Πολιτικη & Οικονομια

Οι δρόμοι του μεταξιού είναι πονηροί

«Για ποιόν χτυπά η καμπάνα»

88774-199485.jpg
Ρούλα Γεωργακοπούλου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
125510-281813.jpg

Ο πατέρας μου, μύρο το κύμα που τον τύλιξε, δεν ήθελε να του βγούμε βουτυρόπαιδα της πόλης. Προς τούτο μας ξαπόστελνε συχνά στο χωριό να ανοίξουμε τα μάτια μας κι όταν γυρίζαμε μας εξέταζε σε θέματα καλλιέργειας, συγκομιδής και κτηνοτροφίας. Εκτός από την μια μου αδερφή που επέμενε ότι η κότα έχει τέσσερα πόδια, οι άλλες δυο όλο και κάτι μάθαμε από αυτήν την αναγκαστική υπαίθρια διαβίωση. Εγώ πώς απλώνουνε τα σύκα στις καλαμωτές και πώς με το πρώτο συννεφάκι τρέχουν να καλύψουν τη σοδειά με μουσαμάδες, κι η άλλη τα άπαντα του Άλκη Τροπαιάτη, το Hatter’s castle του Κρόνιν, τα Άγουρα και τα Ώριμα χρόνια του ιδίου καθώς και μια συντομευμένη εκδοχή της Τζέην Ωστεν, η οποία αργότερα εμέλλετο να της σημαδέψει ανεξίτηλα τα λογοτεχνικά της γούστα.

Τω καιρώ εκείνω, στην νοτιότατη εσχατιά του Μωρέως, και συγκεκριμένα στην Καλαμάτα, υπήρχαν περισσότερες μουριές απ’ ο,τι σήμερα αροκάριες, φοινικιές, γκοτζιμπεριές και εκνευριστικοί καλλιστήμονες. Για να μην τα πολυλογούμε, οι μεταξοσκώληκες έβρισκαν άφθονη τροφή στις μουριές και δεν είχαν ανάγκη από τον Τσίπρα να «καταστήσει το δρόμο του Μεταξιού συντομότερο», μέσω ΤΑΙΠΕΔ, Cosco και ΟΛΠ.

Η εν λόγω επενδυτική συμφωνία γινόταν άλλωστε σπίτι μου, στα ράφια της βιβλιοθήκης, μπροστά στα έκπληκτα παιδικά μου μάτια. Εκεί είχε εγκαταστήσει ο πατέρας μας, για λόγους εκπαιδευτικούς, μια αυτοσχέδια μονάδα σηροτροφίας, στρωμένη με εφημερίδες, φύλλα μουριάς κι απάνω καμιά εικοσαριά ασπρουδερά σκουλήκια να μασουλίζουν νυχθημερόν κι ύστερα να τυλίγονται με το σάλιο τους και να αυτοεγκλωβίζονται στο λεγόμενο κουκούλι, ίσαμε το αράπικο φυστίκι, κατά τι μεγαλύτερο.

Μετά, μας εξηγούσε τα μυστήρια της φύσης και τις μεταμορφώσεις του μεταξοσκώληκος αλλά εγώ εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να διαβάζω τα μεσημέρια Χεμινγουέη και συγκεκριμένα το «Ο γέρος και η θάλασσα» και, μολονότι δεν καταλάβαινα Χριστό, κάτι παράξενο άρχισε να διαταράσσει την συγκέντρωσή μου.

Μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου και στα μάτια του Σπένσερ Τρέισυ -φωτογραφίες του οποίου κοσμούσαν το βιβλίο μου- γινόταν της ανωμαλίας. Κάτι πεταλουδάκια αλλοσούσουμα είχαν βγει από τα κουκούλια κι είχαν κολλήσει το ένα με τα’ άλλο, σε όλους τους δυνατούς σχηματισμούς, ανά δυο, ανά τρία, ανά τέσσερα, τρενάκι, μπαλάκι, σίγμα τελικό και ζουζούνιζαν φτεροκοπώντας σαν δαιμονισμένα. Όπως ίσως καταλάβατε, αυτό ήταν το πρώτο και το τελευταίο όργιο στο οποίο συμμετείχα, εκούσα – άκουσα.

Σηκώθηκα, ξεκόλλησα μετ’ επιμελείας τα πεταλουδάκια το ένα από το άλλο, σίγουρη ότι τα έσωζα από βέβαιο θάνατο κι ύστερα ανακοίνωσα το κατόρθωμά μου στον εμβρόντητο πατέρα μου. Εκείνος, αμίλητος, μάζεψε τα υπολείμματα της αυτοσχέδιας σηροτροφίας, μου άστραψε γερή μπάτσα δια του βλέμματος και, βαθύτατα απογοητευμένος, την άλλη μέρα πήγε και μου αγόρασε και το «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ