Πολιτικη & Οικονομια

O Άδωνις κι ο άλλος

88774-199485.jpg
Ρούλα Γεωργακοπούλου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
314791-232594.jpg

Θα σας πω για μια κοινωνία μαυρόασπρη με μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου. Δεν τη νοσταλγώ, απλώς τη θυμάμαι. Το μικροαστισμό της κυρίως που, μέχρι να τον πιάσουν στο στόμα τους οι θεωρητικοί, έφτιαχνε ένα αυτοσχέδιο πλην σχετικά αποτελεσματικό πλαίσιο σεβασμού. Κάπως έτσι ήταν ο κόσμος κάτω από το μπαλκόνι μου. Ένα απαστράπτον Opel caravan μοντέλο του ’60 διπλοπαρκαρισμένο με το γαϊδούρι της κυρίας Παναγούλας που όταν γκάριζε, λες κι έδινε το σύνθημα σ’ όλα τα παιδάκια της γειτονιάς να ξεσαλώσουν μέσα στα σπίτια.

Ήταν ο μαγικός μας αυλός αυτό το γαϊδούρι, μας καλούσε σε ένα είδος βακχείας που μόνον τα παιδιά μπορούν να αντιληφθούν και να επωφεληθούν. Μετά καθόμασταν κυκλικά κάτω στο πάτωμα και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τους ανθρώπους από τα σκηνικά και τα κοστούμια τους. Από δω οι κύριοι με τα τριζάτα παπούτσια και τα γκρι σακάκια που μύριζαν ξεραμένο αέρα καφενείων. Κι από εκεί οι αποκαρδιωμένες γυναίκες που κάθε Σάββατο ακουμπούσαν τους λαιμούς τους στο νιπτήρα της κομμώτριας. Είχε το συμβολισμό της αυτή η γκιλοτίνα γι’ αυτό, ακόμη και σήμερα, είμαι προσεκτική με τις θεές που ακούνε σε παράξενα ονόματα. Θα σε λούσει η κυρία Έβελιν, θα σε στεγνώσει η κυρία Άλκηστις και θα σε κουρέψει η κυρία Σωτηρία-Βιλελμίνα. Τόσα ομαδικά βαφτίσια από ένα μόνο ρουμπινέ.

Στον καιρό της μητέρας μου όλες τις κομμώτριες τις έλεγαν Ντίνες κι είχαν όλες τους μαλλιά σαν της Νίτσας Μαρούδα. Υπήρχε όμως κι άλλος ένας κόσμος μέσα στον κόσμο, που στις ελληνικές ταινίες τον είχαν αναλάβει κατ’αποκοπή ο Τάκης Μηλιάδης κι ο Παράβας. Αυτό το πληροφορήθηκα αργότερα, πολύ αργότερα, γιατί όσο ήμουν παιδί δεν είχα παρατηρήσει καμία ομοιότητα του Φίφη με τον κύριο Βάσο που πήγαινα συχνά στο σπίτι του να κάνω τα μαθήματά μου γιατί στο δικό μου γινόταν χαμός. Είχε τον πιο ωραίο κήπο της πόλης και μπροστά στην κοφτερή του γλώσσα στέκονταν σούζα από μητροπολίτες μέχρι δήμαρχοι και βουλευτές. Οι γονείς μου τον καλοχαιρετούσαν κι αυτός τους καλούσε στις γιορτές του που έμειναν παροιμιώδεις από τα γέλια, τις μουσικές, το κέφι και την ελευθεριότητα. Την ημέρα που πέθανε, ήταν σαν να οδηγούσαμε στην τελευταία της κατοικία την παιδική μας βακχεία, που λέγαμε και παραπάνω. Είμαι σίγουρη ότι η μάνα μου θα μου άστραφτε καμιά ξανάστροφη, να ’χω να τη θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή, αν έλεγα ότι «η χήρα του ήταν αξύριστη».

Να, για κάτι τέτοια συγχωρώ τις μικρές συντηρητικές κοινωνίες. Γιατί μέσα στην υποκρισία τους στάθηκαν πάντως ευγενικές και καλότροπες με ό,τι σήμερα μισούμε και σκυλεύουμε δημοσίως και με το «θάρρος της γνώμης μας».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ