Πολιτικη & Οικονομια

Edito 250

Σε μια προκήρυξη που κυκλοφόρησε μετά τα σπασίματα στη Σκουφά και στη Σόλωνος, γράφουν:

14241-108382.jpg
Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 250
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
39209-88232.jpg

Σε μια προκήρυξη που κυκλοφόρησε μετά τα σπασίματα στη Σκουφά και στη Σόλωνος, γράφουν: Χτυπήσαμε τη μεσαία τάξη καταστρέφοντας την κατανάλωση. Δεν χρειάζεται να κουράζονται. Αυτό το καταφέρνει πολύ καλύτερα η κυβέρνηση. Επιβάλλει κεφαλικό φόρο στους πλουσίους των 2.650 καθαρά το μήνα, χτυπάει δηλαδή τους πιο εκπαιδευμένους και παραγωγικούς εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Απαγορεύει τις αυξήσεις στους δημόσιους υπαλλήλους με τις σκανδαλώδεις απολαβές των 1.400 καθαρά το μήνα και στους συνταξιούχους που διάγουν τρυφηλή ζωή με 1.100 ευρώ μεικτά σύνταξη. Την ώρα που οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου προσπαθούν να διοχετεύσουν ρευστότητα στην αγορά, η δικιά μας την αφαιρεί. Η ύπαρξη μιας πολυπληθούς μεσαίας τάξης ίσως ήταν το μόνο πράγμα που έσωσε την Ελλάδα τις 3 προηγούμενες δεκαετίες. Φαίνεται πως είναι πια κοινή επιδίωξη να χτυπηθεί. Έρχονται άγριες μέρες.

Τα Εξάρχεια είναι ήδη από καιρό κατεχόμενη περιοχή. Τώρα στρατιωτικοποιείται και το Κολωνάκι. Διμοιρίες ειδικών δυνάμεων στα πεζοδρόμια της Σκουφά, κλούβες στην Κανάρη. Οι φίλοι που έχουν μαγαζιά στην περιοχή γελάνε. Όταν δεν κλαίνε. Σκέψου, μου λένε, θα σου λέει κάποιος, έλα για καφέ, κάθομαι στα τραπεζάκια έξω, θα με δεις, είμαι πίσω απ’ τις ασπίδες. Θα λες, πάμε για ψώνια, είδα ένα ωραίο κοστούμι στη βιτρίνα, είναι εκεί, πίσω απ’ την κλούβα. Το μόνο ευχάριστο που συνέβη αυτούς τους τελευταίους 4 μήνες είναι ότι πολύς κόσμος είδε με τα μάτια του, συνειδητοποίησε την κατάσταση, δεν ξεγελιέται από τα σικέ παιχνίδια και τις κρυμμένες επιδιώξεις. Σαρκάζει.

Οι φίλοι μου στην περιοχή, τον Δεκέμβρη που πέρασε ήταν στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στην Μπενάκη. Είχαν γιους 15χρονους, αδελφούς 15χρονους, ένιωθαν και οι ίδιοι την οργή και τη θλίψη των 15χρονων. Το βράδυ γύρναγαν με τα μάτια κόκκινα από τα χημικά και τη θλίψη και έβλεπαν τις βιτρίνες των μαγαζιών τους σπασμένες. Άμα είσαι εφημερίδα της πόλης, είσαι κοντά στη ζωή, ακούς ιστορίες, προσωπικές περιπέτειες, δράματα ατομικά, ιστορίες που φτιάχνουν τη γενική εικόνα της πόλης. Μαθαίνεις για τις δυσκολίες, τις ακάλυπτες επιταγές, τις υποχρεώσεις που τρέχουν. Το περίπτερο στην Ακαδημίας ακόμα καμένο, δυο μαγαζιά στη Στουρνάρη δεν άνοιξαν, το τυροπιτάδικο μαζεύει λεφτά, 18 χιλιάδες θέλουν για τα άθραυστα τζάμια, οι ασφαλιστικές δεν ασφαλίζουν πια το κέντρο της πόλης, αυξήσεις στα ασφάλιστρα, στα κόστη, μετακινήσεις υπαλλήλων, φοβισμένα πρόσωπα, τράπεζες, δάνεια. Ιστορίες της πόλης.

Χάνω τους γιατρούς μου, ο ένας πήγε Ψυχικό, η άλλη Γλυφάδα. Δεν δουλεύαμε πια, τα μισά ραντεβού ακυρώνονταν, ο κόσμος δεν κατεβαίνει κέντρο. Ανοίγει μαγαζί στα Εξάρχεια. Βρήκες την ώρα για επιχειρήσεις, του λέω το αναπόφευκτο κλισέ κι εγώ. Μπα, δεν φοβάμαι, αφού αγοράζει ο…, λέει το όνομα ενός πρώην υπουργού. Αστικοί μύθοι στη σύγχρονη πόλη. Μετά τα σπασίματα κάποιοι περνάνε και πουλάνε προστασία στα μαγαζιά. Και στα εστιατόρια και στα καταστήματα  ρούχων. Στην τηλεόραση μια κυρία λέει, βάλαμε σεκιούριτι στην είσοδο, πράγμα που συνεπάγεται κι άλλο κόστος, αύξηση τιμών. Πριν λίγους μήνες στη Βουλή ήρθε νομοσχέδιο που επιτρέπει την οπλοφορία στους υπαλλήλους των ιδιωτικών εταιρειών security, που επιτρέπει στους αστυνομικούς να ιδρύουν ιδιωτικές εταιρείες φύλαξης. Η ιδιωτικοποίηση της ασφάλειας. Στα μπαρ της Σκουφά οι παλιοί ιδιοκτήτες που ξέραμε με τα μικρά τους ονόματα αποσύρονται, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις πολεμικές συνθήκες, αναλαμβάνει η βαριά βιομηχανία της νύχτας, που ξέρει. Στις εφημερίδες, ανίδεοι, κοινωνιολόγοι του δημοσίου και κομματικά στελέχη γράφουν επικολυρικά κατηγορώ εναντίον της παγκοσμιοποίησης. Εκτός θέματος. Στους δρόμους της πόλης τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται.

Κάποτε, πριν πάρα πολλά χρόνια, σ’ ένα τέτοιο κείμενο είχα φτιάξει σ’ ένα φανταστικό χάρτη μια Γραμμή, ένα νοητό σύνορο που σχηματικά εφάπτεται στην Ομόνοια και με πορεία που συνεχώς μεταβάλλεται ορίζει τις κοινωνικές διαδρομές της πόλης. Η Σκουφά ήταν η μεγάλη γέφυρα του Ρίο Γκράντε, το κοινωνικό ασανσέρ, η διαδρομή που ένωνε τις δυο πόλεις, τους αποκλεισμένους, τους πάνω και τους κάτω, τη φυγή και τις υποχρεώσεις. Η ζωή αλλάζει πιο γρήγορα και πιο εφευρετικά. Η πόλη μετατοπίζει τα όρια, μεγαλώνει το κέντρο της, πίνει ένα ποτό στου Ψυρρή, χορεύει στο Γκάζι, κατοικεί στο Μεταξουργείο, τρώει στα Εξάρχεια, ψωνίζει στο Κολωνάκι. Νέοι σχεδιαστές φτιάχνουν τα ατελιέ τους στην Κανάρη, μαγαζιά σκεϊτάδικα ανοίγουν στη Μαρασλή, οι πεζόδρομοι γίνονται νεανικοί τόποι συνάντησης, η Σκουφά αλλάζει χρήση. Τρεις η ώρα τη νύχτα σ’ ένα μπαρ της Πλουτάρχου παραγγέλνουν ντελίβερι-χάπενινγκ 100 καλαμάκια στον Κάβουρα και στα Εξάρχεια πηγαίνουν σε μαγαζιά που έχουν καλό ψάρι. Οι διαχωρισμοί της δεκαετίας του ’80 έχουν αλλάξει. Όσοι μιλάνε σαν προκηρύξεις της δεκαετίας του ’70 και όσοι συμπεριφέρονται με το lifestyle παλιών ιλουστρασιόν περιοδικών της δεκαετίας του ’80 δεν είναι ούτε Εξάρχεια ούτε Κολωνάκι. Είναι μόνο γερασμένες καρικατούρες ενός αστικού κόμικ που πια δεν υπάρχει. Η ζωή εν τω μεταξύ άλλαξε με πιο θεαματικό και πιο ενδιαφέροντα τρόπο. Την ώρα που τα μέσα ενημέρωσης, και μεις οι ίδιοι ακόμα, μιλάμε με γλώσσα και όρους προηγούμενης εποχής, η πόλη γεμάτη ζωντάνια επεκτείνει το κέντρο της, ζωντανεύει περιοχές και δρόμους, ενσωματώνει φυλές και κοινωνικά  στρώματα, σπάει και μετατοπίζει τα κοινωνικά διαχωριστικά. Και την ίδια ώρα μάχεται να διατηρήσει την ανθρώπινη ψυχή της, ο υπόκοσμος διεκδικεί ολόκληρες περιοχές της – νησίδες trafficking, ναρκωτικών, εκμετάλλευσης, φόβου. Η βία οδηγεί μόνο στο χειρότερο κοινό παρανομαστή.

Αυτό το νέο, μεγάλο αθηναϊκό κέντρο πρέπει να προστατεύσουμε από όλους όσους το απειλούν. Οι πόλεις που δεν έχουν κέντρο, δεν είναι ανθρώπινες. Καμιά μιλιταριστική λογική δεν το επιτυγχάνει αυτό. Το κέντρο της Αθήνας πρέπει να το προστατεύσουν οι πολίτες της. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ