Πολιτικη & Οικονομια

Γιούρο στην πλατεία Άιδελστραετι

Υπάρχει κανά γονίδιο που σε κρατάει δεμένο με το τώρα όσο κι αν κοπανιέσαι να αρπαχτείς από το παρελθόν;

88774-199485.jpg
Ρούλα Γεωργακοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
131775-299429.jpg

Tα ταξίδια δεν μου κρατάνε πολύ. Ίσαμε το δεύτερο πλυντήριο, λίγο πριν να στεγνώσει το πρώτο. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι το κίνητρο. Γιατί να πάω εκεί και όχι αλλού αφού κατά βάθος, το ξέρω, ότι παντού κυνηγάω την ουρά μου; Η φυγή δεν είναι το φόρτε μου, η περίπτωση όμως της Ισλανδίας μου’χε μείνει απωθημένο από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών της Αθήνας, αν θυμάστε. Γιατί δεν λειτούργησε τελευταία στιγμή η ανυψωτική πλατφόρμα που μας είχε υποσχεθεί ο Δημήτρης Παπαϊωάννου; Γιατί, γιατί, γιατί δεν είδα την Μπγιορκ (Πιερκ, για τους συμπατριώτες της) να σηκώνεται είκοσι μέτρα από τη γη και να κουκουλώνει με τη φούστα της ολόκληρο το στάδιο τραγουδώντας το «Oceania»; Ευτυχώς που λίγα χρόνια πρωτύτερα είχε προλάβει να την τυφλώσει αυτός ο σκατόψυχος ο Λαρς Φον Τρίερ αλλά και στο σκοτάδι η χασούρα φαίνεται, ή μάλλον ψηλαφείται.

Όπως και να ’χει, επανορθώνοντας μετά μανίας, το μόνο σίγουρο είναι ότι τελικά θ’ ανοίξεις κι άλλες τρύπες στο φουστάνι σου. Στο Χάρπα έπαιζαν οι Stomp (αυτή μάστιγα) και στα μπαράκια άκουγες κάτι νεοβίκινγκς μεταλλάδες να βαράνε αλύπητα τον ήλιο του μεσονυχτίου. Τόσες μέρες στο Ρέικιαβικ και στη νοτιοδυτική ακτογραμμή της Ισλανδίας, δεν πήρα καμία απάντηση για την τραπεζική κρίση ούτε άκουσα τίποτα για την Μπγιορκ. Οι Ισλανδοί δεν μιλάνε στους ξένους για κανένα από τα δύο σύγχρονα επιτεύγματά τους, όπως θα το έκανε άλλωστε και ο κάθε καλοαναθρεμμένος άνθρωπος. Το κατάλαβα στο δισκάδικο «12 tonar», που έκανε την πρώτη παραγωγή των Sigur Rós, μια τρύπα σε παράδρομο του κέντρου της πόλης, όπου μπήκα από περιέργεια και βγήκα με καμιά δεκαριά σιντάκια, συστημένα όλα από τον μαγαζάτορα σαν τους νέους Sugarcubes, τους νέους Múm και πάει λέγοντας.

Το καταναλωτικό κομμάτι του εαυτού μου όμως δεν είχε πάρει ακόμα καμία ικανοποίηση. Έστω. Θα ψωνίσω εθνικισμό σκέφτηκα, κι έτσι, στον πρώτο αγώνα του Γιούρο μεταξύ Ισλανδίας και Πορτογαλίας, στήθηκα από νωρίς μπροστά στη γιγαντοοθόνη στην πλατεία Άιδελστραετι (μικρότερη από το δικό μας Βρυσάκι) να κόψω κίνηση, να δω νέους γέρους και παιδιά, γυναίκες δίχως άντρες, να καταφθάνουν με ταμπούρλα, σημαίες, ποδοσφαιρικά μακιγιάζ, μπύρες, προβιές και κέρατα.

Εδώ σας έχω, είπα μέσα μου, μέχρι που φάγανε το πρώτο γκολ. Και τότε, ο ακριβώς μπροστινός μου, ένας μελαψός τουρίστας σαν τη μύγα μες στο γάλα, έβγαλε και κούνησε μέσα στη λαοθάλασσα των ξανθών τη σημαία της Πορτογαλίας. Ένα τοπικό τηλεοπτικό συνεργείο τον εντόπισε και του πήρε αμέσως δηλώσεις, αυτός ξεθάρρεψε κι έβαλε τη σημαία του μπέρτα, κανείς όμως από το πλήθος των Ρεϊκιαβιτών δεν έδειξε να χαλάει τη ζαχαρένια του. Συνέχισαν να χειροκροτούν την κάθε απόκρουση του τερματοφύλακά τους μέχρι που πέτυχαν ισοπαλία και την πανηγύρισαν, φίλε μου, σα να ’χανε κερδίσει το Μουντιάλ.

Υπάρχει κανά ειδικό γονίδιο που σε κρατάει δεμένο με το τώρα όσο κι αν κοπανιέσαι να αρπαχτείς από το παρελθόν; Το έψαξα σε παιχνιδιάρικα γκέιζερ, σε λιβιδινικά ηφαίστεια και σε σαματατζήδες καταρράχτες. Νομίζω ότι το βρήκα στον παγετώνα Σόλεϊμαγιοκουλ. Ένα μαμούθ, ένας δεινόσαυρος που βογκάει, που τήκεται και κλαίει. Μια γεωλογική ανάμνηση που έγινε αξιοθέατο και τουριστικός προορισμός. Τουρίστες στη μέσα μας τήξη και το στέρεο να χάνει σιγά-σιγά το σχήμα και την ισχύ του.  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ