Πολιτικη & Οικονομια

Τα σύνορα της Λωζάνης και οι καρδιές της Θράκης

 Άλλο χαρισματικός λαϊκιστής, άλλο επίδοξος κατακτητής.  

e7b99248-7ac6-41a5-9436-e73bba1b8594.jpeg
Μάκης Μυλωνάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
326075-672964.jpg

Το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου, τα θέματα που κυριαρχούσαν στην επικαιρότητα της Τουρκίας ήταν η πρόσφατη υποβάθμιση της τουρκικής οικονομίας από τον οίκο Moody’s, η δραματική μείωση των αφίξεων των τουριστών και η διαφαινόμενη παράταση του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης, το οποίο κηρύχθηκε στη χώρα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η σημασία όλων των παραπάνω ειδήσεων είχε υποτιμηθεί καθώς όλοι πια συζητούσαν για την αναφορά του Ταγίπ Ερντογάν στη Συνθήκη της Λωζάνης. Μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας ανέφερε ότι «στη Λωζάνη, παραδώσαμε νησιά του Αιγαίου από τα οποία μπορείς να ακουστείς απέναντι. Όσοι έλαβαν μέρος στις συνομιλίες της Λωζάνης δεν κατάφεραν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. Σήμερα βιώνουμε τις επιπτώσεις αυτής της αδυναμίας».

Στη συνείδηση της ελληνικής κοινής γνώμης, η συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923) αποτελεί κυρίως την αποδοχή της μοιραίας εθνικής ήττας του 1922, η οποία ανάγκασε τη χώρα να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία, να παραιτηθεί από εδαφικές αξιώσεις και να συμφωνήσει λίγο αργότερα στην ανταλλαγή των πληθυσμών.

Για τη γειτονική χώρα, η συνθήκη της Λωζάνης αποτελεί ουσιαστικά τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της σύγχρονης Τουρκίας (Türkiye Cumhuriyeti) ως διάδοχο σχήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τον Ισμέτ Ινονού να εκπροσωπεί την Άγκυρα στις διαπραγματεύσεις. Με τη συνθήκη αυτή, η νεογέννητη χώρα παραιτήθηκε κι αυτή με τη σειρά της από πλήθος εδαφικών διεκδικήσεών της, διέγραψε οριστικά το αυτοκρατορικό παρελθόν της και πέρασε στην εποχή της αυταρχικής εκκοσμίκευσης του Κεμάλ Ατατούρκ.

Για τον τουρκικό εθνικισμό, που θα μπορούσε σήμερα πια να οριστεί και ως νεο-οθωμανικός αλυτρωτισμός, η συνθήκη της Λωζάνης εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να αποτελεί μελανό σημείοστην ιστορία της χώρας, ένα μοιραίο λάθος των «άθεων» Κεμαλιστών το οποίο στέρησε από τη χώρα τον αυτοκρατορικό ρόλο της στο μουσουλμανικό κόσμο. Δεν είναι μόνο τα νησιά του Αιγαίου που χάθηκαν, είναι η Δυτική Θράκη, η Μοσούλη, η Μεδίνα, η Κύπρος, η Βοσνία κ.α.

Αν και πιο ήπιο σε σχέση με άλλους σχηματισμούς στα δεξιά του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν αποτελεί τον κατ’ εξοχήν φορέα έκφρασης του σύγχρονου τουρκικού εθνικισμού, ο οποίος φέρει έντονα ισλαμικά στοιχεία και ως εκ τούτου βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με την κοσμική παρακαταθήκη των κεμαλιστών. Ιστορικά αλλά και σήμερα πιο ειλικρινά από ποτέ, ο Ερντογάν πολιτεύεται ως ο «αντι-Ατατούρκ».

Επιστρέφοντας στο 2016, εκτιμώ ότι δεν συντρέχουν σήμερα οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν στην Ελλάδα να θεωρήσει ότι με τη συγκεκριμένη δήλωση ο Ερντογάν θέτει ζήτημα συνόρων. Τα τρία βασικά μου επιχειρήματα είναι τα εξής:

α) Πριν από δυο μήνες, στη 93η επέτειο της Συνθήκης της Λωζάνης, ο Ερντογάν είχε αποθεώσει τη συνθήκη και όσους συνέβαλαν στην υπογραφή της. Η ξαφνική αλλαγή στάσης του κυρίως αποδεικνύει τη διάθεση του να αλλάξει την ατζέντα του δημοσίου διαλόγου στην Τουρκία, συσπειρώνοντας το συντηρητικό ακροατήριί του. Άλλο χαρισματικός λαϊκιστής, άλλο επίδοξος κατακτητής.

β) Η δήλωση δεν έγινε στο πλαίσιο κάποιας συζήτησης που να αφορούσε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ή γενικότερα την Ελλάδα. Έγινε σε ένα κομματικό ακροατήριο κι αποτελεί κομμάτι της ιστορικά συνεπούς προσπάθειας του Ερντογάν να απομυθοποιήσει τον Ατατούρκ στα μάτια της τουρκικής κοινωνίας αλλά και της -διπλωματικά πολύτιμης- τουρκικής διασποράς. Όχι τυχαία, οι αντιδράσεις του κεμαλικού κόμματος (CHP) ήταν ιδιαίτερα έντονες.

γ) Ενισχυμένος από την εκκωφαντική αποτυχία των πραξικοπηματιών, ο Ερντογάν σχεδιάζει άμεσα να εκκινήσει τη διαδικασία αναθεώρησης του τουρκικού συντάγματος, ώστε η de facto μετατροπή του πολιτεύματος σε προεδρικό να κατοχυρωθεί και επίσημα. Για να το πράξει αυτό, θα χρειαστεί είτε τις ψήφους των βουλευτών του Εθνικιστικού Κινήματος (MHP) είτε τους ίδιους τους ψηφοφόρους του συγκεκριμένου κόμματος, αν επιλέξει τη λύση των εθνικών εκλογών ή κάποιου δημοψηφίσματος.

Με λιγότερα λόγια, κατηγορώντας έμμεσα τους κεμαλιστές για εθνική μειοδοσία, ο Ερντογάν επιχειρεί να κερδίσει ψήφους κι όχι...εδάφη. H πολιτική και συνταγματική νομιμοποίηση του αυταρχισμού του περνά μέσα από την ιστορική αποδοκιμασία του κεμαλισμού, το ίδιο και η καλά οργανωμένη προσπάθεια συντηρητικής ισλαμοποίησης της τουρκικής κοινωνίας.

Αν η Ελλάδα θα έπρεπε να φοβάται κάτι από τη συγκεκριμένη δήλωση, δεν είναι παρά μόνο το γεγονός ότι σχεδόν 100 χρόνια μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, δεν έχει ακόμα καταφέρει να ενσωματώσει απόλυτα τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Θράκης, χαρίζοντας τόσες γενιές Ελλήνων μουσουλμάνων στον τουρκικό εθνικισμό.

Για να χαθούν εδάφη, θα πρέπει να έχουν πρώτα «χαθεί» οι καρδιές εκείνων που τα κατοικούν. Αυτή τελικά είναι και η μεγαλύτερη διπλωματική πρόκληση του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους: το να καταφέρει να μην βρίσκει κανένας Έλληνας πολίτης ενδιαφέρον στις εθνικιστικές κορώνες ενός αυταρχικού ηγέτη της Ανατολής.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ