Πολιτικη & Οικονομια

Η ποιήτρια και οι γείτονές της

Περί βιοτικού επιπέδου, εγκληματικότητας και παγκακιών

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
40970-86996.jpg

Πριν από λίγες μέρες, μια ποιήτρια κατηγορήθηκε ως ρατσίστρια. Το ιστορικό είναι γνωστό: Η ποιήτρια έκανε ένα σχόλιο. Μια δημοσιογράφος το άκουσε και έγραψε κάτι πάνω σ’ αυτό. Ακολούθησε το γνωστό πανηγύρι. Ειρωνείες, χολή, υπερασπιστικά τσιτάτα. Στην απομαγνητοφώνηση φαίνεται ότι η ποιήτρια δεν τα είπε ακριβώς όπως τα αναπαρήγαγε η δημοσιογράφος. Και πάλι, όμως, όλα αυτά περί μοιράσματος χώρων μεταξύ γηγενών και αλλοδαπών δεν ήταν ό,τι πιο ανθρωπιστικό και εμπνευσμένο έχουμε ακούσει.

Γρήγορα αποδείχτηκε ότι η διαμάχη ήταν ανάμεσα σε ένα πολιτιστικό κατεστημένο που προσπαθεί να επιβιώσει και σε εκείνους που το αμφισβητούν. Ο θόρυβος κράτησε κάποιες μέρες. Τελικά ξεδώσαμε και ησυχάσαμε.

Κάπως έτσι, η ουσία του πράγματος πέρασε για μια ακόμη φορά σε δεύτερη μοίρα. Καθώς μένω και εγώ στην ευρύτερη περιοχή που ορίζεται από την Κυψέλη μέχρι το Τέρμα Πατησίων, θα επιχειρήσω να βάλω τις σκέψεις μου για το ζήτημα σε μια σειρά.

Σήμερα, λοιπόν, σε ορισμένες γειτονιές κατοικούν πολλοί ξένοι. Οι περισσότεροι ζουν στην ανέχεια, μια κατάσταση η οποία κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις ευνοεί την εγκληματικότητα. Οι λίγοι –συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό τους– αλλοδαποί που παρανομούν, είναι συχνότατα θύματα των διαφόρων εθνικών μαφιών που η ελληνική αστυνομία δεν μπορεί ή δεν θέλει να αγγίξει.

Στη δική μου γειτονιά, για παράδειγμα, μόλις πέφτει το σκοτάδι, νεαρές κοπέλες από την Αφρική, κάποιες εμφανώς ανήλικες, στήνονται στον πιο κεντρικό δρόμο περιμένοντας πελάτη. Οι μοτοσικλέτες της ομάδας Δίας πηγαινοέρχονται από μπροστά τους, δίχως να δίνουν σημασία ούτε σε αυτές ούτε στους κυρίους με τα ακριβά αυτοκίνητα που σταματούν να ελέγξουν αν η δουλειά πάει καλά. Ο όρος human trafficking φαίνεται ότι δεν τους λέει τίποτα.

Υπάρχουν ακόμη διαρρήξεις, ληστείες, επιθέσεις στο δρόμο... Βέβαια, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν για το 2012 μια μικρή μείωση σε αυτές τις κατηγορίες εγκλημάτων. Όμως, εγκληματικότητα υπάρχει και η συμμετοχή των αλλοδαπών σε αυτήν είναι, από ό,τι φαίνεται, ιδιαίτερα σημαντική.

Εκείνο που δεν μπορούν να δείξουν οι εκθέσεις της αστυνομίας είναι η πτώση του βιοτικού επιπέδου σε αυτές τις γειτονιές. Ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Από το να φοβάσαι να κάνεις μια νυχτερινή βόλτα μέχρι να βλέπεις το μοναδικό πάρκο της περιοχής ξεχειλισμένο με σκουπίδια ή να ψάχνεις έναν εύσχημο τρόπο για να εξηγήσεις στο πεντάχρονο παιδί σου «γιατί στέκονται αυτά τα κορίτσια στο πεζοδρόμιο».

Οι υπεύθυνοι (η κυβέρνηση, ο δήμος, οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες) αδυνατούν ή δεν θέλουν να κάνουν κάτι. Κι όταν το κάνουν, στρέφονται συνήθως ενάντια στους πιο αδύναμους κρίκους. Σε ξέμπαρκους, τυχαίους μετανάστες τους οποίους η αστυνομία συλλαμβάνει, δέρνει, μαντρώνει και τελικά αφήνει πάλι στο δρόμο, ενσταλάζοντάς τους το μίσος για τη χώρα στην οποία ζουν. Οι αρχές δεν αναζητούν τρόπους ώστε να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο των –γηγενών και μη– κατοίκων. Απλώς μετακυλύει την ευθύνη στις πλάτες τους. Κι εκείνοι καταφεύγουν στο μοναδικό οπλοστάσιο που είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο. Στο οπλοστάσιο της μισαλλοδοξίας, της βίας, του ρατσισμού.

Η ναζιστική δεξιά εκμεταλλεύεται την κατάσταση, την υποθάλπει και φυσικά βγαίνει κερδισμένη. Είναι βέβαιο ότι με τις πρακτικές της δεν πρόκειται να βελτιωθεί η κατάσταση. Αντιθέτως θα χειροτερέψει. Αυτό άλλωστε αποζητά και η ίδια. Αν το πρόβλημα σταματούσε να είναι πρόβλημα (αν οι μετανάστες ενσωματώνονταν, αν η εγκληματικότητα πατασσόταν, αν το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων ανέβαινε) τότε η ναζιστική δεξιά θα έπαυε αυτομάτως να είναι ένας ισχυρός πόλος εξουσίας. Δεν είναι ανόητοι να θέλουν κάτι τέτοιο!

Εκτός όμως από την αδιαφορία της πολιτείας και τη χυδαία εκμετάλλευση του προβλήματος από την ακροδεξιά, οι κάτοικοι αυτών των περιοχών έχουν να αντιμετωπίσουν και το σηκωμένο δάχτυλο ενός κομματιού της αριστεράς. Αρκεί το παραμικρό σχόλιο ή παράπονο από τους κατοίκους για να χαρακτηριστούν φασίστες. Αυτό, φυσικά, τροφοδοτεί τους πραγματικούς φασίστες, οι οποίοι είναι εκεί, με ανοικτές αγκάλες, έτοιμοι να υποδαυλίσουν το μίσος. Αντί να αναδείξουμε τα πραγματικά προβλήματα και να αναζητήσουμε εφικτές λύσεις, αποκλείουμε ανθρώπους, ανακαλύπτουμε εχθρούς εκεί που δεν υπάρχουν.

Μοιραία, ο ρατσιστικός λόγος που κάποτε αποτελούσε μια απλή γραφικότητα, έχει γίνει κυρίαρχος στις γειτονιές της Αθήνας. Μοιραία, ο κόσμος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα. Υπέρ και κατά των μεταναστών. Υπέρ και κατά των «ντόπιων».

Έχω τη γνώμη ότι σαν πολίτες οφείλουμε να κάνουμε κάποια πράγματα. Πρώτον, να θυμόμαστε ότι το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σύνθετο. Τις εύκολες λύσεις τύπου «να τους πάρετε σπίτι σας» ή «κάτω τα χέρια από τους μετανάστες», τις προτείνουν μόνο όσοι αποσκοπούν σε πολιτικά και άλλα οφέλη. Δεύτερον, να κινητοποιούμε τις αρχές, αναγκάζοντάς τις να κάνουν τη δουλειά τους (η οποία δεν είναι μόνο η καταστολή). Και, τέλος, μπορούμε να καθόμαστε πού και πού στα ίδια παγκάκια με τους μετανάστες. Γείτονες είμαστε. Όλο και κάτι θα βρούμε να πούμε.


Η κεντρική φωτογραφία είναι από εδώ

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ