Πολιτικη & Οικονομια

Τι συμβαίνει με τις συντάξεις

Το βιβλίο του Πλάτωνα Τήνιου «Συντάξεις» τοποθετεί αυτό το ζήτημα που προκαλεί αντιπαραθέσεις –κυρίως μεταξύ ακραίων φιλελευθέρων και λαϊκιστών σοσιαλιστών– σ’ ένα ορθολογικό πλαίσιο

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 644
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
retired.jpg

Διαβάζω ένα σύντομο βιβλίο με τίτλο «Συντάξεις» του Πλάτωνα Τήνιου (οικονομολόγος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιώς) ο οποίος ειδικεύεται στις συντάξεις, στην κοινωνική πολιτική, στη στέγαση και στις οικονομικές επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού. Προσπαθώ να μάθω τι συμβαίνει με ένα θεμελιώδη θεσμό του κράτους Προνοίας, όχι μόνο επειδή φέτος συμπληρώνω 42 χρόνια εργασίας, χωρίς άδειες, Κυριακές και εορτές, αλλά επειδή ελπίζω να είμαι υγιής και να μη γίνω ποτέ συνταξιούχος· να σας αφήσω χρόνους εν ώρα εργασίας. Πράγμα απίθανο μιας και, στις περισσότερες περιπτώσεις, η τρίτη ηλικία χρειάζεται αυτή την ανταπόδοση, η οποία, σε κανονικές συνθήκες, είναι κάθε άλλο παρά παθητική, κάθε άλλο παρά δαπάνη για το κοινωνικό σύνολο.

«Συντάξεις» του Πλάτωνα Τήνιου
Όπως όλοι μας, έχω μια σειρά εμπειρίες και πληροφορίες γύρω από τη συνταξιοδότηση: για παράδειγμα, οι γονείς μου, μετά από 40 χρόνια άσκησης της ιατρικής ανυπομονούσαν να συνταξιοδοτηθούν· ο πατέρας μου λαχταρούσε να γίνει κηπουρός στο προαστιακό και στο εξοχικό του σπίτι· η μητέρα μου είχε κουραστεί να βλέπει πλακίδια στο μικροσκόπιο και παραπονιόταν ότι το ένα της μάτι είχε μεγαλώσει υπερφυσικά. Όταν επιτέλους αποσύρθηκαν από το επάγγελμα, άρχισαν να αποσύρονται από τη ζωή: η κηπουρική απεδείχθη βαρετή –θυμάμαι ακόμα τον πατέρα μου να κουρεύει ξανά και ξανά το γκαζόν με το χορτοκοπτικό– η δε μητέρα μου απομονώθηκε εντελώς από τα εγκόσμια· το τηλέφωνο δεν χτυπούσε σχεδόν ποτέ και οι μέρες ήταν άδειες. Άνθρωποι που κάποτε περιφρονούσαν την τηλεόραση άρχισαν να βλέπουν «Τόλμη και γοητεία», ενώ καθιέρωσαν τη μεσημεριανή σιέστα για να σκοτώνουν την ώρα.

Η δεύτερη εμπειρία που απέκτησα μέσα στα χρόνια είχε σχέση με μια σειρά φίλους μου, που, με παράδοξο τρόπο, εισέπρατταν συντάξεις από αποβιώσαντες γονείς (δημοσίους υπαλλήλους, στρατιωτικούς κτλ) μολονότι ήσαν ακόμα πολύ νέοι, αλλά όχι τόσο ώστε να θεωρούνται φτωχά ορφανά. Σ’ αυτούς προστίθεντο μητέρες με ανήλικα παιδιά που μπορούσαν να συνταξιοδοτηθούν μετά από 15 χρόνια εργασίας, καθώς και μερικές ειδικές κατηγορίες, όπως ο πατέρας μιας φίλης μου που συνταξιοδοτήθηκε σε ηλικία 45 ετών από τον ΟΟΣΕ μετά από κάποιο ατύχημα στο τρένο. Δεν έπαθε τίποτα, πλην όμως τελικά έπαθε, διότι, μετά τη συνταξιοδότηση, καθόταν στο σπίτι και έπληττε θανάσιμα· στο τέλος, έγινε καφενόβιος. Δυο φίλες μου συνταξιοδοτήθηκαν από την Ολυμπιακή σε ηλικία κάτω των 40 με παρόμοιες συνέπειες: πλήξη και απουσία σκοπού στην καθημερινότητα, μετά από σύντομη περίοδο ευφορίας με μαθήματα γυμναστικής, βόλτες για καφέ και ένδοξες στιγμές μητρότητας.

Άργησα να καταλάβω τη λογική και τον μηχανισμό αυτών των συνταξιοδοτήσεων και δεν μιλούσα (άλλωστε, κανείς δεν ζητούσε τη γνώμη μου) για να μη θεωρηθώ φθονερή μιας και σ’ εμένα δεν αντιστοιχούσαν τέτοια δώρα του κοινωνικού κράτους. Επιπλέον, είχα, και έχω ακόμα, μια θεία, γεννημένη το 1919, η οποία εισπράττει τη σύνταξη του παππού ο οποίος απεβίωσε το 1961. «Θεία», της λέω συχνά, «νομίζω ότι σ’ εσένα οφείλονται τα άδεια ταμεία. Έχεις τινάξει την μπάνκα στον αέρα».

Το βιβλίο του Πλάτωνα Τήνιου τοποθετεί αυτό το ζήτημα που προκαλεί αντιπαραθέσεις –κυρίως μεταξύ ακραίων φιλελευθέρων και λαϊκιστών σοσιαλιστών– σ’ ένα ορθολογικό πλαίσιο. Και αναπόφευκτα αποκαλύπτει την ασυναρτησία, μια μορφή σουρεαλισμού, που χαρακτηρίζει το σύστημα προνοίας στην Ελλάδα, τις ακρότητες εκείνες, που, με τη σειρά τους, προκαλούν ανισότητες, άρα παροξύνουν τα ταξικά πάθη και τη γενική δυσαρέσκεια. Ο Πλάτων Τήνιος κάνει μια ιστορική διαδρομή του θεσμού και γενικότερα του ασφαλιστικού συστήματος το οποίο πάσχει, μεταξύ άλλων, από το περιβόητο ανταποδοτικό πρόβλημα. Πρέπει να υπάρχει ατομικό όφελος με την ασφαλιστική έννοια – η ύπαρξη του συμβολαίου πρέπει να δίνει στον ασφαλιζόμενο το αίσθημα της προστασίας από τους κινδύνους και τις συμφορές της ζωής, να τον καθησυχάζει ότι δεν είναι μόνος. Παραλλήλως, ο κουμπαράς, ας τον πούμε έτσι, πρέπει να δημιουργεί πλούτο, να μην είναι σαν το γουρουνάκι της παιδικής μας ηλικίας· το περιεχόμενό του πρέπει να μεταφράζεται σε καλά πράγματα για όλους.

Τίθενται πολλά ερωτήματα τα οποία απαντώνται σ’ αυτό το βιβλίο: Έχει διαφορά ποιος πληρώνει εισφορές – ο εργοδότης ή ο ασφαλισμένος; Ποια νοσηρά φαινόμενα εμποδίζουν τη δίκαιη λειτουργία του ασφαλιστικού συστήματος; Ποιος είναι ο ρόλος του πολίτη και της πολιτικής του αγωγής, της ασφαλιστικής του συνείδησης; Πώς φτάσαμε σε κατακερματισμό των ταμείων; Γιατί δεν είναι όλοι οι Έλληνες ασφαλισμένοι στον ίδιο φορέα; Ποιο ποσοστό ανθρώπων εκμεταλλεύονται το σύστημα για λογαριασμό τους; Όπως θα περίμενε κανείς, το πελατειακό κράτος, οι συντεχνίες, η κακοδιοίκηση έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενός τερατώδους, γραφειοκρατικού, σπάταλου και διάτρητου συστήματος που περιθωριοποιεί πολλούς ανθρώπους, ευνοεί υπερβολικά άλλους και δεν συνεισφέρει στην οικονομία· αντιθέτως την υπονομεύει.

Οι συντάξεις μάς προστατεύουν, σε ατομικό επίπεδο, από την εξάντληση, την ανημπόρια ή την αναπηρία, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο αποτρέπουν τη φτώχεια. Εκτός του ότι καθιστούν τους συνταξιούχους καταναλωτές, τους δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία να παραμείνουν ενεργοί οικονομικοί παράγοντες. Μια τέτοια αντίληψη της συνταξιοδότησης προστατεύει ολόκληρο το κοινωνικό σύνολο από τη δημιουργία ενός αδρανούς στρώματος ηλικιωμένων που είτε προσφέρουν υπηρεσίες στους νεότερους (baby-sitting και τα τοιαύτα), είτε είναι δέκτες υπηρεσιών (old-sitting) από μέλη της οικογένειας τα οποία τις εκτελούν με ανάμεικτα συναισθήματα και συνήθως με έντονες προκαταλήψεις τύπου ageism. Οι συντάξεις, αν ακολουθήσουμε τα επιτυχημένα ευρωπαϊκά πρότυπα και βάλουμε τάξη στο σημερινό χάος (θέσπιση «εθνικής σύνταξης», ηλικιακή προσαρμογή σύμφωνα με το προσδόκιμο ζωής και τη φύση της εργασίας, επενδυτική αξιοποίηση των κεφαλαίων που προκύπτουν από τις εισφορές, ενθάρρυνση των συνταξιούχων να εργάζονται εφόσον μπορούν και το επιθυμούν), θα αποκτήσουν το αντίθετο περιεχόμενο από αυτό που έχουν σήμερα: αντί να παραμερίζουμε τους ηλικιωμένους και να τους αφήνουμε να μαραζώνουν στο βάθος του σπιτιού, είναι ανάγκη να τους διατηρούμε στην ενεργή ζωή – να τους δίνουμε χώρο να μεταδίδουν την πείρα τους στους νεότερους και συγχρόνως να έχουν αυτονομία, καλύτερη ποιότητα ζωής. Στην Ελλάδα, υπερηφανευόμαστε για τη σχετική μας μακροζωία· αλλά, δεν φαίνεται να παίρνουμε υπόψη ότι τα γηρατειά ξεκινούν νωρίς και επισύρουν πολλές κοινωνικές ταπεινώσεις.

Παραλλήλως, όπως γράφει ο Πλάτων Τήνιος, είναι καιρός να εκσυγχρονίσουμε την ίδια τη νοοτροπία του συνταξιοδοτικού συστήματος. Για παράδειγμα, οι σημερινές γυναίκες πιθανότατα δεν χρειάζονται και δεν θα έπρεπε να επαναπαύονται στη σύνταξη του παππού, όπως η προαναφερθείσα θεία μου που είναι σήμερα 98 ετών. Το πρόβλημά μας δεν είναι μόνο ταμειακό· άρα, δεν λύνεται με περικοπές· λύνεται με αναδιάρθρωση και ανακατανομή που δεν μπορεί και δεν πρέπει να εμποδιστεί από τον αγοραίο συνδικαλισμό και τα συντεχνιακά συμφέροντα. Όσο για τη δημογραφική μας γήρανση, την οποία επίσης αναλύει ο Πλάτων Τήνιος, θα ήταν ενδιαφέρον να μην αντιμετωπιστεί απαραιτήτως με την αναπαραγωγή αλλά με ένα σύστημα υγείας και προνοίας που να αποτρέπει τα πρόωρα γηρατειά παρατείνοντας τη ζωή στην εργασία και σε όλους τους άλλους τομείς. (Ένας φίλος μου γιατρός που εργάζεται τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα, λέει χαρακτηριστικά ότι η διαφορά ανάμεσα στις ηλικιωμένες Γαλλίδες και στις ηλικιωμένες Ελληνίδες είναι στα εσώρουχα: οι Γαλλίδες φοράνε Victoria Secret ή κάτι παρόμοιο· οι Ελληνίδες βαμβακερό κομπινεζόν και κάλτσες για τους κιρσούς.)

Διαβάζοντας το βιβλίο «Συντάξεις», το οποίο πρέπει να μελετήσουν οι άνθρωποι στην κυβέρνηση που σπανίως αναζητούν τη γνώμη των ειδημόνων, παρατηρώ, χωρίς έκπληξη, ότι ο Πλάτων Τήνιος εφαρμόζει αυτό που απαιτεί από τους φοιτητές στη σελίδα του σχετικά με τις πανεπιστημιακές εργασίες: «Η εργασία εξετάζει πρωτίστως τις δυνατότητες σύνθεσης και κριτικής σκέψης. Η βαθμολόγηση δίδει έμφαση στην πρωτοτυπία και στην παράθεση δομημένων επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν και δεν αναπαραγάγουν απλώς αυτά που έχουν διαβαστεί. [...] Εξίσου προβληματική είναι η παραληρητική πολιτικολογία και επίδειξη ρητορικής δεινότητας τύπου "τηλεπαράθυρου”. Η εργασία είναι ακαδημαϊκό κείμενο και όχι Βουλή των Εφήβων: Πρέπει να δείχνει γνώσεις, ικανότητα χρήσης τους και αυτοσυγκράτηση». Το βιβλίο «Συντάξεις» καλύπτει, νομίζω, το ζήτημα από όλες τις πλευρές, με τη δέουσα αυτοσυγκράτηση, και, αν συμφωνήσουμε χωρίς να μαλλιοτραβηχτούμε στην πόρτα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μπορεί να μας δώσει μια μέθοδο για να βγούμε από τον κυκεώνα στον οποίον έχουμε μπλέξει.

 *Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ