Πολιτικη & Οικονομια

«Έχω πολλές φορές ψηλά πετάξει στο βάρος μου δεμένη»*

114766-648397.jpg
Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι πολλαπλώς παράδοξη αυτή η ωμοφαγική λαιμαργία μας για ζωντανές, σπαρταριστές δηλώσεις των «πνευματικών» καλούμενων ανθρώπων, επί παντός του πολιτικοκοινωνικού επιστητού. Παράδοξη, γιατί ενώ απευθυνόμαστε σε εργάτες του γραπτού λόγου, δουλειά των οποίων είναι να καταθέτουν τη βάσανό τους στο χαρτί (ή στην οθόνη), τους εγκλωβίζουμε σε μια αβασάνιστη προφορικότητα.

Ενώ τους πολιορκούμε με ερωτήσεις, γιατί τους θεωρούμε αποδεδειγμένα σπουδαίους, είμαστε σαν έτοιμοι από καιρό να τους αποκαθηλώσουμε με την παραμικρή τους δήλωση. Ενώ υποτίθεται ότι περιμένουμε από αυτούς λόγο διαχρονικό, που να ακουμπάει στο παρόν αλλά να καταυγάζει το μέλλον, σπεύδουμε να τους εκμαιεύσουμε άμεσο σχολιασμό της εξ ορισμού εφήμερης επικαιρότητας, λες και είναι πολιτικοί ή ειδησεογράφοι.

Ενώ τροφή μας είναι, τάχα, ο επεξεργασμένος στοχασμός τους, στην πραγματικότητα καταβροχθίζουμε αμάσητη την πιο αντιστοχαστική κοινοτοπία: έναν ηχηρό πομφόλυγα, που να μπορεί να λειτουργήσει ως εύπεπτο και ευμετάδοτο τσιτάτο, ως τετριμμένη, δηλαδή, κενολογία.

Τον Ιανουάριο, οι New York Times πήραν τετράωρη συνέντευξη από την Κική Δημουλά, που δημοσιεύτηκε πρώτα στην International Herald Tribune. Τα τόσα σημαίνοντα της ποιήτριας συνοψίστηκαν από τα ΜΜΕ και σύμπασα την μπλογκόσφαιρασε μια και μοναδική φράση της, εκείνο το «σκότος και χάος», που μεταδόθηκε σαν πυρκαγιά σε ξερόκλαδα, αναπαράγοντας το παραπλανητικό διεθνές στερεότυπο μιας Ελλάδας παραδομένης στη διάλυση και την αναρχία (βλ. τον πηχυαίο ελληνικό τίτλο του εξωφύλλου της γαλλικής Libération, τον Νοέμβριο του 2011: «ΧΑΟΣ»). Τα υπόλοιπα δεν φάνηκε να ενδιαφέρουν κανέναν. Τι το εξόχως πρωτογενές και συνταρακτικό είχε λοιπόν αυτή η κουβέντα της Δημουλά, για να ενθουσιάσει τότε τους απανταχού διαδικτυωμένους;

Άλλο παράδειγμα: στο πέρας πρόσφατης εκδήλωσης του Ιδρύματος Θεοχαράκη αφιερωμένης στην ποίηση της Δημουλά, η παρευρισκόμενη δημοσιογράφος την ρώτησε για τι άλλο; Για το σκάνδαλο της Μανωλάδας (οίκοθεν νοείται ότι δεν υποβαθμίζω την ανήκουστη αυτή θηριωδία). Ως εάν αυτά που θα είχε να πει η Κική Δημουλά για την κάθε τραγική Μανωλάδα, για το κάθε ανθρώπινο δράμα, δεν τα γράφει ήδη εδώ και πεντηκονταετία με τον συγκλονιστικά καίριο αλλά και διαχρονικό τρόπο της. Ως εάν οι όποιες συγκυριακές, πρόχειρες δηλώσεις της να μπορούσαν να αλλοιώσουν ή να αμαυρώσουν την ποιητική της κατάθεση –προϊόν μακράς, αμείλικτης ενδοσκόπησης και αιχμηρής επισκόπησης των ανθρωπίνων– και, κυρίως, κυρίως, να μας απαλλάξουν από τον «μπελά» να τη διαβάζουμε (δεν είναι τυχαίο ότι οι πλείστοι των νεόκοπων διαδικτυακών κατηγόρων της δηλώνουν ανερυθρίαστα παντελή άγνοια του έργου της).

Αυτό που αποσπούν οι ερωτήσεις «στο ποδάρι» είναι απαντήσεις επίσης «στο ποδάρι» – απαντήσεις κοινού ανθρώπου με κοινές, καθημερινές αγωνίες και φόβους. Όταν ρωτάμε κάποιον, ας είναι και ποιητής, για τα ζέοντα προβλήματα της γειτονιάς μας ή της χώρας μας, μην περιμένουμε υψιπέτιδαποίηση, είναι αντίφαση εν τοις όροις : «Κυρία Δημουλά, τι πιστεύετε για το Μνημόνιο;» Τι μπορούσε να απαντήσει, όχι η ποιήτρια, αλλά η ανήσυχη συνταξιούχος ψηφοφόρος; (Ψηφίζουν και οι ποιητές). Είτε «έξω το Μνημόνιο, η τρόικα, οι δανειστές» είτε «καλύτερα το Μνημόνιο, παρά η καταστροφική έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε. και η δραχμοποίηση της σύνταξης με πληθωρισμό 30 ή 50%». Και στην ερώτηση «πώς βρίσκετε σήμερα την Κυψέλη, εσείς που την κατοικείτε από γεννησιμιού σας;», οι απαντήσεις της θα μπορούσαν να κυμαίνονται από το «η Κυψέλη είναι σήμερα πιο πολύχρωμα πολυπολιτισμική, πιο ζωντανή και πιο κεφάτη» στο πιο προφανές και πανθομολογούμενο «είναι ανοίκεια, δυσβίωτη για όλους όσοι επέλεξαν ή αναγκάζονται να μένουν ακόμη εκεί».

Καμιά από αυτές τις απαντήσεις και τίποτα απ’ όσα έχει ποτέ δηλώσει η Δημουλά δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν «δεξιόφρονα» ούτε βέβαια ξενοφοβικά ούτε, επ’ ουδενί, ρατσιστικά – ο ανηλεής αυτοσαρκασμός της ποιήτριας, η πηγαία γενναιοδωρία της, η ταπεινοφροσύνη της επίσης, δεν θα της επέτρεπαν ποτέ, μα ποτέ, κάτι τέτοιο. Αν τώρα κάποια εξ αυτών στερούνται «ποιητικής» μεγαλορρημοσύνης, αν είναι, έστω, πεζά, ας όψονται οι ερωτήσεις. Γιατί στο άμεσο απαντά κανείς άμεσα, στο πρακτικό, πρακτικά, στο απλοϊκό, απλοϊκά. Σπανίως βαθυνούστατα, παρεκτός αν έχει έτοιμες, προκάτ δηλώσεις και συνταγές δια πάσαν νόσον. Δεν απαντά, πάντως, ποιητικά, ό,τι και αν το επίρρημα αυτό σημαίνει. Και τούτο, όχι επειδή η ποίηση εξαρνείται την αλήθεια, αλλά επειδή η σύνθετη αλήθεια της ποίησης έχει να κάνει με τον χρόνο, με τον οποίο η επικαιρότητα διατηρούσε ανέκαθεν εχθρικές σχέσεις. Ο ποιητής (πλην του αμετανόητα στρατευμένου) παίρνει τις αποστάσεις του, ο πολίτης όμως μιας παραπαίουσας χώρας, ο ταλαιπωρημένος κάτοικος μιας αγνώριστης πια περιοχής, τι αποστάσεις να πάρει; Αν βροντοφώναζε ένα αοριστολογικό «ζητείται ελπίς» ή ένα πατριωτικό «μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει…» ή ένα αντιστασιακό «non paserán» θα κρινόταν δηλαδή ποιητικότερος;

Δεν ήταν ξενοφοβικές οι, μεταξύ τυρός και αχλαδίου, δηλώσεις της Δημουλά. Ήταν μήπως συντηρητικές; Κατ’ αρχάς, ένας ποιητής δεν υποχρεούται να είναι επαναστατημένος ούτε μια ποιήτρια Pasionaria – είναι ένα diktat του μοντερνισμού αυτό, που εξεμέτρησε πλέον το ζην. Έπειτα, το τι εστί «συντηρητισμός» και ποιος τυγχάνει συντηρητικός σήμερα, ιδίως στον τόπο μας, είναι μέγα θέμα προς συζήτηση. Πόσο συντηρητικοί είναι, άραγε, οι στίχοι «Στην τέφρα θα δοθώ. // Βλέπεις τον κόσμο αλλιώς / όταν από ψηλά σκορπίζεσαι»;

Αυτό που κατεξοχήν χαρακτηρίζει την πολύ μεγάλη ποίηση της Κικής Δημουλά, αυτό που κατέδειξε από νωρίς τη μοναδική καινοτομία της, είναι η στοχαστική προσήλωσή της στο ιδιωτικό άλγος, που απηχεί ωστόσο, με σπινθηροβόλα ιδιοφυία, την πάνδημη απορία και απόγνωση μπροστά στο λιποβαρές της ύπαρξης – πράγμα που εξηγεί θαυμάσια την πελώρια δημοτικότητά της. Υπεράνω πρόσκαιρων ή άκαιρων ιδεολογημάτων, κομμάτων και στρατεύσεων. «Δος ημίν σήμερον τον άρτον τον επιούσιον. // Κύριε, συγχώρεσέ μας, αλλάξαμε γνώμη // όχι σήμερον / καλύτερα δος ημίν αύριο // πέρασε κιόλας η σημερινή μέρα / άλλωστε το κάθε σήμερον / είναι τόσο πολυάσχολα θνητό / πού να προφτάσει να φάει».


*Κική Δημουλά, «Υπέρβαση», Τα Εύρετρα, 2010

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ