Πολιτικη & Οικονομια

Το παιχνίδι της απόγνωσης

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Παρακολουθώντας μια συζήτηση κατά την οποία συνδιαλέγονται δύο αντικρουόμενες θέσεις και στο τέλος όχι μόνο καμία πλευρά δεν φεύγει έστω με ένα ερωτηματικό αλλά ούτε έχει φανεί διατεθειμένη να κάνει ένα βήμα πίσω και να ακούσει την άλλη, ή να την αφήσει να ακουστεί, καταλαβαίνει κανείς το αυτονόητο. Ότι και οι δύο πλευρές έχουν έρθει προαποφασισμένες όχι μόνο να μη μετακινηθούν, αλλά και να επιτεθούν με μένος στην αντίθετη θέση. Στόχος είναι η εξαφάνιση του αντιπάλου και διακύβευμα η σύγκρουση και η τυφλή αντιπαράθεση. Υπάρχει κάποιο νόημα σ’ αυτό; Η λογική λέει όχι.

Τότε γιατί το συντριπτικό κομμάτι του δημόσιου διαλόγου έχει συρρικνωθεί σε μια τέτοια αποπροσανατολιστική και χωρίς νόημα συζήτηση, που αρχίζει στα τηλεοπτικά παράθυρα και απλώνεται σε όλη την κοινωνία με τη μορφή ενός αβυσσαλέου χάσματος, όπου θα στέκεσαι είτε στη μία του πλευρά είτε στην άλλη κι ανάμεσά σας το κενό και η περιφρόνηση; Επιχειρώντας κανείς να ακούσει ή να βρει συνομιλητές και όχι οπαδούς ή εχθρούς της μίας ή της άλλης θέσης, προσκρούει σε τοίχο. «Καμία συναίνεση» επιβεβαίωνε επαναλαμβάνοντας συνεχόμενα και με μια νότα θριάμβου στη φωνή του βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο τέλος μιας τέτοιας αδιέξοδης, στα όρια της παρωδίας, τηλεοπτικής συζήτησης κι η φράση του έσβησε αφήνοντας πίσω της μια ηχώ απειλητική.

Όταν η πολιτική γίνεται αρένα γηπέδου και οι εκφραστές της συμπεριφέρονται σαν να απευθύνονται σε οπαδούς, δημιουργείται μια πόλωση που είναι πολύ επικίνδυνη. Τη στιγμή που η κοινωνία χρειάζεται να πάρει μια ανάσα και να κάνει συντονισμένες ενέργειες που θα την κρατήσουν τουλάχιστον ζωντανή, έστω διασωληνωμένη, όπως θα υποστήριζαν κάποιοι, κυβέρνηση και αντιπολίτευση κρούουν τα τύμπανα του πολέμου όχι μόνο όσον αφορά το σχέδιο εξόδου από την κρίση, αλλά και γύρω από κομβικά θέματα της έννοιας του κοινωνικού συμβολαίου, όπως η βία, η ανομία, η τρομοκρατία, τα κοινωνικά δικαιώματα. Καμία συναίνεση, έχει προαποφασίσει η αντιπολίτευση, ενώ η κυβέρνηση σέρνει το χορό του πολέμου ανοίγοντας νέα μέτωπα, όπως αυτό με τις βίλες και τα γκαζάκια. Η αξιωματική αντιπολίτευση φυσικά δεν χάνει την ευκαιρία για σκληρή αντεπίθεση, αισθάνεται μάλιστα υποχρεωμένη να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

Όπως όλες οι μάχες, έτσι και αυτή δεν διεξάγεται χωρίς απώλειες. Η μισή κοινωνία συντηρητικοποιείται, τάσσεται με τους «νοικοκυραίους», η άλλη μισή ριζοσπαστικοποιείται στα άκρα. Στη μέση φοβισμένοι πολίτες κοιτάζουν, παρακολουθώντας χαμένοι το σχέδιο δράσης εξόντωσης κομματικών αντιπάλων. Παράλληλα με τη δική τους μάχη, αυτή της επιβίωσης, γίνονται μάρτυρες και την ίδια στιγμή θεατές ενός προαποφασισμένου, επικίνδυνου παιχνιδιού, όπου η έννοια της συναίνεσης έχει εξοβελιστεί αφήνοντας την κοινωνία απροστάτευτη τόσο στο μέτωπο της οικονομίας, όσο και σε αυτό της τρομοκρατίας και του φασισμού.

Τα νήματα της πολιτικής προπαγάνδας υφαίνονται εκατέρωθεν αφήνοντας την κοινωνία διασπασμένη, ανήμπορη να ορθώσει ένα ενιαίο προστατευτικό δίχτυ: τα πράγματα δεν μπορούν παρά να είναι μαύρα ή άσπρα, από τη μία πλευρά ή από την άλλη, υπάρχουν πράγματα που μπορεί να υποστηρίξει κανείς και άλλα όχι. Μια κοινωνία που τρώει τις σάρκες της, ανίκανη, ανάμεσα σε άλλα, να υπερασπιστεί έστω μεταθανάτια το φτωχό Πακιστανό που έπεσε νεκρός από τα βέλη του ρατσιστικού μίσους. Τα κόμματα σφάζονται στα παράθυρα και στις επιτροπές αφήνοντάς μας ανυπεράσπιστους, με την κάθε πλευρά να μην μπορεί να συσπειρώσει παρά μόνο τους οπαδούς της. Η αντιφασιστική συγκέντρωση του προηγούμενου Σαββάτου ήταν «μία ακόμη μικρή νίκη του κινήματος», με συνθήματα και πανό (και) εναντίον του μνημονίου, λες και η διαμαρτυρία ενάντια στο φασισμό είναι αντιμνημονιακό προνόμιο και μαζί δικαίωμα, οι υπόλοιποι, αν έχουν τα κότσια θα κάνουν ξεχωριστή διαδήλωση, άσε που οι οπαδοί του μνημονίου είναι «συντηρητικοί» και άρα ύποπτοι για ξενοφοβία και ρατσισμό. Καμία συναίνεση, όμως...

Αντίστοιχα η κυβέρνηση είναι η μόνη «ενδεδειγμένη» να υψώσει το λάβαρο ενάντια στην τρομοκρατία, αφοσιωμένη στο έργο της να ξεσκεπάζει έστω παραποιώντας φράσεις των πολιτικών της αντιπάλων που «στοχεύουν στην αποσταθεροποίηση της τάξης», ο νόμος και η τάξη πάνω απ’ όλα, καθήκον της είναι η τήρηση της νομιμότητας και της διαφάνειας, κατά περίσταση βέβαια, και η προστασία των πολιτών εναντίον όσων τα υπονομεύουν. Στην άλλη όχθη το αντιμνημονιακό μέτωπο θα αισθανθεί υποχρεωμένο, για παράδειγμα, να υπερασπιστεί την απεργία των εργαζομένων του μετρό, έστω κι αν η απεργία αυτή πλήττει τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών, θα χτυπήσει το χέρι του στο τραπέζι στο όνομα της εξαθλίωσης του λαού, θα μιλάει για το λαό όλο και περισσότερο υπερασπιζόμενο ομάδες ανθρώπων που χρησιμοποιούν τη δύναμή τους ενάντια σε όλους τους άλλους, καμία συναίνεση.

Αμφότεροι, όσο θα κερδίζουν άλλο τόσο θα χάνουν το παιχνίδι των εντυπώσεων. Ο ένας θα κατηγορεί τον άλλο ότι διαλύουν την κοινωνία, θα εφαρμόζονται αυταρχικά και άδικα μέτρα και σε απάντηση θα διατυπώνονται «επαναστατικές» απειλές, η αντιπολίτευση θα επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση ότι στρέφει τη μία κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης όμως θα κάνει το ίδιο και η ίδια υπερασπιζόμενη a priori και χωρίς συζήτηση το δικαίωμα των απεργών. «Υπό το φόβο της απόλυσης δεν μπορείς να πολεμήσεις για το δίκιο σου» δήλωσαν οι επιταγμένοι εργαζόμενοι του μετρό σε μία δήλωση που υπό μία ανάγνωση περίσσευε κυνισμού, στο βαθμό που ό,τι περιέγραφαν ως έσχατη πίεση και απειλή αφορούσε στην κανονικότητα εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών τους, όσων είναι εκτός συστήματος θα έλεγαν κάποιοι, κι όχι επειδή έχουν να αντιμετωπίσουν ανάλγητα αφεντικά, όπως θα έλεγαν κάποιοι άλλοι, αλλά επειδή η οικονομία έχει βαλτώσει.

Η πόλωση του πολιτικού συστήματος έχει περάσει στην κοινωνία εκ των πραγμάτων και καλλιεργείται και από τα δύο στρατόπεδα. Όσο δεν αντιμετωπίζουμε τα πραγματικά προβλήματα και εμμένουμε στη ρητορική μιας άλλης εποχής, όσο δεν επιτρέπουμε να δημιουργηθούν πεδία συναίνεσης και κοινής διαμαρτυρίας, αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση, όσο κι αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο, παίζουν ακριβώς το ίδιο παιχνίδι, ίσως το μόνο που ξέρει να παίζει το κομματικό κατεστημένο, βυθίζοντας τη χώρα στην απόγνωση.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ