Πολιτικη & Οικονομια

Ένα παρελθόν που είχε μέλλον

Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος «διαβάζει» τη φωτογραφία

23660472_945802692242346_639465225_o.jpg
Παναγής Παναγιωτόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 639
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη

Η φωτογραφία αυτή είναι πασίγνωστη. Διατέθηκε στο κοινό ως ψηφιακό ευχητήριο συμβολικό δώρο του Μουσείου Μπενάκη την περίοδο των Χριστουγέννων του 2012. Πάνε ήδη πέντε χρόνια που κάθε Δεκέμβριο αναπαράγεται αθρόα στο διαδίκτυο. Το βλέμμα της μνήμης μας έχει εποικιστεί απ’ αυτή τη λήψη του Κώστα Μπαλάφα, η οποία χρονολογείται από τα Χριστούγεννα του 1960. Ο Μπαλάφας, ο ηπειρώτης φωτογράφος που πήρε τα βουνά με τον ΕΛΑΣ φωτογραφίζοντας το αντάρτικο και τη σκληρή ζωή της υπαίθρου για να γίνει ένας μεγάλος ουμανιστής καταγραφέας της ελληνικής ζωής στον πόλεμο, στον Εμφύλιο και στην περίοδο της δύσκολης μεταπολεμικής ειρήνης. Αυτήν τη μεταπολεμική ειρήνη της μεγάλης πόλης μεταφέρει σε εμάς, επαναληπτικά και επίμονα, κάθε χρόνο ο διαδικτυακός νόστος που προκαλεί η συγκεκριμένη εικόνα της Αθήνας, τότε. Της τότε Αθήνας.

Φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη

Από ένα κτίριο στα αριστερά της ανόδου της Σταδίου, λίγο πιο πάνω από την Ομόνοια, ο φακός του Μπαλάφα μάς μεταφέρει την προοπτική προς το Σύνταγμα και την ελαφρά ανηφορική κλίση του δρόμου. Είναι η περιοχή των Χαυτείων, όπως θα την έλεγαν τότε, ένα τοπόσημο που σήμερα αγνοείται από τους νεότερους και έχει ξεχαστεί από τους παλιότερους χωρίς να έχει αντικατασταθεί από κάποιο άλλο. Αν θέλεις να μιλήσεις για το σημείο αυτό πρέπει να το κάνεις περιφραστικά, να πεις πολλές λέξεις. Ο Λαμπρόπουλος ή το κενό του κατεστραμμένου το 1980 Κατράντζου δεν σημαίνουν πλέον πολλά, η συμβολή της πεζοδρομημένης Αιόλου ακόμα λιγότερα, και η παρακμή του αστικού και χαρακτηριστικού αυτού δρόμου από τον Δεκέμβριο του 2008 τουλάχιστον και μετά είναι διαρκής, μόνιμη και τόσο δεδομένη που μια λήψη από τα Χαυτεία σήμερα θα ήταν μια στιγμή ενός θλιβερού δρόμου. Δίχως ονόματα, τοπόσημα και ικανότητα δημιουργίας νέων αναμνήσεων.

Αυτή είναι και η αιτία της δύναμης της αθηναϊκής νοσταλγικής θέασης που κάθε χρόνο, τέτοιες μέρες, μετατρέπει το ηχομιμητικό κάποιας άγριας λαϊκότητας του τοπόσημου Χαυ-τεί-α σε ένα ομοιωματικό καρέ μιας ιδανικής νεογιορκέζικης avenue. Τι ακριβώς βλέπει όμως το νοσταλγικό βλέμμα εδώ; Τι νομίζει ότι ανακαλεί από το παρελθόν και γιατί αυτό που βλέπει έρχεται να συντρίψει το παρόν κάθε χρόνο από το 2012 ήδη;

Βλέπει φως και φώτα. Στολισμός Χριστουγέννων και φως αντανακλώνται παντού, φώτα των εμπορικών επιγραφών, μεγάλων και χρωματιστών, αισιόδοξος μοντερνισμός της φωτισμένης πόλης. Φανάρια των αυτοκινήτων κόκκινα και κίτρινες ταμπέλες, χριστουγεννιάτικα κόκκινα λαμπιόνια στα διακοσμητικά δέντρα κάθε φανοστάτη, όπως φαντάζεσαι πάντα μια ακμάζουσα μοντέρνα πόλη του 20ού αιώνα. Τόσο σημαντικό το φως αυτό και τόσο περιγραφικό, λες και είναι μελετημένο για να φωτίζει συγκεκριμένες επιφάνειες και περιγράμματα αυτοκινήτων μα και τις σιλουέτες και τα πρόσωπα των ανθρώπων στα πεζοδρόμια. Το φως αυτό δεν είναι πλούτος και χλιδή, είναι υποδομή. Το 1960 οι παλιές τοπικές ηλεκτρικές έχουν ενοποιηθεί και αγοραστεί από τη νέα και ακμάζουσα ΔΕΗ, το πρόγραμμα μεγάλων επενδύσεων αναπτύσσεται και αποδίδει, νέα δίκτυα και εργοστάσια, κοιτάσματα, μηχανήματα και άνθρωποι συγκροτούν τη σύγχρονη Ελλάδα - ανάπτυξη της ΔΕΗ που φωτογραφίζει με επιμέλεια συμπτωματικά ο ίδιος ο Μπαλάφας. Την εξηλεκτρισμένη, ηλεκτρική Ελλάδα που καμία σχέση δεν είχε με τα σοβιέτ.

Το πλήθος των Αθηναίων είναι η επόμενη αξία της φωτογραφίας αυτής. Αστικά ντυσίματα, ήρεμος συνωστισμός, πυκνότητα σε λίγα τετατραγωνικά. Λίγα μέτρα από την Ομόνοια του επαρχιώτη που κατεβαίνει στην Αθήνα αδέξια ενδεδυμένος για δουλειές, στην παράλληλη εγγύτητα της Αθηνάς που δεν παύει ποτέ να θυμίζει ανατολίτικο παζάρι με τους μπακαλόγατους, του ξερούς μπακαλιάρους, τα γυμνά κρέατα στα τσιγγέλια και τα εργαλεία με τις βίδες στις βιτρίνες, είναι αυτή εδώ η Σταδίου του εμπορίου και μιας βραδινής τελευταίας εξόδου για ψώνια δυτικά, Χριστουγέννων ή Πρωτοχρονιάς. Είναι η Ελλάδα της δημογραφίας, του πρώτου shopping και ενός νέου πληθυσμού που οργανώνει πια τη ζωή στην πόλη οριστικά, αμετάκλητα. Μέσα από τα ήθη μιας αστικής κυκλοφορίας των αγαθών και των συμβόλων. Αυτό που έμελλε να είναι η Ελλάδα της ευμάρειας και της κατανάλωσης. Αργότερα, και μετά από το μεγάλο πισωγύρισμα του ’67, και η Ελλάδα του εκδημοκρατισμού.

Τελευταία «δύναμη» της εικόνας είναι τα αυτοκίνητα. Αμερικάνικα του ’50, εμβληματικά, θα ήταν σεβρολέτ, αναγνωρίσιμα για τον όγκο και τα χρώματά τους. Ανηφορίζουν, είναι πολλά και μποτιλιάρουν. Την αίσθηση κίνησης μεταφέρει η στροφή που παίρνει το τρόλεϊ της Κυψέλης, που πάει στο Παγκράτι. Το τραμ έχει καταργηθεί, ελευθερώνοντας τις οδούς, και η αναπτυξιακή δυναμική των τετράτροχων έχει αποκτήσει τη δική της πίστα μέσα στην πόλη. Το ΙΧ θα γινόταν τις επόμενες δεκαετίες iconic αντικείμενο της μεσοαστικής ζωής και του ελληνικού μικροκαπιταλισμού, των αντιφάσεών του και των απολαύσεων που πρόσφερε. Είναι η Ελλάδα όπου κάθε γενιά κληροδοτεί στην επόμενη κάτι καλύτερο απ’ αυτό που βρήκε. Με εισαγόμενα ΙΧ, χωρίς μεγάλη εθνική βιομηχανία, με κεφάλαιο που δεν συσσωρεύεται μα διαχέεται μικροϊδιοκτηριακά. Χώρα που στρέφεται στο μέλλον, ιδεοτυπικά μοντέρνα, όπως και η φωτογραφία αυτή.

Η φωτογραφία είναι αποτύπωση ενός οικοδομικού τετραγώνου, προδρομικού και όχι καθολικού. Δεν ήταν όλη η Ελλάδα έτσι. Μία μέρα βλέπουμε εδώ, μία στιγμή. Και την προβολή αυτής σε ένα πιο ευρύ μέλλον. Αυτό νοσταλγούν χρόνια τώρα οι κάτοικοι του σήμερα, και όχι το παρελθόν. Νοσταλγούν ένα μέλλον που εμπεριέχεται στο τότε παρόν. Δηλαδή, ένα παρελθόν με μέλλον.


​Φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα, από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ