Πολιτικη & Οικονομια

Να ονειρευτούμε με τα μάτια ορθάνοιχτα!

27008-103905.jpg
Δημήτρης Σκάλκος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
21403-52114.jpg

Στις επερχόμενες εκλογές οι Έλληνες πολίτες καλούνται να επιλέξουν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στις Συμπληγάδες της άρνησης και της παραίτησης.

Στη μία πλευρά ορθώνεται, σχεδόν απροσπέλαστο, το τείχος της άρνησης. Η προφανής αδυναμία μας να αντιληφθούμε ότι η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει επώδυνες θυσίες από όλους μας. Η απροθυμία μας να αποδεχτούμε την ομολογουμένως άβολη αλλαγή του τρόπου ζωής των καιρών της ψεύτικης αφθονίας. Και βέβαια, είμαστε πρόθυμοι να αναζητήσουμε και να υιοθετήσουμε, περισσότερο ή λιγότερο ευφάνταστες, προτάσεις που θα μας επιτρέψουν να αποφύγουμε το επώδυνο κόστος της οικονομικής και κοινωνικής προσαρμογής. Από το οπορτουνιστικό και ριψοκίνδυνο επιχείρημα της «Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν θα μας αφήσει να πτωχεύσουμε», μέχρι την επιστροφή στη δραχμή, και από τις γερμανικές αποζημιώσεις μέχρι την εκμετάλλευση των...πλούσιων κοιτασμάτων πετρελαίου της χώρας.

Στην άλλη πλευρά, μικρότερο αλλά εξίσου επιβλητικό, ορθώνεται το τείχος της παραίτησης. Η (εσφαλμένη) αποδοχή της άποψης πως δεν ορίζουμε πια τις τύχες μας, πως είμαστε έρμαια στις διαθέσεις των διεθνών αγορών, των ευρωπαίων δανειστών, του αναποτελεσματικού κράτους. Και ο (αχρείαστος) συμβιβασμός με τις αναποτελεσματικές φορολογικές επιβαρύνσεις, τις άδικες οριζόντιες περικοπές, την καθημερινή οικονομική και κοινωνική ανασφάλεια.

Δυστυχώς λίγες βδομάδες πριν τις εκλογές, αντίστοιχα τοποθετούνται σχεδόν όλες οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου. Από τη μια μεριά, παρακολουθούμε τις δυνάμεις ενός αριστερόστροφου και δεξιόστροφου εθνολαϊκισμού, τους θιασώτες της προκλητικής ανευθυνότητας, «να παίζουν τα πολιτικά ρέστα τους» στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Στο τέρμα αυτής της επικίνδυνης διαδρομής βρίσκεται όμως η κατάρρευση της πολιτικής και οικονομικής τάξης. Μία κατάρρευση που θα κάνει ευτυχισμένους μόνον όσους επιθυμούν να μην αλλάξει τίποτε. Από τις παρασιτικές και προσοδοθηρικές συντεχνίες που ανθίστανται σε κάθε προσπαθεια μεταρρύθμισης, μέχρι τους «πρωταθλητές» της παραοικονομίας που ετοιμάζονται για ακόμη μια λεηλασία του εθνικού πλούτου.

Από την άλλη μεριά, τοποθετούνται εκείνοι οι πολιτικοί που κουνούν επιδεικτικά το δάκτυλο στους πολίτες, ζητώντας τους σχεδόν να αυτομαστιγωθούν συλλογικά για τις πράξεις και τις παραλείψεις των τελευταίων τριάντα επτά ετών. Λες και δεν αποτελούσαν (το πλέον προβεβλημένο) κομμάτι του συστήματος που σήμερα καταγγέλουν. Δυστυχώς, ιδεολογική αλαζονεία, πνευματική οκνηρία ή (ακόμη και) κοινωνική αδιαφορία συναντάται ακόμη και στους κόλπους των υποστηρικτών των μεταρρυθμίσεων, αποτρέποντας τους από το να αντιληφθούν ότι το «πώς» των μεταρρυθμίσεων είναι εξίσου σημαντικό με το περιεχόμενο τους. Αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στον πραγματικό πολιτικό που διαλέγεται με την κοινωνία και τον τεχνοκράτη που αντιλαμβάνεται την πολιτική ως πείραμα σε συνθήκες κοινωνικού εργαστηρίου. Ο δογματισμός του δεύτερου συχνά αδυνατίζει την κοινωνική υποστήριξη για τις μεταρρυθμίσεις.

Από κοντά τους και ένα πλήθος νεόκοπων διανοητών, συντάκτες καταγγελτικών επιφυλλίδων αφ’ υψηλού κριτικής, οι οποίοι χορεύουν στα χαλάσματα του πολιτικού μας συστήματος. Άραγε, πού βρίσκονταν όλοι αυτοί καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, όταν φυτεύονταν οι σπόροι της σημερινής κατάρρευσης;

Υπάρχει, λοιπόν, τρίτος δρόμος, μια διέξοδος από τις Συμπληγάδες της άρνησης και της παραίτησης; Σε κάθε περίπτωση, είμαστε υποχρεωμένοι να τον αναζητήσουμε στην κατεύθυνση ενός φιλελεύθερου πραγματισμού που θα συνδυάσει τις απαιτήσεις της οικονομική ανάπτυξης με τις αναγκαιότητες της κοινωνικής αλληλεγγύης και τους συσχετισμούς της πολιτικής ισχύος. Άξονες του προτεινόμενου φιλελεύθερου πραγματισμού πρέπει να είναι:

  • η ενδυνάμωση της κοινωνικής διάστασης του μεταρρυθμιστικού προγράμματος, μέσα από στοχευμένες παρεμβάσεις που θα διαμορφώσουν το αναγκαίο «δίχτυ ασφαλείας» και θα διασφαλίσουν την ήδη δοκιμαζόμενη κοινωνική συνοχή, και
  • η επιδίωξη της οικοδόμησης της ευρύτερης δυνατής κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, μέσω προγραμματικών συγκλίσεων και κοινοβουλευτικών συνεργασιών.

Ως προς τον πρώτο άξονα, το αναγκαίο «δημοσιονομικό περιθώριο» είναι εφικτό. Γνωρίζουμε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή μέσω μείωσης δημοσίων δαπανών είναι αποτελεσματικότερη από την αύξηση της φορολογίας. Ας κάνουμε επιτέλους ουσιαστική τη συζήτηση για τα «ισοδύναμα».

Για τις πολιτικές του δεύτερου άξονα έχουμε περισσότερες επιφυλάξεις καθώς, η ελληνική κοινωνία παραμένει κατακερματισμένη και το πολιτικό προσωπικό ολόκληρου του πολιτικού φάσματος αποδεικνύεται, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, κατώτερο των περιστάσεων.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκεται αναμφίβολα για εξαιρετικά δύσκολο πολιτικό εγχείρημα καθώς ο πολιτικός χρόνος μας πιέζει ασφυκτικά. Κυρίως όμως γιατί το πολιτικό προσωπικό μας αδυνατεί να παράξει πολιτική αφού ήταν μαθημένο στις βεβαιότητες του παρελθόντος, κύρια στις ανέξοδες ασκήσεις μικροπολιτικής (ανα)διανομής της επίπλαστης ευμάρειας. Ωστόσο, αν ο συντηρητικός θέλει βεβαιότητες, ο μεταρρυθμιστής χρειάζεται ιδανικά. Και ο μονόδρομος της ανάταξης της ελληνικής οικονομίας περνά μέσα από τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής «αφήγησης», χωρίς όμως να αγνοούμε τους περιορισμούς της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, για να θυμηθούμε τον ιταλό στοχαστή Αντόνιο Γκράμσι, να ονειρευτούμε αλλά με τα μάτια ορθάνοιχτα!


*Ο Δημήτρης Σκάλκος είναι πολιτικός επιστήμονας-διεθνολόγος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ