Πολιτικη & Οικονομια

Occupy Wall Street

Ένα χρόνο αργότερα

1899-101578.jpeg
Βασίλης Σωτηρόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 405
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
26236-57886.jpg

Στην αρχή κάθε χρονιάς πολλοί βάζουν στόχους που θέλουν να πετύχουν τους επόμενους 12 μήνες. Άλλοι να γυμνάζονται περισσότερο, άλλοι να μάθουν μια καινούργια γλώσσα… Ο Ντέιβιντ Γκράμπερ, στο χρόνο που πέρασε, είχε ένα βασικό στόχο: να ξεκινήσει μια παγκόσμια επανάσταση. Και όλος περιέργως το κατάφερε, αποτελώντας τον ουσιαστικό «αντι-ηγέτη», όπως θέλει να χαρακτηρίζεται, του Occupy Wall Street, που μέσα σε μερικές εβδομάδες επεκτάθηκε από τη Νέα Υόρκη σε 900 καταλήψεις σε ολόκληρο τον κόσμο.

Ο Γκράμπερ μάς άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του σε μια εργατική πολυκατοικία στο Τσέλσι της Νέας Υόρκης ένα απόγευμα, μετά την επιστροφή του από μια ακόμη φοιτητική διαδήλωση στο Μανχάταν. Ο Γκράμπερ είναι 50 χρονών και έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους ανθρωπολόγους της γενιάς του. Είναι μικρόσωμος και νευρικός, με χλωμό, σχεδόν παιδικό πρόσωπο και μικρά έξυπνα μπλε μάτια που κοιτάζουν στο πάτωμα κάθε φορά που απαντά στις ερωτήσεις μας. Κι όμως, παρά τη σχεδόν «αθώα» εμφάνισή του, κατάφερε να φύγει σχεδόν διωγμένος για τις αιρετικές ιδέες του από καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale, αλλά και να βρεθεί στον οργανωτικό πυρήνα μερικών από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις των τελευταίων 10 χρόνων: από το Κεμπέκ στη Γένοβα το 2001, αλλά και στις φοιτητικές διαδηλώσεις του Λονδίνου πέρυσι το καλοκαίρι.

Για αυτόν οι διαδηλώσεις είναι δεύτερη φύση του, με πρώτη –όπως λεει– την αναρχία. Τα δεκάδες βιβλία του για τη θεωρία και την πράξη της αναρχίας δίνουν μια διαφορετική έννοια από αυτήν που τα μέσα συνήθως δίνουν στην Ελλάδα. Για τον Γκράμπερ αναρχία σημαίνει να έχουν όλοι ισότιμο λόγο στη διαχείριση των συλλογικών υποθέσεων – κάτι σαν άμεση δημοκρατία, χωρίς παρεκτροπές. «Προσωπικά δεν μου αρέσει καθόλου η ιδέα της βίας, να τραυματίζω άλλους ανθρώπους. Πόσο μάλιστα να μου το κάνουν εμένα» λέει και γελάει με ένα υπόκωφο γέλιο. Μιλάει γρήγορα και όταν τελειώνει μια σκέψη του σηκώνει τα φρύδια, σαν να τρομάζει από τις ίδιες του τις ιδέες. «Νομίζω ότι είναι δυνατόν να υπάρξει μία επανάσταση στην οποία οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να επιτίθενται ο ένας στον άλλον».

Το καλοκαίρι του 2011 ο Γκράμπερ πήρε άδεια από το πανεπιστήμιο Goldsmiths στο Λονδίνο, όπου διδάσκει, και αποφάσισε να γυρίσει στη γενέτειρά του, τη Νέα Υόρκη. Στις συναντήσεις του με παλιούς και νέους φίλους το θέμα συζήτησης είναι ένα: τα γεγονότα της Αιγύπτου, της Ισπανίας και της Ελλάδας, αλλά και πώς θα μπορούσαν και οι ίδιοι να οργανώσουν κάτι ανάλογο στην Αμερική. Ο Γκράμπερ και οι άλλοι ακτιβιστές γνωρίζουν ότι αυτό που ενώνει τους Αμερικανούς με τους ανθρώπους που είχαν βγει στις πλατείες της Αθήνας, της Μαδρίτης και αλλού είναι ένα πολύ δυνατό συναίσθημα, αυτό της αγανάκτησης. Αγανάκτηση για ό,τι βλέπουν να συμβαίνει γύρω τους: την οικονομική ανισότητα, τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος και την απληστία των τραπεζών που οδήγησε στην οικονομική κρίση μεταξύ άλλων. Αυτό όμως που φαίνεται να αγανακτεί περισσότερο τον Γκράμπερ είναι ότι «η Αμερική δεν μπορεί να θεωρείται δημοκρατική χώρα. Γιατί και τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν εξαγοραστεί από τα μεγάλα συμφέροντα.

Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα το να δώσεις στους πολιτικούς χρήματα για να επηρεάσεις την ψήφο τους θεωρείται δωροδοκία και διαφθορά. Εδώ είναι τελείως νόμιμο, λέγεται “λόμπι”. Είναι σκανδαλώδες, οι ίδιες οι τράπεζες γράφουν τους κανονισμούς τους και πληρώνουν τους πολιτικούς για να τους κάνουν νόμους». Μαζί με τον Γκράμπερ, στην αρχική ομάδα των ακτιβιστών που ψάχνουν να δώσουν φωνή σε αυτή την αγανάκτηση βρίσκεται και μια Ελληνίδα. Η 32χρονη Γεωργία Σαγρή είναι γνωστή στους καλλιτεχνικούς κύκλους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ως μια εικαστικός που δεν περνά απαρατήρητη. Με βραβεία για τη δουλειά της από μικρή ηλικία, η Σαγρή πάντοτε καυτηρίαζε τρέχοντα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα με άλλοτε πρωτότυπους και άλλοτε επιθετικούς τρόπους. Το 1999 είχε τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας στην Ελλάδα, όταν στην επέτειο του Πολυτεχνείου αποφάσισε να τυλίξει το σώμα της με γάζες και να κλειστεί επί τρεις ώρες σ’ ένα κουτί από πλέξιγκλας στην Πατησίων.

Σήμερα, η Σαγρή ζει στη Νέα Υόρκη. Το ραντεβού μας δόθηκε στο πάρκο των αγανακτισμένων της Wall Street, στο διάσημο πια πάρκο Ζουκότι, μερικούς μήνες από τη στιγμή που ξεκίνησαν όλα. Εκείνη την ημέρα καθίσαμε στα καθαρισμένα –πια– γρανιτένια παγκάκια του πάρκου και δύσκολα θα υποπτευόταν κανείς ότι εδώ, στο περιτριγυρισμένο με οδοφράγματα πάρκο, όπου δεν υπάρχει ούτε ένα σύνθημα από γκράφιτι ή μια σπασμένη πλάκα –σε αντίθεση με το Σύνταγμα–, ένα παγκόσμιο κίνημα έκανε την πρεμιέρα του. Καθισμένοι στο πάρκο, η Γεωργία Σαγρή μάς βοηθάει να φανταστούμε πώς ξεκίνησε η οργάνωση του Occupy Wall Street: «Σε αυτές τις συζητήσεις που γινόντουσαν με τους άλλους ακτιβιστές στις αρχές του καλοκαιριού κάποιος ανέφερε ότι 2 Αυγούστου θα γίνει στη Νέα Υόρκη μία γενική συνέλευση» μας λέει η Σαγρή, μιλώντας για την ημερομηνία από την οποία ξεκίνησαν όλα. Ο 50χρονος καθηγητής και η Ελληνίδα πηγαίνουν στη γενική συνέλευση – όπως αποκαλούν οι ακτιβιστές τις ανοιχτές συζητήσεις χωρίς μικρόφωνα και επίσημους ομιλητές. Γρήγορα, όμως, καταλαβαίνουν ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια κλασική πολιτική ομιλία για τα νέα οικονομικά μέτρα της αμερικανικής κυβέρνησης.

Μπροστά στο θέαμα αυτό, η Σαγρή και ο Γκράμπερ λένε ότι ένιωσαν θλίψη και απογοητευμένοι που μία ακόμη ευκαιρία αποδεικνύονταν «μια από τα ίδια». «Άρχισα να χτυπώ ανθρώπους στον ώμο που φαινόντουσαν απογοητευμένοι σαν κι εμάς» λέει ο Γκράμπερ, ρωτώντας τους συγκεντρωμένους έναν-έναν αν θα συμμετείχαν «σε μία πραγματική γενική συνέλευση». Η Σαγρή, που δύσκολα μπορεί να κρύψει το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο, αρπάζει το μικρόφωνο και καλεί τους συγκεντρωμένους να πάνε σε ένα άλλο σημείο του πάρκου για να ξεκινήσουν μια πραγματική γενική συνέλευση. Τότε, λέει ο Γκράμπερ, «όλοι έφυγαν από εκείνη τη συγκέντρωση και ήρθαν στη δική μας. Αυτή ήταν η πραγματική γέννηση του κινήματος, αν θέλει να πει κάποιος από πού ξεκίνησαν όλα». Εκείνη την ημέρα του Αυγούστου, δύο μήνες πριν από την κατάληψη που θα γίνει παγκόσμιο θέμα συζήτησης, ο Γκράμπερ, η Σαγρή και οι υπόλοιποι συγκεντρωμένοι, άθελά τους σχεδόν, θα κάνουν το πρώτο βήμα για ένα κίνημα που πρόκειται να εμπνεύσει –μήνες αργότερα– καταλήψεις σε ολόκληρο τον κόσμο.

Για τη Σαγρή το σημαντικότερο «ήταν να δημιουργηθεί ένα αίσθημα πολιτικής υποχρέωσης των Αμερικανών που θεωρούν τους εαυτούς τους ότι είναι ξεχασμένοι. Είναι πάρα πολύς ο κόσμος που πεινάει, που είναι στους δρόμους, είναι πάρα πολύς ο κόσμος που θεωρεί τους εαυτούς τους μη μετέχοντες» μας λέει.

Οι ακτιβιστές του Αυγούστου, που βάζουν έναν πολύ φιλόδοξο στόχο για μια κατάληψη στη Wall Street μέσα σε λίγες εβδομάδες, παίρνουν στην πρώτη συνάντηση τις πιο σημαντικές αποφάσεις. Για αυτό το νέο κίνημα όλα τα βήματα θα αποφασίζονται ομόφωνα από γενικές συνελεύσεις, δεν θα υπάρχει κάποια ηγετική φιγούρα, ενώ σε καμία περίπτωση δεν θα χρησιμοποιηθεί βία.

Ακολουθεί μια ατέλειωτη σειρά συναντήσεων μέσα στον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, άλλοτε σε διάφορα πάρκα της Νέας Υόρκης, άλλοτε στα διαμερίσματα των ακτιβιστών και άλλοτε στο ίντερνετ. Ο στόχος είναι να πετύχει το κάλεσμα της 17ης Σεπτέμβρη για μια κατάληψη στη Wall Street.

Ο Γκράμπερ, με βαθιά εμπειρία στην οργάνωση τέτοιων κινήσεων, πιάνει αμέσως δουλειά και αρχίζει να οργανώνει σημεία του αγώνα που στη συνέχεια θα φανούν χρήσιμα: σεμινάρια νομικής βοήθειας, ιατρικής βοήθειας, ακόμα και μαθήματα για μη βίαιη αντίσταση.

Πολύ σημαντικό, όμως, ήταν και να βρεθεί ένα σύνθημα το οποίο θα εξέφραζε με έξυπνο τρόπο την αγανάκτηση των ακτιβιστών απέναντι στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Μια μέρα, Γκράμπερ και Σαγρή, ετοιμάζουν μπροστά στο λάπτοπ της δεύτερης ένα φυλλάδιο που καλεί διαδηλωτές από όλη τη Νέα Υόρκη να βρεθούν στις 17 Σεπτεμβρίου στη Wall Street. «O Ντέιβ πέταξε την ιδέα ενός άρθρου που έλεγε για το 1%» μας λέει η Σαγρή. «Όλοι μιλάνε για το 1% του πληθυσμού που έχει στην κατοχή του όλο τον πλούτο» συμπληρώνει ο Γκράμπερ. «Όλος ο πλούτος των τελευταίων 20-30 ετών έχει πάει στο 1%, ενώ οι μισθοί έχουν συρρικνωθεί για όλους τους υπόλοιπους. Πειραματιζόμασταν με αυτή την έννοια και απλά προέκυψε» λέει ο Γκράμπερ, που με δυσκολία παραδέχεται ότι η φράση που θα κάνει τους αγανακτισμένους της Νέας Υόρκης διάσημους σε ολόκληρο τον κόσμο, το «είμαστε το 99%», είναι έμπνευση δική του και της Σαγρή. «Έβγαζε νόημα, αν οι άλλοι ήταν το 1%, αλλά αυτό γράψαμε στο πρώτο μας φυλλάδιο και από εκεί διαδόθηκε».

Ο Γκράμπερ δεν μπορεί να κρύψει την υπερηφάνειά του για αυτή τη «χρυσή» φράση που έκανε το γύρο του κόσμου και στη συνάντησή μας χαμογελώντας αναφωνεί: «Απίστευτο! Εμείς, μία ανοργάνωτη ομάδα αναρχικών, κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, σκεφτήκαμε το καλύτερο σλόγκαν όλων των εποχών».

Η προετοιμασία του Occupy Wall Street δεν είναι όμως μόνο φτιαγμένη από δημιουργικές στιγμές και ανεμελιά, όπως εξηγούν οι δύο ακτιβιστές. Ο Γκράμπερ μάς εκμυστηρεύεται ότι οι φόβοι του ήταν εξίσου δυνατοί. Όσο πλησίαζε η 17η Σεπτεμβρίου τόσο μεγάλωνε και το άγχος του. «Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να καταλήξουμε όλοι δαρμένοι και στη φυλακή» εξηγεί. «Όλοι οι νέοι να χάσουν το κουράγιο τους και κανένας να μη μάθαινε ποτέ τίποτα (για αυτό το κίνημα)». Η συγκινητική προσέλευση και οι δύο μήνες που ακολούθησαν, με το πάρκο Ζουκότι γεμάτο και τα Μέσα όλου του κόσμου να μιλούν για το Occupy Wall Street, τον διέψευσαν. Σήμερα ούτε ο ίδιος δεν είναι σίγουρος πώς συνέβη αυτό. «Ήταν σαν μια χορδή που περίμενε κάποιος να την τραβήξει», εξηγεί, «και αφού τραβήχτηκε, ακούστηκε σε όλη την Αμερική και σχεδόν στιγμιαία παντού».

Και επειδή ακούστηκε τόσο δυνατά, δεν άργησαν και οι φωνές που το έβλεπαν με κριτική ματιά. Τo Occupy Wall Street είναι πολύ αόριστο, δεν έχει μία ηγετική φιγούρα, δεν έχει συγκεκριμένα αιτήματα, λένε πολλοί. Όμως για τον Γκράμπερ αυτή η κριτική είναι πολύ επιφανειακή. «Αν κοιτάξει κάνεις πίσω στην ιστορία, τα κινήματα έτσι πετυχαίνανε την αλλαγή. Άνθρωποι με συγκεκριμένες προτάσεις και λύσεις υπάρχουν ήδη. Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν τους ακούει. Αν εμείς καταφέρουμε να τους δώσουμε φωνή, θα αλλάξουμε τον πολιτικό διάλογο».

Για τον Γκράμπερ, όμως, το σημαντικότερο επίτευγμα του Occupy Wall Street ήταν ότι οι Αμερικάνοι ήρθαν σε πραγματική επαφή με την έννοια της άμεσης δημοκρατίας για πρώτη φορά. «Ενώ πιστεύουμε ότι είμαστε η χώρα της ελευθερίας και της δημοκρατίας, πόσοι Αμερικάνοι έχουν κάτσει με μια ομάδα ανθρώπων να πάρουν δημοκρατικά μια απόφαση; Σχεδόν κανένας. Ίσως μόνο όταν παραγγέλνουμε πίτσα ή κάτι παρόμοιο, αλλά αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει. Οι άνθρωποι έχουν πάρει μια γεύση τού τι σημαίνει η πραγματική δημοκρατία και αυτή η εμπειρία τούς έχει αλλάξει ολοκληρωτικά. Τι σημαίνει αυτό μακροπρόθεσμα; Δεν το ξέρουμε ακόμα, αλλά αλλάζει τον τρόπο που βλέπει ο κόσμος την πολιτική».

Η αλλαγή, όμως, έφτασε πέρα από την αμερικανική μεγαλούπολη. Μήνες μετά τις διαδηλώσεις στο πάρκο Ζουκότι, η Νέα Υόρκη –ίσως για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια– καθημερινά κατακλύζεται από διαδηλώσεις. Ακόμη και οι πρόσκαιρες κριτικές για το Occupy Wall Street στις μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες σιγά-σιγά υποχωρούν. Σήμερα, όλοι ξέρουν πως αυτό που ξεκίνησαν ο Γκράμπερ και η Σαγρή μπορεί να μην είναι μια παγκόσμια επανάσταση, αλλά κατάφερε να αλλάξει την παγκόσμια συζήτηση για την οικονομική κρίση. Από τους αριθμούς, τα ελλείμματα και τις στατιστικές οι άνθρωποι στην Αμερική και την Ευρώπη μιλούν περισσότερο για την κοινωνική και οικονομική ανισότητα, τη διαφθορά και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο πολιτικό σύστημα. Το αν το Occupy Wall Street εξελιχθεί σε παγκόσμιο κίνημα, ο χρόνος θα το δείξει. Tο αναμμένο σπίρτο, όμως, σε ένα κομμάτι ξύλο που είχε από καιρό στεγνώσει, έχει πια πέσει…


Οι συνεντεύξεις είναι μέρος ενός εκτενούς ρεπορτάζ για το Occupy wall Street που προβλήθηκε στην εκπομπή Νέοι Φάκελοι, στον ΣΚΑΙ. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ