Πολιτικη & Οικονομια

Η γύμνια του «ψυχικού τοπίου» της πόλης

Μια κακή διαίσθηση που μόλις είχε σηκώσει το ένα πόδι για να πατήσει στο πεζοδρόμιο της βεβαιότητας

59189009_2154225567959075_3788618135297327104_n.jpg
Κώστας Κυριακόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
342847-712830.jpg

Θέλει κότσια, ατομικά και συλλογικά, η αντοχή στους καθημερινούς κατακλυσμούς συμπεριφορών. Ένας από τους λόγους που επιμένει κάποιος -υπό τις σημερινές συνθήκες- να παραμένει δημοσιογράφος είναι η γοητευτική συνήθεια που επιβάλλει στον εαυτό του όταν παρατηρεί τους άλλους. «Πολλοί το κάνουν», θα σκεφτεί κάποιος. Μόνο που στη δική μας περίπτωση, η επαγγελματική ματιά μετατρέπεται σταδιακά σε δημιουργική διαστροφή, κάνοντας ζουμ με αυτιά και μάτια στα πρόσωπα των ανθρώπων.

Το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, ημέρα δεύτερης απεργίας στα Μέσα Μεταφοράς με μόνο τα ηρωικά λεωφορεία να κυκλοφορούν στους δρόμους της Αθήνας, ήταν παντού στημένο ένα περίεργο σκηνικό με κάποιους ανθρώπους να κουβαλούν ένα τόσο μυστηριώδες βλέμμα, βγαλμένο από κάποια ταινία του Αγγελόπουλου, από κάποιο βιβλίο του Πίντσον, από κάποια βαρύθυμη παράσταση αφιερωμένη στη δυστοπία.

Δεκάδες άνθρωποι να στέκονται, εκεί στην Σίνα, απέναντι από το Οφθαλμιατρείο, σαν φαντάροι ενός αόρατου στρατού που περιμένουν το τρένο για να επιστρέψουν στις μονάδες. Ο ουρανός είχε ένα εξίσου μυστηριώδες χρώμα, μια πορτοκαλί εκδοχή πένθους. Κάτι ξερά κλαδιά δέντρων έδειχναν προς αυτόν τον πορτοκαλί ουρανό όπου ανέβαιναν οι ανάσες όλων όσοι περίμεναν να έρθει ένα κάποιο λεωφορείο.

Παρατηρώντας, λοιπόν, τα βλέμματα αυτών των ανθρώπων, στοιχισμένων σε σειρές που όριζε μια περίεργη συμμαχία υπομονής, θλίψης και θυμού μαζί, διαισθανόσουν κάτι εξίσου περίεργο. Ότι αυτό που τούς επέβαλε το συγκεκριμένο μείγμα συναισθημάτων στο βλέμμα, έμοιαζε με τη σκόνη που πάει και κάθεται στα πιο απρόσιτα σημεία μιας συσκευής, τη βλέπεις, τη μυρίζεις, την παρατηρείς να απλώνει τα ίχνη της όλο και περισσότερο, να σκεπάζει όλο και μεγαλύτερη έκταση  αλλά δεν μπορείς να τη φτάσεις και να απαλλαγείς από αυτήν. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ανησυχήσεις για το πότε θα φτάσει στην καρδιά της συσκευής και θα επηρεάσει καταλυτικά τη λειτουργία της.

Είναι μια προσέγγιση και αυτή, αυτού που οι ειδικοί αναφέρουν ως «ψυχικό τοπίο» ενός σημείου ή μιας ολόκληρης πόλης. Όλοι εκείνοι οι άνθρωποι ήξεραν ότι η απεργία των Μέσων Μεταφοράς τους είχε αναγκάσει να γίνουν μέρος ενός παγωμένου κοπαδιού, μιας μάζας με όμοιες κινήσεις -κάπνιζαν, σκέφτονταν, χάιδευαν τα smartphones με τις ίδιες αντιδράσεις σε ό,τι και αν έβλεπαν. Τίποτα δεν ήταν ικανό να σπάσει αυτήν την ομοιομορφία των κινήσεων, συμπεριφορών, συναισθημάτων. Μόνο ένας  ζητιάνος που πλησίαζε με επιφυλακτική επιμονή όποιον φορούσε σακάκι. Αν φορούσε και γραβάτα, ο ζητιάνος ξεπερνούσε τις επιφυλάξεις του, αφού το dress code αναβάθμιζε κατηγορία στον χορηγό της στιγμής.

Τους έβλεπες όλους αυτούς τους ανθρώπους και δεν έδιναν την εντύπωση ότι ήταν θυμωμένοι με αυτούς που απεργούσαν και τους ανάγκαζαν να ταλαιπωρούνται αφάνταστα. Ήταν κάτι άλλο. Σαν αυτό που έχουν τα βλέμματα των ανθρώπων που έχουν αρχίσει να συνηθίζουν το τέλος μιας σαγήνης μαζί με την αναμονή έλευσης κάποιου άλλου γεγονότος, χειρότερου από αυτά που ήδη έχουν γίνει. Τα βλέμματά τους είχαν την υπογραφή μιας κακής διαίσθησης που μόλις είχε σηκώσει το ένα πόδι για να πατήσει στο πεζοδρόμιο της βεβαιότητας.  

Μόλις την ίδια ημέρα, δημοσιεύματα ανέφεραν ότι σύμφωνα με το Οικονομικό Ινστιτούτο της Κολωνίας, οι φτωχοί άνθρωποι στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 40% στο διάστημα από το 2008 έως το 2015. Την ώρα που κανένα Ινστιτούτο του κόσμου δεν μπορεί να μετρήσει τα σκαλοπάτια που κατεβαίνει καθημερινά η ελληνική κοινωνία, σε όλα τα επίπεδα. Μια μέθοδος για να τα μετρήσει κάποιος είναι η παρατήρηση αυτών των στεγνών βλεμμάτων των ανθρώπων στις στάσεις των λεωφορείων. Όσο φυσιολογικά και αν ενστικτωδώς επιδιώκουν να φαίνονται, η γύμνια του λεγόμενου ψυχικού τοπίου της πόλης  προδίδει τα πάντα και καμία επέμβαση δεν μπορεί να αλλάξει ερμηνεία στην εικόνα. Έμοιαζαν όλοι με κρατούμενους την ώρα που προαυλίζονταν…

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ