Πολιτικη & Οικονομια

Η βία στην κοινωνία της αγένειας

Αυτοπροσδιοριζόμαστε ως η χώρα με τη μεγαλύτερη δόση τεστοστερόνης βίας στο DNA μας 

20127-92227.JPG
Γιώργος Σιακαντάρης
ΤΕΥΧΟΣ 426
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
politics.jpg

Μέσα στον επαρχιωτισμό που μας παρασέρνει και μας παραδέρνει, νομίζουμε πως –εκτός από ανάδελφο, αδικημένο και καταδιωκόμενο από το διεθνές κεφάλαιο, τον καταχθόνιο σιωνισμό και τους πανταχού παρόντες και βυσσοδομούντες κατά του έθνους μας, παλαιότερα Αμερικανούς και σήμερα Γερμανούς– κατέχουμε και μια άλλη πρωτιά. Θεωρούμε πως είμαστε το έθνος που παράγει την περισσότερη βία απ’ όλα τα άλλα έθνη. Αυτοπροσδιοριζόμαστε ως η χώρα με τη μεγαλύτερη δόση τεστοστερόνης βίας στο DNA μας.

Είναι βεβαίως αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας έχει αναπτυχθεί ένα τεράστιο κύμα διαπροσωπικής βίας. Είναι αλήθεια πως σε καμιά χώρα δεν έχουν τόσο μεγάλη εκλογική απήχηση πολιτικοί οργανισμοί που ομνύουν στη βία ως «μαμή της ιστορίας», οι οποίοι απροκάλυπτα και με υπερηφάνεια χρησιμοποιούν βία στις πολιτικές συγκεντρώσεις τους. Είναι αλήθεια πως το «κίνημα των αγανακτισμένων» αποτέλεσε φυτώριο βίας.

Είναι αλήθεια πως πουθενά αλλού στην Ευρώπη, παρά μόνο στην Ελλάδα, ολόκληρο το κομματικό σύστημα (από το ΛΑΟΣ ως το ΚΚΕ) αρνείται να καταδικάσει τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Εδώ στρεψοδικούμε θέτοντας λάθος ερωτήματα. Κάνουμε το χαζό και δεν ρωτούμε αν ο κομμουνισμός και ο φασισμός ήσαν δύο διαφορετικοί ολοκληρωτισμοί, αλλά αν είναι το ίδιο. Βεβαίως και δεν είναι το ίδιο ο κομμουνισμός και ο φασισμός, είναι όμως το ίδιο ολοκληρωτισμοί. Είναι επίσης αλήθεια πως πουθενά στην υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμη και τα πιο ακροδεξιά κόμματα δεν δηλώνουν με τέτοια προκλητικότητα, όπως η δική μας Χρυσή Αυγή, την πίστη τους στα «ιδανικά» της πιο μισάνθρωπης ιδεολογίας, αυτής του ναζισμού.

Δεν είναι όμως αλήθεια πως μόνο εμείς έχουμε να κάνουμε με τόσα φαινόμενα βίας. Ας θυμηθούμε τον Νορβηγό φασίστα-μακελάρη Μπρέιβικ, αλλά και τις εξεγέρσεις στα προάστια του Παρισιού και τα πογκρόμ κατά των Ρομά σε πολλές χώρες, για να μην αναφερθώ στα φαινόμενα ακραίας αριστερής βίας (Φράξια Κόκκινος Στρατός, Ερυθρές Ταξιαρχίες, Action Direct, βελγικοί κομμουνιστικοί πυρήνες) και ακραίας δεξιάς βίας (γαλλική OAS, ιταλική ακροδεξιά τρομοκρατία) κατά τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και ’70. Ο Τόνι Τζαντ γράφει πως «η Γαλλία, περισσότερο από κάθε άλλο δυτικό έθνος-κράτος, ήταν μια χώρα που η διανόησή της όχι μόνο επιδοκίμαζε, αλλά και λάτρευε τη βία ως εργαλείο δημόσιας πολιτικής». Αυτή η λατρεία της βίας από τους Γάλλους διανοούμενους, υποστηρίζει ο Τζαντ, ήταν προϊόν μιας ιστορικής κληρονομιάς, που τόνιζε τον εθνικό επαναστατικό βίο. Μιας κληρονομιάς που ταύτιζε το έθνος με την επανάσταση. Κάτι ανάλογο ζούμε και εδώ όχι μόνο στο επίπεδο της διανόησης, αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών.

Δεν είναι οι εκδηλώσεις βίας που μας κάνουν να διαφέρουμε από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Έχουν και οι υπόλοιπες χώρες τα δικά τους φαινόμενα βίας. Κάθε κοινωνία παράγει βία. Η βία είναι κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο και όχι ηθική έννοια. Αυτό που μας κάνει να διαφέρουμε από τους άλλους δεν είναι η ποσότητα των περιστατικών βίας, αλλά κάτι πολύ χειρότερο. Είναι η ευρύτατη αποδοχή της βίας ως μέσο για την επίλυση των πολιτικών και προσωπικών διαφορών. Σε έρευνες της κοινής γνώμης που έγιναν κατά τη διετία 2010-11 σχεδόν ένας στους δύο συμπολίτες μας επιδοκίμαζε τις πράξεις βίας κατά των πολιτικών, ενώ επίσης σήμερα ξεπερνούν το 50% όσοι «καλοκοιτάζουν» τη βία που ασκεί κατά των μεταναστών η Χρυσή Αυγή.

Αυτό συμβαίνει γιατί είμαστε μια κοινωνία που ποτέ δεν πέρασε από το στάδιο του εξωτερικού καταναγκασμού, που ασκείται διαχρονικά από το κράτος για την αποτροπή της διαπροσωπικής βίας, στο στάδιο του εσωτερικού καταναγκασμού. Στάδιο που διαμεσολαβείται από το κίνημα του Διαφωτισμού. Σύμφωνα με αυτόν τον εσωτερικό καταναγκασμό η καλή συμπεριφορά, η ευγένεια και η απόρριψη της βίας επιβάλλονται ως εσωτερικός και όχι ως εξωτερικός κανόνας.

Στις κοινωνίες οι οποίες συγκροτούνται με βάση την αγένεια, η πάταξη της βίας δεν θεωρείται εσωτερική επιταγή, αλλά αναζητείται μόνο στη λειτουργία του κράτους ως εξωτερικού θεσμού της νόμιμης οργανωμένης βίας. Αν μάλιστα αυτό δεν εκπληρώνει σωστά τη λειτουργία του, ως νόμιμου θεσμού οργανωμένης βίας –μιλάμε πάντα στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας– τότε βαδίζουμε από τους ξυλοδαρμούς πολιτικών προσώπων στην Κερατέα, από εκεί στην Ύδρα και με γέφυρα τα τελευταία γεγονότα στη Χαλκιδική, τα γεγονότα του οικολογικού φασισμού, καταλήγουμε στην κατά Χρυσή Αυγή «διάπλαση των παίδων».

Πέρα όμως απ’ αυτές της «πολιτικής» φύσης εκδηλώσεις βίας, υπάρχει και κάτι άλλο. Το να μη κρατάμε το κινητό μας στο αθόρυβο σε ημερίδες, το να βροντοχτυπάμε το κομπολόγι μας στις κινηματογραφικές αίθουσες, το να μιλούμε στον ενικό σε αγνώστους ή σε ανθρώπους που μόλις γνωρίσαμε, το να καθόμαστε στην αριστερή πλευρά της κυλιόμενης σκάλας στο μετρό, όλα αυτά δεν είναι βία. Είναι όμως δείγμα της μη ενσωμάτωσης του αναγκαίου για την ανθρώπινη συμβίωση εσωτερικού καταναγκασμού. Είναι δηλαδή η ανοιχτή πύλη που οδηγεί στην αδιαφορία ή και την επιβράβευση της ατομικής βίας που ασκούν οι άλλοι. Τα άλλα περί φτώχειας και κρίσης που προκαλούν βία δεν στέκουν σε καμία σοβαρή ανάλυση. Οι δυτικές κοινωνίες ήταν πολύ πιο βίαιες την εποχή της μεγάλης τους ευημερίας (1950-1975), παρά σ’ αυτές της μεγάλης τους φτώχειας.

Για να κάνω πιο σαφές τι εννοώ, όταν υποστηρίζω πως πρόβλημά μας δεν είναι η παραγωγή, αλλά η αποδοχή της βίας, θα επικαλεστώ δύο γεγονότα. Πριν δυο μήνες στη μικρή πόλη Αλμέρε της Ολλανδίας, όπου κατοικούν λιγότεροι από 15.000 πολίτες, συνέβη ένα συνταρακτικό γεγονός. Σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ερασιτεχνικής κατηγορίας μια ομάδα εφήβων σκότωσε το βοηθό διαιτητή. Συνταρακτικό γεγονός, αλλά το εντυπωσιακό είναι πως την επόμενη μέρα περισσότεροι από 12.000 πολίτες συμμετείχαν σε μια πορεία τιμώντας τη μνήμη του αδικοχαμένου επόπτη. Όταν εδώ, στην Αθήνα, η ΔΗΜΑΡ ζήτησε από τους πολίτες να πάνε να εναποθέσουν ένα λουλούδι στο κτίριο που κάηκαν οι τρεις υπάλληλοι της Μαρφίν, εκεί οι ανθοπώλες ήσαν περισσότεροι από τους πολίτες.

Η αποδοχή της βίας από μεγάλα τμήματα της κοινωνίας των πολιτών δεν είναι επομένως τόσο αποτέλεσμα οικονομικών, αλλά ιστορικά καθορισμένων πολιτισμικών ελλειμμάτων και κυρίαρχων εθνικών μύθων. Αυτή ακριβώς η αποδοχή της βίας οδηγεί ουσιαστικά στην απονομιμοποίηση του ίδιου του προτάγματος της ατομικής και κοινωνικής χειραφέτησης, μια που τα άκρα πείθουν πως αυτό μπορεί να προωθηθεί μόνο με τη βία. Εδώ γίνεται ένα άλλο λάθος. Ταυτίζουμε την ανάγκη ριζοσπαστικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων ή ακόμη και τα επαναστατικά προτάγματα με τη χρήση διαπροσωπικής βίας. Ζυγίζουμε, δηλαδή, από κοινού τάρτες με πικραμύγδαλα. Αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης.


Tony Judt, «Η Ευρώπη μετά τον πόλεμο», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 912, μετάφραση Ελένη Αστερίου, Νικηφόρος Σταματάκης

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ