Πολιτικη & Οικονομια

Φονική βία σε ψυχιατρικές κλινικές

Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας

savvas-savvopoulos.jpg
Σάββας Σαββόπουλος
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
110256-218716.jpg

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας είναι επιβεβλημένο να προβληματιστούμε σχετικά με τις καθυστερήσεις στον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και την βία στις ψυχιατρικές δομές. Θα επανέλθουμε σε δεύτερο μέρος, για να εξετάσουμε τις επιπτώσεις της κρίσης στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση, τον στιγματισμό και τη διαδικασία απο-ανθρωποποίησης των ψυχικά νοσούντων. 


Στις 4/9, στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής «Δαφνί», μετά από εμπρησμό, τρεις νοσηλευόμενοι ασθενείς πέθαναν κι άλλοι τραυματίστηκαν, των οποίων τα ονόματα δεν ανακοινώθηκαν. Ορισμένα θύματα ήταν δεμένα με ιμάντες στα κρεβάτια τους, ενώ η πόρτα της κλινικής ήταν κλειδωμένη. Σύγχυση για την ταυτότητα του εμπρηστή επικράτησε. Αρχικά ενοχοποιήθηκε, από εκπρόσωπο των εργαζομένων, ασθενής που τον Μάιο 2015 σκότωσε άλλο νοσηλευόμενο, όταν του αφαιρέθηκαν οι ιμάντες με τους οποίους είχε καθηλωθεί στην κλίνη του για βίαιη συμπεριφορά. Την επομένη, αποκαλύπτεται ότι εμπρηστής ήταν άλλος ασθενής, που φυλασσόταν σε απομόνωση. Αν και κατά το παρελθόν είχε βάλει φωτιά στο ίδρυμα, μπόρεσε να προμηθευτεί αναπτήρα στην απομόνωση. Αμφότεροι οι ασθενείς «νοσηλεύονταν» - «φυλάσσονταν» για φόνο που είχαν διαπράξει, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα περί ακαταλόγιστου. Για το έγκλημα του Μαΐου 2015, πραγματογνώμονας αποφάνθηκε ότι ο αυτουργός όφειλε να νοσηλεύεται σε –ανύπαρκτες– δομές της δικαστικής ψυχιατρικής (forensic psychiatry). Μετά το περιστατικό του Μαΐου ο εκπρόσωπος των εργαζομένων δήλωσε: «…περιμένουμε το επόμενο θύμα, ... , δεν ξέρουμε αν θα είναι ασθενής ή εργαζόμενος». Αυτή η άποψη υποδηλώνει την ακαταλληλότητα τέτοιων δομών να διαχειριστούν την ψυχιατρική βία, την μετατροπή του προσωπικού σε δεσμώτες και τους κινδύνους που απειλούν τους νοσηλευόμενους. Το Υπουργείο Υγείας αναγνώρισε την ανεπάρκεια και αδιαφόρησε. Κοινώς, δεν τους καίγεται καρφί.

Φόνοι έχουν συμβεί και σε άλλες ψυχιατρικές δομές, χωρίς αυτό να παρακινήσει τους αρμόδιους να προχωρήσουν στον αναγκαίο εκσυγχρονισμό δομών και λειτουργιών της ψυχιατρικής. Το 2007 ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδότησε ότι η φύλαξη των ακαταλόγιστων εγκληματιών συνιστά αρμοδιότητα του υπουργείου Δικαιοσύνης, ενώ στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό περιέρχεται η ευθύνη μόνο για το θεραπευτικό έργο. Ο ίδιος εισαγγελέας είχε επισημάνει ότι τα ειδικά θεραπευτικά καταστήματα που προβλέπονται από τον νόμο δεν έχουν ιδρυθεί στην χώρα. Η Πολιτεία, αντανακλώντας την κοινωνική στάση, αγνοεί τις θέσεις της δικαιοσύνης, των ειδικών, τις συμβατικές υποχρεώσεις προς την ΕΕ και ασκεί παθητική βία, διά παραλείψεως των καθηκόντων της, εκθέτοντας στη βία τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας κι εκείνους που η λογική τους κατέρρευσε. Βεβαίως, η κοινωνικά αποκλεισμένη ομάδα των ψυχικώς πασχόντων και οι τραυματισμένες οικογένειές τους δεν συνιστούν ενδιαφέρουσα «πελατεία» για την οικονομικοκοινωνικό-πολιτική διαπλοκή, ώστε να προσελκύσει την επένδυσή της. Η κυβέρνηση της αριστεράς θα αναγνωρίσει αυτήν την πραγματικότητα;

Μορφές βίας

Η δυσκολία του ανθρώπου να βρει την ευτυχία οφείλεται στις απαγορεύσεις που επιβάλλει ο πολιτισμός και ο ψυχισμός του (υπερεγώ) πάνω στις σεξουαλικές και καταστροφικές ενορμήσεις του. Για τον Φρόιντ, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα ον γεμάτο αγάπη, αλλά και επιθετικό, που έχει την τάση να πλήξει και να εκμεταλλευτεί τον πλησίον του. Έτσι, η καταστροφικότητά του δεν θίγει τον ίδιο, αφού εκτρέπεται στον άλλο, που συνήθως εκπροσωπεί μισητές πλευρές των γονιών. Το άτομο οφείλει να «εκπαιδεύσει» ψυχικά τις ενορμήσεις του και ο πολιτισμός να δαπανήσει πολλή ενέργεια, ώστε να αποφευχθούν οι επιζήμιες συνέπειες των ενορμήσεων. 


Η βία, ακραία εκδοχή της επιθετικότητας, είναι δυνητικό χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου. Ο Φρόυντ τόνισε ότι δεν υπάρχει στον άνθρωπο η παραμικρή ενστικτώδης απέχθεια στο να χύσει το αίμα άλλου ανθρώπου. «Είμαστε οι κατιόντες μιας τεράστιας αλυσίδας γενεών δολοφόνων. Έχουμε την ευχαρίστηση του φόνου στο αίμα». Ίσως απορρίπτουμε με φρίκη ένα έγκλημα για να αποστασιοποιηθούμε από αυτό, να κρατήσουμε ασυνείδητη την πρωτόγονη βαναυσότητα, πάνω στην οποία δομήθηκε ο πολιτισμός.


Η ψυχανάλυση υποστηρίζει ότι οι ψυχικές διαταραχές σχετίζονται με την αδυναμία του ατόμου να τιθασεύσει τις ενορμήσεις του. Γι’ αυτό εγκλήματα συμβαίνουν καθημερινά παντού, στο όνομα συστημάτων πίστης, από συμφέρον, από φθόνο. Η βία ενδημεί σε κάθε ψυχιατρική δομή, όσο εκσυγχρονισμένη και να είναι. Ωστόσο, η ένταση και η μορφή που προσλαμβάνει συνδέεται με τη λειτουργικότητα των υπηρεσιών, το επίπεδο εκπαίδευσης του προσωπικού και τις δράσεις για την προστασία των δικαίωμα των ψυχικώς νοσούντων.

Στην επαγγελματική σχέση ασθενούς - θεράποντος αναφύονται ζητήματα βίας. Θεράπων και ασθενής συναλλάσσονται με το σώμα, το λόγο και τη συμπεριφορά, οπότε θα βρεθούν αντιμέτωποι με την ενορμητικότητά τους (επιθετικότητα, σεξουαλικότητα), την οποία ο εκπαιδευμένος θεράπων οφείλει να ελέγχει και να διαχειρίζεται. Θεράποντες και ασθενείς είναι ταυτόχρονα θύματα και αυτουργοί της βίας, αν όχι ταυτόχρονα, τουλάχιστον διαδοχικά. Η βία του ασθενούς μπορεί να συνιστά μια παράδοξη έκκληση στο θεραπευτικό περιβάλλον να τον προσέξει, όταν νιώθει ανύπαρκτος. Ή μπορεί να επιδιώκει με τη βία να περιφρονήσει το θεραπευτή του, όπως ο ίδιος είχε περιφρονηθεί και ταπεινωθεί. Η κατανόηση του μηχανισμού έκκλησης της βίας δεν σημαίνει και αποδοχή της, αλλά συνιστά προϋπόθεση για μια εναλλακτική επικοινωνία με το βίαιο ασθενή.

Αμφισβήτηση της Ψυχιατρικής

Εμείς, οι «φυσιολογικοί», έχουμε ανάγκη να διαφοροποιηθούμε από τους «τρελούς», που θα εγκλείσουμε σε άσυλα, θα καταστείλουμε με φάρμακα, θα ακινητοποιήσουμε με ιμάντες, ώστε να διαβεβαιώσουμε τους εαυτούς μας ότι ανάμεσά μας παρεμβάλλεται άβυσσος. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν επικοινωνεί με τον «τρελό». Από τον 18ο αιώνα, όταν η τρέλα θεωρήθηκε ψυχική νόσος, δεν υφίσταται κοινή γλώσσα ανάμεσα στον «λογικό» και τον «τρελό». Έκτοτε, ο «λογικός» άνθρωπος εξουσιοδοτεί το γιατρό να έρθει σε επαφή με την «τρέλα», μέσα από τη γενική αφηρημένη νοσογραφική περιγραφή των ψυχικών διαταραχών, αδιαφορώντας για την ιστορία και την γλώσσα του «τρελού». Ο «τρελός» επικοινωνεί με τον άλλο διαμέσου της παραληρηματικής λογικής, εξίσου αφηρημένης, αλλά απαραίτητης για την επιβίωσή του. Το παραλήρημά του διαμορφώνει μια οργανωμένη τάξη πραγμάτων, μια νεο-πραγματικότητα που επιβάλλει ένα φυσικό και ηθικό καταναγκασμό, μια απαίτηση συμμόρφωσης. Ξεχάστηκαν για πάντα οι λέξεις ενός διαλόγου, που κάποτε υπήρξε ανάμεσα στον «λογικό» και τον «τρελό», λέξεις φθαρμένες, ατελείς, ασύντακτες, που συνοδεύονταν από λυγμό ή τραύλισμα. Αυτός ο διάλογος, διακόπηκε από την επιστήμη, ενώ η γλώσσα της ψυχιατρικής, που δημιουργήθηκε πάνω στη σιωπή που επιβλήθηκε στην «τρέλα», επέβαλε το μονόλογο της «λογικής» επί της «τρέλας» ( Φουκώ).


Σε δυτικές χώρες, τη δεκαετία του ’60, ιδιαίτερα μετά τον Μάιο του ’68, κοινωνικά κινήματα και διανοούμενοι άρχισαν να ζητούν την αποκατάσταση μιας επικοινωνίας ανάμεσα στην «λογική» και την «τρέλα». Η ριζοσπαστική αμφισβήτηση της ψυχιατρικής προσέλαβε πολιτικό χαρακτήρα, σε σημείο που να εξομοιώνει την ψυχιατρική πράξη με την κοινωνική καταστολή και το ασυλιακό με το σωφρονιστικό περιβάλλον. Η «αντιψυχιατρική» αμφισβήτησε την ύπαρξη της ψυχικής ασθένειας και κατήγγειλε τους μηχανισμούς υπόδειξης των ασθενών από την οικογένεια, τους εργοδότες, τους γείτονες και την αστυνομία (Szasz). Η ψυχιατρική, θεραπαινίδα του βίαιου κράτους, αποτελούσε «...μέσο άσκησης ελέγχου πάνω στους ανθρώπους· σε αυτούς που βλέπουν πράγματα που δεν θα έπρεπε να βλέπουν, που σκέφτονται πράγματα που δεν θέλαμε να σκεφτούν ή εκφράζουν ιδέες που δεν θα θέλαμε να έχουν» (Laing). Σε αυταρχικά καθεστώτα η ψυχιατρική χρησιμοποιήθηκε, σε συνδυασμό με το σωφρονιστικό σύστημα, για να συντρίψει τον ψυχισμό αντιφρονούντων. Το 1964, στο Λονδίνο, ο Basaglia προκάλεσε αμηχανία στο Διεθνές Συνέδριο Κοινωνικής Ψυχιατρικής, με την παρουσίασή του: «Η καταστροφή του ψυχιατρικού νοσοκομείου ως τόπου ιδρυματισμού». Αναφέρθηκε σ’ ένα μανιφέστο σουρεαλιστών καλλιτεχνών του 1925, στο οποίο επέπλητταν τους διευθυντές των ψυχιατρείων και τους καλούσαν να σκεφτούν ότι έναντι των ασθενών υπερτερούσαν μόνο σ’ ένα πράγμα: τη δύναμη. Στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στη δημιουργία και αυτοδιαχείριση ενός κινήματος ψυχικά ασθενών με σύνθημα το «Η Ελευθερία είναι θεραπευτική».


Ο διάλογος επέτρεψε να αναδειχθούν τόσο οι υπερβολές της «αντιψυχιατρικής», όσο και οι αγκυλώσεις της θεσμικής ψυχιατρικής, που τρόμαξε από την αμφισβήτησή της. Η δυναμική για εκσυγχρονισμό της ψυχιατρικής άρχισε μεταπολεμικά και εκφράστηκε με την αποασυλοποίηση, την ανάπτυξη της πρωτοβάθμιας φροντίδας, την τομεοποίηση και την δημιουργία εξειδικευμένων δομών. Αυτός ο εκσυγχρονισμός, σε χώρες με αξιόπιστη κοινωνική πολιτική, επέφερε σημαντική μείωση των περιστατικών βίας από ψυχικά νοσούντες. Σε τούτο συνέβαλε η πολιτική απόφαση για διαφάνεια σε σχέση με τη βία και η μηδενική ανοχή απέναντι σε καταχρηστική συμπεριφορά ή αμέλεια έναντι των ασθενών. Στην Γενεύη π.χ. το 1980, ο θάνατος από παρενέργειες νευροληπτικών κατά τη διάρκεια αναγκαστικής νοσηλείας του Alain Urban –εκεί έχουν όνομα όλοι οι πολίτες– ενός ασθενούς, μέλους οργάνωσης προστασίας των δικαιωμάτων των ψυχιατρικών ασθενών, προκάλεσε έντονες κοινωνικές αντιδράσεις. Η κυβέρνηση του καντονιού επέβαλε αναδιάρθρωση των πανεπιστημιακών ψυχιατρικών δομών, στο πλαίσιο της οποίας κατήργησε τη θέση του διευθυντού του πανεπιστημιακού ψυχιατρικού νοσοκομείου. Επίσης διατάχθηκε έρευνα εναντίον του διευθυντού του καθηγητή Tissot.

Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα

Λέγεται, ότι κάθε λαός αξίζει τις κυβερνήσεις και τους θεσμούς που έχει. Οι σύγχρονοι Έλληνες ευθυνόμαστε που δεν δημιουργήσαμε μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία, στην οποία να θεσμοθετηθούν και να εφαρμοστούν τα δημοκρατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις από άτομα, συλλογικότητες και κράτος. Η κοινωνία όχι μόνο αγνόησε τον εκσυγχρονισμό της ψυχιατρικής και την πλαισίωση όσων υποφέρουν ψυχικά, αλλά συγκάλυπτε οικογενειακά δράματα - εγκλήματα που εξελίσσονταν σε ανήλιαγα υπόγεια, ή σε λευκά δωμάτια. Ωστόσο, ορισμένοι ψυχαναλυτές πρότειναν μια σύγχρονη προοπτική, δίνοντας έμφαση στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Η Α. Ποταμιάνου, το 1956, ίδρυσε το Κέντρο της Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών, με στόχο να λειτουργήσουν υπηρεσίες ικανές να φροντίσουν άτομα με ψυχικά προβλήματα και να τα κρατήσουν εκτός των ψυχιατρείων. 


Η δικτατορία πάγωσε αυτήν τη διαδικασία και οι εκσυγχρονιστές απομακρύνθηκαν, ή παραιτήθηκαν, για να αντικατασταθούν από συντηρητικούς ή καθεστωτικούς ειδικούς, όχι πάντα επιστημονικά επαρκείς, που επέδειξαν αναλγησία για τις συνθήκες διαβίωσης των ασθενών στα άσυλα. Δεν αντέδρασαν ούτε στο χουντικό Ν.Δ.104/1972, που αγνοούσε βασικά ατομικά δικαιώματα των ψυχικά νοσούντων κατά την ψυχιατρική πρακτική. Αυτοί οι «ειδήμονες» με την υπηρεσιακή τους συμπεριφορά ή την αδιαφορία τους νομιμοποιούσαν την ακραία ιδεολογική τάση, που ζητούσε την καταστολή και τον περιορισμό των πάσης φύσεως «αποκλινόντων».

Στην Λέρο π.χ. στο εκεί άσυλο εκτοπίστηκαν για να ζήσουν, σε άθλιες συνθήκες εγκλεισμού, «τρελά» άτομα, που οι –χωρίς ψυχοκοινωνική στήριξη– οικογένειές τους εγκατέλειψαν. Την περίοδο της χούντας, στη Λέρο «φιλοξενήθηκαν», σε ακατάλληλες εγκαταστάσεις, πολίτες με «αποκλίνουσα» πολιτικά σκέψη, που το καθεστώς απέκοψε από το «υγιές» σώμα της κοινωνίας. Αν η Πολιτεία, μετά την πτώση της χούντας, δικαίωσε άμεσα τους πολιτικούς κρατούμενους, δεν επέδειξε την ίδια ευαισθησία και για τους ψυχικά πάσχοντες, που υπέφεραν ακόμα για χρόνια στα άσυλα. 


Στο πλαίσιο του εκδημοκρατισμού, αναπτύχθηκε από ορισμένους επαγγελματίες μια ιδιαίτερη δυναμική για την ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Ο Π. Σακελλαρόπουλος δραστηριοποιήθηκε στην κατεύθυνση της αποασυλοποίησης και της παρέμβασης στο επίπεδο της κοινότητας με εξειδικευμένες δομές και κινητές μονάδες. Στον τομέα της παιδοψυχιατρικής, ο Ι. Τσιάντης δημιούργησε ένα σύγχρονο σύστημα φροντίδας στο Παιδιατρικό Νοσοκομείο «Αγία Σοφία. Αυτοί και ορισμένοι άλλοι συνάδελφοι ενέπνευσαν και εκπαίδευσαν πολλούς νέους επαγγελματίες σε μια διαφορετική από την ηγεμονική ασυλιακή-νοσοκομειακή προσέγγιση των ψυχικώς νοσούντων. Κατέστησαν εφικτή την συνεργασία συναφών ειδικοτήτων, στην οποία δεν θα πρυτανεύει η ανεδαφική αυθαιρεσία του βιο-ιατρικού προτύπου. Σημαντικός ήταν και ο εκσυγχρονισμός του νομικού πλαισίου, αν και δεν υπάρχει πάντα μέριμνα για την πιστή εφαρμογή του.


Ωστόσο, αυτή η δυναμική απέτυχε να ευαισθητοποιήσει την ελληνική κοινωνία, για την οποία το ζήτημα των ψυχικών προβλημάτων παραμένει ταμπού. Η μεταρρύθμιση στηρίχθηκε και αναβαθμίστηκε με «έξωθεν» βοήθεια – γενναιόδωρη χρηματοδότηση και σχετική τεχνογνωσία από ΕΟΚ. Προηγήθηκε ο διασυρμός της χώρας, από τις εικόνες ντροπής που μετέδωσαν διεθνή ΜΜΕ, για τις μεσαιωνικές συνθήκες «κράτησης» ασθενών σε άσυλα. Η διαδικασία της αποασυλοποίησης και η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και της κοινωνικής ψυχιατρικής αναβάθμισε την ποιότητα ζωής των ιδρυματοποιημένων ατόμων και όσων υπέφεραν σιωπηλά σε κλειστές κοινωνίες. Ωστόσο, κοινωνία και κράτος δεν μετακινήθηκαν από τις συντηρητικές τους απόψεις και δεν εκμεταλλεύτηκαν δημιουργικά αυτήν τη ευτυχή εμπειρία. Φαίνεται, ότι ως λαός μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να διδαχτούμε από την εμπειρίες –θετικές ή αρνητικές– και να φροντίσουμε να γίνουμε αυτόνομοι στις κοινωνικές μας λειτουργίες – και στο πεδίο της ψυχικής υγείας. Ανίκανοι να σκεφτούμε ορθολογικά την προοπτική της χώρα, έρχονται άλλοι να επιβάλουν το σχεδιασμό που διαμόρφωσαν αντί για εμάς στη θέση μας. Είμαστε άραγε ανίκανοι να σχεδιάσουμε κάτι νέο, γιατί δεν αποφασίσαμε να τελειώσουμε με το παλιό;

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ