Πολιτικη & Οικονομια

Συμπαθώντας

Πέμπτη μεσημέρι στα επείγοντα ενός νοσοκομείου

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
337253-701366.jpg

Σύμφωνα με τα λεξικά, συμπάθεια λέγεται η ενστικτώδης έλξη, η συναισθηματικά θετική στάση απέναντι σε ένα πρόσωπο. Επίσης, η συναίσθηση της δυστυχίας κάποιου και η διάθεση για βοήθεια. Προέρχεται από το ρήμα συμπάσχω (συν+πάσχω).

Μέχρι εδώ τα πάντα είναι απολύτως σαφή και κατανοητά. Εκείνο που κανένα λεξικό δεν εξηγεί, είναι το γιατί συμπαθούμε. Γιατί, ας πούμε, ξεχωρίζουμε ένα άγνωστο πρόσωπο μέσα σε ένα σύνολο εξίσου άγνωστων ανθρώπων και στεκόμαστε θετικά απέναντι σ’ αυτό, αδιαφορώντας ή και αντιπαθώντας όλους τους υπόλοιπους;

Βλέπουμε σ’ αυτό μια αόρατη συγγένεια, λένε κάποιοι. Κάτι συμβατό με εκείνο που εμείς οι ίδιοι θεωρούμε ότι είμαστε. «Ο συμπαθής άλλος», γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης  «είναι μια πλασματική προέκταση του εαυτού μας, κάτι σαν ζείδωρη παράφραση της δικής μας εσωτερικότητας». (Μυστικά της συμπάθειας)               

Ακόμα και έτσι, η επιλογή της αδύνατης γυναίκας με το μάλλινο σκουφάκι παραμένει στα μάτια μου ανεξήγητη. Ήταν Πέμπτη μεσημέρι. Βρισκόμασταν ήδη δύο ώρες έξω από την κόκκινη πόρτα των επειγόντων και ο φωτεινός πίνακας παρέμενε πεισματικά καρφωμένος στο νούμερο 96. «Τι θέλετε να κάνω;» απολογούνταν κάθε λίγο και λιγάκι ο απρόσμενα ευγενικός σεκιουριτάς. «Όλα τα κρεβάτια μέσα είναι πιασμένα. Μόλις μου πουν οι γιατροί θα πατήσω το κουμπί για να προχωρήσει».

Εμείς είχαμε το 38. Έπρεπε λοιπόν ο πίνακας να φτάσει αγάλι αγάλι στο 99, μετά να μηδενιστεί και να ξαναρχίσει να μετρά νούμερο το νούμερο, μέχρι κάποτε -τα μεσάνυχτα λογικά- να έρθει η σειρά μας. «Μην απελπίζεστε. Σε λίγο τα νούμερα θα αρχίσουν να φεύγουν πιο γρήγορα. Υπομονή», παρηγορούσε του πάντες ο σεκιουριτάς.

Γύρω μας, όλες οι φυλές των ασθενών και των συνοδών. Κωλοπετσωμένοι που μηχανεύονταν τρόπους για να παρακάμψουν τη σειρά, φωνακλάδες που διατυμπάνιζαν διαρκώς πως «όλοι τα ίδια σκατά είναι», παραιτημένοι που είχαν αποδεχτεί τη μοίρα τους, απελπισμένοι που βογκούσαν σιγανά, κατά φαντασίαν ασθενείς που ταλαιπωρούνταν δίχως λόγο, τσαμπουκαλεμένοι έτοιμοι να αρπαχτούν ανά πάσα στιγμή, κουτοπόνηροι που παρίσταναν ότι σφάδαζαν κάτω από τα ειρωνικά βλέμματα των, συνηθισμένων σε τέτοιου είδους καραγκιοζιλίκια, νοσηλευτών.

Κάποια στιγμή κατέφτασε με το ΕΚΑΒ και μια ακίνητη γερόντισσα με ορθάνοιχτο στόμα.  Το φορείο μπήκε κατά προτεραιότητα, δίχως νούμερο, μέσα από την κόκκινη πόρτα. Ένας τύπος πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο άνδρας του ΕΚΑΒ τον αποστόμωσε με συνοπτικές διαδικασίες: «Χρειάζεστε και εσείς νεκροψία, κύριε;»

Τη γυναίκα με το σκουφάκι δεν την είχα παρατηρήσει από την αρχή. Εκείνη όμως μας είχε δει και στα μάτια της θα φαινόμασταν κάπως έτσι: Μια μικρόσωμη γυναίκα σχεδόν αναίσθητη σε ένα άβολο καρεκλάκι. Ένας νεότερος άντρας που προσπαθούσε να τιθασεύσει την αγωνία του. Και μια συνομήλικη του γυναίκα με ανάλογο προφίλ. Παρουσιάστηκε λοιπόν μπροστά μας, κοίταξε δεξιά και αριστερά για έναν τελευταίο έλεγχο και τελικά έδωσε το νούμερό της σ’ εμάς.

«Έχω το 11. Πάρτε το», είπε.

«Και εσείς;» την ρωτήσαμε.

«Εγώ πάω σπίτι μου. Είναι αδύνατον να περιμένω άλλο».

Κάποιος με ατσάλινη ηθική θα μας έψεγε που το δεχτήκαμε και με αυτόν έστω τον τρόπο παρακάμψαμε τη σειρά. Αυτός ο κάποιος, όμως, μάλλον δεν θα έχει βρεθεί στα επείγοντα ενός ελληνικού νοσοκομείου σε μέρα γενικής εφημερίας. Σε κάθε περίπτωση το πήραμε. Αυτή είναι η αλήθεια. Η γυναίκα με το σκουφάκι πήγε στην έξοδο και εμείς, δύο τρεις ώρες αργότερα, διαβήκαμε την κόκκινη πόρτα.

«Έπρεπε να σας είχαν αφήσει να περάσετε αμέσως», μου είπε ο γιατρός που αποφάσισε την εισαγωγή.

Αργότερα, όταν η ασθενής είχε τακτοποιηθεί στον θάλαμο θυμήθηκα ότι είχα στην τσέπη μου το χαρτάκι με το νούμερο 38. Κατέβηκα γρήγορα στα επείγοντα έριξα μια ματιά στα πιο ταλαιπωρημένα πρόσωπα και το έδωσα στο πιο συμπαθητικό.

Κάποιος με ατσάλινη ηθική θα με έψεγε. Αυτός ο κάποιος, όμως, μάλλον δεν έχει βρεθεί ποτέ στα επείγοντα ενός ελληνικού νοσοκομείου σε μέρα γενικής εφημερίας. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ