.

Επειδή όλες οι θεωρίες για την ερμηνεία της ζωής και του θανάτου μάλλον είναι ανθρώπινες κατασκευές, είτε επιστημονικές είτε μεταφυσικές, έχουν στον πυρήνα τους μία και μόνη αλήθεια που δικαιώνει τον άπληστο για ζωή και ευτυχία ανθρώπινο νου. Αυτή η αλήθεια έχει τρεις πυλώνες:

Τη βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να είμαστε μόνο απόγονοι ζώων, γιατί διαφορετικά θα είμαστε και οι ίδιοι ζώα − κάτι που κανένα εγωιστικό γονίδιο δεν θα αποδεχόταν αμαχητί.

Την πίστη πως η ζωή είναι μικρής διάρκειας για να χωρέσει όλες τις επιθυμίες μας, άρα κάτι θα έχουμε σαν μπόνους μετά θάνατον. Οι θρησκείες εδώ, οφείλω να ομολογήσω, είναι πιο σοβαρές από τις αστρολογικές προβλέψεις και τα μέντιουμ που συνήθως απευθύνονται στην βλακώδη πλευρά του ιδιοφυούς εγκεφάλου, ενώ η θρησκεία σέβεται τουλάχιστον το θεϊκό φρόνημα του ανθρώπου βάζοντάς του και όρια, «οι ταπεινοί έσονται πρώτοι» και οι πλούσιοι πάνε μόνο στην κόλαση...

Ο τρίτος πυλώνας της διανοητικής σύλληψης είναι ο κομφορμισμός, που δίνει νόημα στη χωρίς νόημα ζωή του ανθρώπου, που δεν ανέχεται να ψοφά όπως τα άλλα ζώα, αλλά να πεθαίνει με συνείδηση όσο ζει και τιμές που πείθεται ότι του αποδίδονται μετά θάνατον.

Είναι παράδοξο, αλλά στατιστικά επιβεβαιωμένο, πως η ζωή φτύνει τον άνθρωπο, καθυβρίζοντάς τον όσο είναι ζωντανός και εκθειάζοντάς τον ως πεθαμένο. Ίσως αυτό κάνει τον κομφορμιστικό θεούσικο νου του ανθρώπου να πείθεται πως πρέπει να ζει ως ταπεινός − ή τουλάχιστον να φαίνεται ταπεινός− για να δικαιωθεί ως πεθαμένος. Κάτι που, ενώ δεν τον αφορά, πονηρά σκεπτόμενος κάνει ότι το πιστεύει, αφού τόσα χρόνια ιστορίας τού έμαθαν πως είναι καλύτερα να φαίνεσαι πιστός, ακόμη κι αν δεν είσαι.

Μήπως ο Heidegger τελικά είχε δίκιο για το μηδενίζον μηδέν και τον ευτελισμό του θανάτου που έπραξαν οι κοινωνίες, μηδενίζοντας το μόνο μηδέν που θα γινόταν άπειρο, αν το άφηναν ήσυχο οι ανήσυχοι και μηδενιστές κοινοί θνητοί;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ