Πολιτικη & Οικονομια

Edito 286

Εδώ κάτω είναι Νότος, αρχίζει η Κεντρική Αμερική.

14241-108382.jpg
Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 286
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
2747-7726.jpg

Στη χώρα των Mάγιας ο ήλιος είναι καυτός. Υγρασία, χαμένες πτήσεις, χαμένες βαλίτσες, χαμένες ώρες στα αεροδρόμια. Η γη των Μάγιας τώρα λέγεται Ριβιέρα Μάγια, δίπλα στα ερείπια αρχαίων ναών υψώνονται τεράστια ξενοδοχεία. Η ατελείωτη γαλάζια θάλασσα της Καραϊβικής. Ο ήλιος καίει, αλλά σκοτεινιάζει νωρίς. Έρχονται παρέες. Τα αγόρια είναι γυμνασμένα, τα κορίτσια φοράνε μικρά μαγιό. Έχουν τατού παντού, φίδια και αητούς. Στη μέση ένα ψυγείο, μπίρες, Leon νέγκρα, μουσική. Σακίδια που γίνονται καρέκλες, μεγάλα στερεοφωνικά. Οι Soda Stereo στο “Zoom”, η Μάλα Ροντρίγκεζ τραγουδάει “toca toca”, καυτό, σέξι, ραπ λατίνο. Στο βάθος της θάλασσας υψώνονται ουρανοξύστες, σα να ’ναι ζωγραφισμένοι στο photoshop πάνω στο κύμα, είναι το Κοζουμέλ. Αφηρημένος κοιτάζω το έργο, κλέβω εικόνες, λέξεις, «hola, μπουέντια, κε ταλ;». Αντιγράφω χαιρετισμούς, παλάμη γροθιά, φιλί αγκαλιά.

Στις 4 αρχίζει να σκοτεινιάζει, απ’ την άκρη της παραλίας ξεκινάει ο μονότονος βαρύς ήχος. Τα ηχεία είναι τεράστια, στη σκηνή ο dj. Ηλεκτρονική μουσική χωρίς λόγια, ρυθμικό κάλεσμα, οι παρέες μαζεύουν τα πράγματά τους, η μουσική τούς οδηγεί δίπλα στα ηχεία. Φοράω ένα μπλουζάκι, η θερμοκρασία εδώ όταν φεύγει ο ήλιος πέφτει απότομα, μπροστά στο ηχείο γροθιές στο διάφραγμα. Ξαπλωμένοι στην παραλία κοιτάζουν τον ήλιο που δύει, τις πολυκατοικίες του Κοζουμέλ στη θάλασσα, πίνουν μια μπίρα σιωπηλοί, κάποια ζευγάρια όρθια αγκαλιασμένα φιλιούνται πολλή ώρα, τρία κορίτσια χορεύουν, ένα τσιγάρο αλλάζει χέρια, σκοτεινιάζει, σε μια παραλία του Γιουκατάν καπνίζω ένα τσιγάρο, νιώθω τη μουσική, δεν περιμένω τίποτα, μόνο τον ήλιο να χαθεί στη θάλασσα. Νύχτα, γυρνάω την παραλία προς την αντίθετη φορά, μουρμουρίζω ένα σκοπό, γεμάτος από εικόνες, ήσυχος, γιατί τώρα ξέρω τι είναι, από πού έρχεται αυτός ο ρυθμός κάθε βράδυ. Γιατί μου φαίνεται αυτό το ηλιοβασίλεμα τόσο ονειρικό, σχεδόν μυστικιστικό; Τι ήταν αυτό που μόλις είδα; Ξαφνικά καταλαβαίνω το λόγο. Δεν έμοιαζε με κανένα ρεπορτάζ νεανικού δελτίου ειδήσεων, ο φακός δεν ζούμαρε στην μπάρα, μικρόφωνα δεν ρώταγαν περνάτεεε καλαααά; Περνάμε τέεελεια, σφηνάκιααα, Μύκονοοος. Ήταν απλώς η πραγματικότητα. Αλήθεια είναι αυτό που θα δείξει η τηλεόραση. Ποια είναι η πραγματικότητα και ποια η ψευδαίσθηση; Η απάντηση εξαρτάται από το ποια εμπειρία είναι πιο ισχυρή και για όλο και περισσότερους ανθρώπους πιο ισχυρή είναι η προσομοίωση, βλέπουν μόνο τηλεόραση.

Μακρινά sms. Είμαι απέναντί σου, στην Κούβα, venceremos. Στη Φραγκφούρτη έχει -7°. Στο Καράκας μόλις σκοτεινιάζει βγαίνουν μαχαίρια, ηχοσυστήματα στα πορτμπαγκάζ αυτοκινήτων. Φιλιά από την ανοιξιάτικη Αθήνα σου. Στη Μόσχα -26°. Οι δικοί μου έχουν δραπετεύσει, στέλνουν σήματα, όλα καλά amor; Ποτέ δεν νιώθεις στ’ αλήθεια ποιοι είναι αυτοί που σε νοιάζονται, ωσότου έχουν πια χαθεί. Haagen-Dazs, seven-11, Hooters, Starbucks. Η διεθνής των συμβόλων παντού. Ουρά για έναν καφέ. Φεύγει απ’ το ταμείο, φοράει πράσινη στολή αμερικάνικη αλλά έχει μάτια μαύρα μεξικάνικα. Με αιφνιδιάζει, πώς σε λένε; Γράφει το όνομα σ’ ένα ποτήρι, φεύγει να φτιάξει την παραγγελία. Στο ποτήρι γράφει Fotch, έτσι ακούγεται το όνομά μου σ’ αυτή την άκρη του κόσμου; Με βλέπει που διαβάζω, γελάει, δεν σ’ έγραψα σωστά; Λέγε με όπως σ’ αρέσει, γλυκιά μου, ψιθυρίζω ελληνικά και πίνω τον τελευταίο καπουτσίνο, γιατί μετά ανακαλύπτω το καφέ Routa με σήμα το σήμα του αυτοκινητόδρομου και τέλεια εσπρέσο κον πάνα. Παίρνεις τον 307, την παραλιακή μέχρι να βρεις τον αυτοκινητόδρομο Mexico 180. Βόρεια φτάνεις στο Σιτζέν Ιτζά, στις αρχαίες πυραμίδες των Μάγιας. Άδειοι δρόμοι έρημοι, σαν κομμένοι με μαχαίρι στη ζούγκλα που πριν χίλια, χίλια πεντακόσια χρόνια σκέπασε κι εξαφάνισε αυτές τις αρχαίες πόλεις. Τώρα γύρω τους ένα τεράστιο παζάρι με είδη λαϊκής τέχνης σου κρύβει το μεγαλείο, δεν σ’ αφήνει να ταξιδέψεις πίσω στο χρόνο. Νότια, περνάς από το Τουλούμ, τους ναούς δίπλα στην αμμουδιά και συνεχίζεις όσο αντέχεις, νότια, συνεχώς νότια, στο Chetumal, την Μπελίζ, τη Νικαράγουα, το μεγάλο δρόμο που οδηγεί στην κεντρική Αμερική, στις καυτές χώρες. Το κόκκινο Σεβρολέτ έχει κάνει 200 χιλιάδες χιλιόμετρα, τρέμει, τρίζει, αναπηδάει χωρίς αναρτήσεις στα σαμαράκια, topes λέγονται, το μαθαίνεις οδυνηρά μέχρι να καταλάβεις τι σημαίνουν όλες αυτές οι ταμπέλες παντού, όμως εγώ νιώθω χαρούμενος, δεν κουράζομαι, δεν έχω ξαναοδηγήσει ποτέ σ’ έναν αυτοκινητόδρομο του Μεξικού, νιώθω χαρούμενος γιατί υπάρχει ακόμα για μένα μια «πρώτη φορά».

Ρύζι, φασόλια, γκουακαμόλε, σαλάτα κάκτου. Κάκτος, η σωτηρία της ερήμου, τρώγεται, γίνεται χαρτί, γίνεται ύφασμα, τεκίλα, μεσκάλ. Παραγγελίες ένα απ’ όλα στον κατάλογο, μέχρι να μάθεις τι είναι τι. Τίποτα δεν μοιάζει μ’ ό,τι ξέρεις. Ο Χοακίμ γελάει. Η αλήθεια είναι πως ό,τι ονομάζετε εσείς μεξικάνικο φαγητό στην Ευρώπη, δεν το τρώμε στο Μεξικό. Στην τηλεόραση σκηνές από κηδείες, στους δρόμους παντού τζιπάκια, αστυνομία με πολυβόλα, έλεγχοι. Ο πόλεμος με τις συμμορίες ναρκωτικών έχει στοιχίσει μέχρι τώρα 15.000 νεκρούς. Στο Mexico City τα σπίτια στις καλές γειτονιές μοιάζουν με ταινία, τεράστιοι φράκτες, φυλάκια, ιδιωτικοί στρατοί, αυτόματα. Συμβουλές, μην παίρνετε ταξί θα σας κλέψουν. Άμα σας κλέψουν μην πάτε στην αστυνομία, θα σας κλέψει. Πολύς πλούτος, πολλή φτώχεια. Είναι επικίνδυνα, Χοακίμ; Αν δεν ψάχνεις τα λάθος πράγματα δεν είναι. Τι ψάχνετε εσείς; Άμα την απαντήσουμε αυτή την ερώτηση στον εαυτό μας, Χοακίμ, θα σου πούμε και σένα.

Στο Παλένκο είναι η καλή συνοικία, Γκούτσι, Σανέλ, ο δρόμος με τις μάρκες. Ένας δρόμος. Στην Κοντέσα η μποέμ γειτονιά με τα εστιατόρια. Δυο-τρία τετράγωνα όλα-όλα. Η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου με μία από τις πλουσιότερες αστικές τάξεις του κόσμου. Αν συγκρίνεις το Mexico City με την Αθήνα δεν έχει καμία σχέση. Όμως αυτή η εκρηκτική, επικίνδυνη, τριτοκοσμική μεγαλούπολη είναι γεμάτη λεωφόρους, επιβλητικά δημόσια κτίρια, γεμάτη πάρκα, λίμνες, νερά, βάρκες, γεμάτη μουσεία μοντέρνα κατασκευασμένα από τους μεγαλύτερους αρχιτέκτονες, με παγκάκια - έργα τέχνης παντού. Στην τηλεόραση, στις ειδήσεις, ανάμεσα στις συμμορίες ναρκωτικών και το Αφγανιστάν, είδηση σε μεξικάνικο κανάλι η Ελλάδα. «Η Ελλάδα προσπαθεί να καθησυχάσει τις διεθνείς αγορές». Είναι φανερό.

Η Παρθένος της Γουαδελούπης εμφανίστηκε στον Χουάν Ντιέγκο, ένα νεαρό ινδιάνο, 500 χρόνια πριν. Του είπε να μαζέψει λουλούδια κι όταν άφησε τους κρίνους, στο πόντσο του υπήρχε η στάμπα της. Έτσι ξεκίνησαν όλα. Τα θαύματα είναι πιο ισχυρά από τα ξίφη των Ισπανών του Κορτέζ. Η μεξικάνικη εκδοχή της Σινδόνης του Τορίνου είναι τώρα σε μια τεράστια μοντέρνα εκκλησία στρογγυλή, που δεν μοιάζει και πολύ με ναό. Κάτω από την Εικόνα της μαύρης Παναγίας, δύο κυλιόμενοι διάδρομοι περνάνε τους πιστούς κοντά, ανφάς και προφίλ, για να δουν το μαγικό πόντσο. Έξω ιερείς ραντίζουν με λουλούδια τους πιστούς για να τους εξαγνίσουν. Λίγο πιο κάτω κάποιοι άλλοι ιερείς, ντυμένοι Αζτέκοι, ραντίζουν με ένα άλλο θυμιατό τους πιστούς για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Λίγο πιο κάτω, σ’ ένα παζάρι, όλα αυτά έχουν γίνει λαϊκή τέχνη, το απίθανο, το διάσημο μεξικάνικο ποπ κιτς. Πώς κατάφεραν και ανακύκλωσαν όλες τους τις ταυτότητες, όλες τις ιστορίες, σ’ αυτή τη χρηστική λαϊκή τέχνη είναι θαύμα. Πυραμίδες, θεοί των Μάγιας, Παναγίτσες καθολικές σκουρόχρωμες, η Φρίντα Κάλο και ο Ριβέρα, οι Λουτσαδόρες οι παλαιστές του μεξικάνικου κατς, οι σκελετοί της Ημέρας των νεκρών, οι μάσκες, ο Ζαπάτα κι ο Πάντσο Βίλα, γίνονται κεραμεικά, καθρέφτες, πιατέλες με εκτυφλωτικά χρώματα.

Έλα, φίλε, amigo, σενιόρ, καμπαλέρο, για τη γυναίκα σου, τη δεύτερη γυναίκα σου, τη γραμματέα σου σενιόρ, γελάω, σιγά-σιγά κάπου θα με βρεις του λέω, παραδίδομαι, αγοράζω σομπρέρο-τασάκια και αητούς-αναπτήρες, βράδυ στην Αβενίδα Κιντά, Πλάγια ντελ Κάρμεν, Νότιο Μεξικό, μπερδεύοντας δολάρια και πέσος. Τρώω στη “Fat Tuesday”, φαγητό Νέας Ορλεάνης στο Cozumel κοιτάζοντας στη γωνία μήπως εμφανιστεί ο Κάπτεν Μόργκαν, ο Ζαν Λαφίτ, έστω ο Τζόνι Ντεπ. Μαριάτσι παίζουν πάνω απ’ τα τραπέζια, Λα Κουκαράτσα, τουρίστριες τραβάνε τη σκηνή με κάμερες για να ξαναζήσουν τη βραδιά στην τηλεόραση, στο Ντιτρόιτ. Μια Αμερικάνα μοιράζει εικοσάρικα πέσος στο προσωπικό, και του χρόνου, έχει αρχίζει να κάνει ψύχρα. Στο ράστα μπαρ με τις μαργαρίτες δεν έχει σήμερα live, στη ντόπια καντίνα δεν έχει μαργαρίτες, μόνο σερβέζας, σενιόρ. Δεν πήγα στην Isla Mujeres, το νησί των γυναικών που λάτρευαν τη Σελήνη, κάποτε όμως θα πάω, ξέρω πως θα μ’  αρέσει.

Στο αεροδρόμιο 5 η ώρα τη νύχτα τα πουλιά χιλιάδες, μαύρα, πετάνε με έναν απειλητικό θόρυβο, υγρασία, ξαφνικά χαράζει, σιωπούν αμέσως, σιγή. Fasten seat belts. 

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ