Πολιτικη & Οικονομια

ΠΑΣΟΚ θα λέμε και θα κλαίμε...

Έχουμε πολλούς υποψήφιους, πολλές φιλοδοξίες αλλά από ψαχνό λίγα πράγματα 

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
372294-768884.jpg

Εντάξει ο τίτλος είναι χιουμοριστικός. Ο πραγματικός θα ήταν γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα γίνει ποτέ ΠΑΣΟΚ. Και ο υπότιτλος γιατί η Κεντροαριστερά του σήμερα δεν μπορεί να ξαναγίνει το ΠΑΣΟΚ του χθες.

Πρώτα ο ΣΥΡΙΖΑ. Με δυο λόγια δεν μπορεί να γίνει ΠΑΣΟΚ γιατί ο Τσίπρας δεν είναι Ανδρέας, γιατί δεν έχει Σημίτη, Βενιζέλο, Αλέκο Παπαδόπουλο ή Άννα Διαμαντοπούλου και γιατί δεν αρκεί να τον στηρίζουν ο Κουρουμπλής, ο Κοτσακάς και ο Τσοχατζόπουλος.

Το ίδιο μπορούμε να το πούμε πιο αναλυτικά. Το ΠΑΣΟΚ, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, είχε πάντα στους κόλπους του, κάτω από την ίδια στέγη, δύο τάσεις: την εκσυγχρονιστική και την λαϊκίστικη. Με μια έννοια το δισυπόστατο το ενσάρκωνε ο ίδιος ο Αντρέας: κοσμοπολίτης, διανοούμενος, κορυφαίος οικονομολόγος αλλά και λαϊκιστής, τουλάχιστον για τους αντιπάλους του, όταν θεωρούσε ότι χρειαζόταν. Αριθμητικά η λαϊκίστικη πτέρυγα μπορεί να υπερτερούσε. Πολιτικά ωστόσο το πάνω χέρι το είχε η εκσυγχρονιστική. Στις κρίσιμες στιγμές δεν είχε κανείς την παραμικρή αμφιβολία προς τα πού θα έγερνε η πλάστιγγα. Υπάρχει μια ιδεολογική και πολιτική συνέχεια από το «ή θα φάμε το χρέος ή θα μας φάει το χρέος» του Αντρέα, στην ένταξη στην ΟΝΕ από τον Σημίτη και στην υπογραφή του πρώτου Μνημονίου από τον Γιώργο.

Στον ΣΥΡΙΖΑ εκσυγχρονιστές δεν υπάρχουν. Είναι ένα συνονθύλευμα λαϊκιστών πρώην ΠΑΣΟΚ, με λαϊκιστές της αριστεράς σε συνεργασία με λαϊκιστές της άκρας δεξιάς. Οπορτουνιστικά συμβιβάζονται για να αποφύγουν την καταστροφή. Πολιτικά ωστόσο θα πρέπει να ψάξουμε πολύ για να βρούμε έστω ένα στέλεχος που θα μπορούσε να στηρίξει μια μεταρρυθμιστική στροφή. Αν η αναγκαστική προσγείωση τους στον ρεαλισμό συνοδευόταν από μια έντιμη ιδεολογική αυτοκριτική, θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρξει ένας διάλογος. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Το αντίθετο, στην πραγματικότητα εξακολουθούν να αποκηρύσσουν την ίδια τους την πολιτική στο όνομα της αριστερής ιδεοληψίας τους. Ακόμα και αν εφαρμόζουν πιστά το Μνημόνιο, οι πολιτικές τους, στην πράξη, υπονομεύουν τις μεταρρυθμίσεις, όπως δείχνει πολύ καθαρά η περιπέτεια των μεγάλων επενδύσεων. Όσο για τον πολιτικό τους λόγο, παραμένει εγκλωβισμένος στο παρελθόν και στη μισαλλοδοξία απαγορεύοντας ουσιαστικά κάθε προσέγγιση.

Για τον αντίστροφο  λόγο ωστόσο ούτε το ΠΑΣΟΚ και η κεντροαριστερά του σήμερα μπορούν να μιμηθούν το ΠΑΣΟΚ του χθες. Η συμμαχία εκσυγχρονιστών λαϊκιστών δεν μπορεί να ανασυσταθεί. Όσοι την ονειρεύονται, κοροϊδεύουν τον εαυτό τους. Ίσα ίσα, κάθε απόπειρα να βάλουν δυο καρπούζια κάτω από την μασχάλη, διώχνει και τους μεν και τους δε. Το δίλημμα μπαίνει κυρίως σε σχέση με την πολιτική συγκυρία: αν ο νέος φορέας θα υιοθετήσει πολιτική ίσων αποστάσεων φλερτάροντας τους λαϊκιστές ή αν θα θέσει ως πρώτη προτεραιότητα την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και την επιστροφή στην κανονικότητα. Στην πρώτη περίπτωση αποξενώνεται από την μεταρρυθμιστική του πτέρυγα χωρίς όμως και να παίρνει αναγκαστικά ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί βέβαια, ένας ψηφοφόρος που αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Τσίπρα δεν είναι πιθανό να θέλει να τον επαναφέρει από το παράθυρο ψηφίζοντας ένα κόμμα που δηλώνει, όπως πολλοί επίδοξοι αρχηγοί του, ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα συνεργαστεί με τη ΝΔ.

Στην δεύτερη περίπτωση ωστόσο μπορεί να ελπίζει στην υποστήριξη όσων θέλουν να φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν εμπιστεύονται και την Νέα Δημοκρατία. Όσων πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις και στον κοινωνικό φιλελευθερισμό χωρίς να θέλουν να αγοράσουν μαζί την λαϊκή δεξιά, τον Βορίδη ή τον Γιακουμάτο. Όσων αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά την μονοδιάστατη σχεδόν ρητορική του κ. Μητσοτάκη για λιγότερους φόρους. Για να μην πούμε για τα βαρίδια του καραμανλικού κατεστημένου που έχουν προσφέρει στήριξη στον ΣΥΡΙΖΑ, στα πλαίσια ενός ιδιότυπου ρεβανσισμού.

Αυτός είναι και ο λόγος που ένα κεντρώο μεταρρυθμιστικό σχήμα έχει νόημα σήμερα στην Ελλάδα. Όχι σαν δεκανίκι στη Νέα Δημοκρατία αλλά σαν μια διακριτή πολιτική πρόταση η οποία όμως δεν διαμορφώνεται στο κενό αλλά παρεμβαίνει στη συγκυρία. Που σημαίνει πως αν και όταν χρειαστεί δεν θα διστάσει να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούν στο όνομα των ίσων αποστάσεων.  Το τι απήχηση θα έχει θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, φυσικά και από την ηγεσία που θα επιλέξει. Το να αποκτήσει πολιτικό λόγο καθαρό είναι εκ των ουκ άνευ. Οι κοινοτυπίες περί εθνικής συνεννόησης, η προσπάθεια να είναι αρεστό σε όλους, δεν πείθουν.

Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς όμως ούτε αυτό επαρκεί. Στην ελληνική κοινωνία σήμερα υπάρχει ένα τεράστιο απόθεμα θυμού για τις πρακτικές που οδήγησαν στην κρίση. Για τους συνδικαλιστές, τις συντεχνίες, την καθημερινή διαφθορά και την φοροδιαφυγή αλλά και για τον βαθμό που ο δημόσιος βίος πολιορκείται από μια επιχειρηματική ολιγαρχία που βρήκε ευήκοα ώτα και στον ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί ο θυμός να μην είναι ειλικρινής, όλοι να εξακολουθούμε να λειτουργούμε όπως χθες. Είναι όμως υπαρκτός και ένα προοδευτικό  κόμμα που θέλει να συγκροτήσει μια νέα κοινωνική συναίνεση, οφείλει να εκφράσει και να δώσει πολιτικό περιεχόμενο σε μια τέτοια ρήξη με το παρελθόν. Ρήξη με πρόσωπα και με πρακτικές. Το νέο κόμμα δεν μπορεί να είναι απλώς μια πιο καλή και πιο ορθολογική εκδοχή του χθες, να εξαντλείται σε έναν καθώς πρέπει εκσυγχρονισμό. Χρειάζεται ριζοσπαστικές προτάσεις για το πολιτικό σύστημα και για την οικονομία και πρόσωπο ή ακόμα καλύτερα πρόσωπα ικανά να τις υπηρετήσουν. Για την ώρα έχουμε πολλούς υποψήφιους, πολλές φιλοδοξίες αλλά από ψαχνό λίγα πράγματα.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ