Πολιτικη & Οικονομια

Επενδύσεις, όπως πανεπιστήμια

Η Ελλάδα αντιστέκεται ακόμα στη μοναδική προοπτική σωτηρίας της. Ως πότε;

27207-103923.jpg
Λεωνίδας Καστανάς
ΤΕΥΧΟΣ 541
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
109846-244719.jpg

Αν αρκούσε μια συνέντευξη του πρωθυπουργού, έστω και στον Βill Clinton, για να έρθουν ξένες άμεσες επενδύσεις στην Ελλάδα θα ήμασταν ιδιαίτερα τυχεροί, ακόμα και αν τα αγγλικά του ήταν μέτρια. Δυστυχώς για μας, οι μεγάλοι οικονομικοί παίκτες μετρούν πολλά περισσότερα και σημαντικότερα πράγματα από κοινότυπα λόγια του αέρα, έστω και αν αυτά εκφέρονται από υπεύθυνα χείλη. Μετρούν πολιτική σταθερότητα, οικονομικό κλίμα, φορολογικό περιβάλλον, αγορά εργασίας, θέση στην παγκόσμια κατάταξη επιχειρηματικότητας και καινοτομίας, σχέσεις έρευνας, εκπαίδευσης και παραγωγής, νομικό καθεστώς και τόσα άλλα μέχρι να αποφασίσουν να φέρουν τα λεφτά τους σε μια χώρα του ευρωπαϊκού νότου που βρίσκεται σε καθεστώς ουσιαστικής χρεοκοπίας.

Σε όλα τα προαπαιτούμενα η Ελλάδα δεν πιάνει τη βάση. Αλλά ακόμα και έτσι, αν υπήρχε έστω η πολιτική βούληση των κυβερνώντων για διαμόρφωση ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού κλίματος, θα υπήρχε ελπίδα. Η πραγματικότητα δεν μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Όταν η παραδοσιακή Αριστερά που κυβερνά λέει ότι πρέπει να μειωθεί η ανεργία, υπονοεί να αυξηθεί το κράτος και να αρχίσει διορισμούς. Εξάλλου, στην αρχή της κρίσης ο κ. Τσίπρας έγινε διάσημος υποσχόμενος 100.000 νέους διορισμούς σε μια εποχή που ο αριθμός τους ξεπερνούσε το 1 εκατομμύριο. Στην αύξηση του κράτους συμπεριλαμβάνονται και οι περίφημες δημόσιες επενδύσεις μέσω των οποίων ξεκοκαλίζεται δανεικό ή κοινοτικό χρήμα με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν μοχλό ανάπτυξης. Η Αριστερά δεν υπονοεί ούτε ξένες ή ντόπιες ιδιωτικές επενδύσεις, ούτε ιδιωτικοποιήσεις, ούτε αξιοποίηση των ΕΣΠΑ που θα μπορούσαν να παράγουν σημαντική προστιθέμενη αξία. Αυτά είναι πράγματα του καπιταλιστικού σατανά στα οποία ο λαός μας οφείλει να στέκεται απέναντι. Ας μη ξεχνάμε ότι, πριν ανέβει στην εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ απειλούσε τους ξένους επενδυτές ότι θα χάσουν τα χρήματά τους αν επένδυαν σε ιδιωτικοποιήσεις που θα πραγματοποιούσε η κυβέρνηση Σαμαρά. Δεν ξέρω αν συνεχίζει να το πιστεύει.

Εδώ και χρόνια, και αυτό δεν είναι έργο μόνο της Αριστεράς, το ελληνικό κράτος έχει ανοίξει πόλεμο με κάθε μεγάλη ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα. Με κάθε μέσο. Και το πρώτο, καλύτερο και ιδιαίτερα δημοφιλές είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Δεν είναι μόνο οι Σκουριές για τις οποίες γίνεται τόσος ντόρος. Είναι η αξιοποίηση του Ελληνικού, τα αεροδρόμια και τα λιμάνια, οι μεγάλες επενδύσεις στον τουρισμό, η παραγωγή ενέργειας και δη οι ΑΠΕ, η αξιοποίηση των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι παντός είδους βιομηχανικές μονάδες. Ιδιαίτερα στις ΑΠΕ, επειδή είναι κομμάτι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς μόλυνση του περιβάλλοντος, επικαλείται ζητήματα αισθητικής λόγω της παρουσίας των ανεμογεννητριών και των φωτοβολταϊκών στις κορυφές και τις πλαγιές των βουνών και στέκεται απέναντι. Είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια και επί κυβερνήσεων κάθε άλλο παρά αριστερών, η μόνη σοβαρή ξένη επένδυση είναι αυτή του λιμανιού του Πειραιά που έγινε από μια τεράστια οικονομική δύναμη, το κινέζικο κράτος, που φυσικά δεν είχε λόγους να φοβάται τα δόντια του αντικαπιταλιστικού ελληνικού κράτους.

Η Αριστερά μας, με αξιοζήλευτη επιμονή και υπομονή, πέτυχε να διαμορφώσει μια αντιεπενδυτική νοοτροπία στην πλειοψηφία των πολιτών. Ακόμα και οι κρατικοί θεσμοί είναι πολύ πρόθυμοι να ακυρώσουν και δικαστικά μια μεγάλη οικονομική δραστηριότητα με το πρόσχημα περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή εθνικών λόγων. Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για την επαναλειτουργία του ορυχείου χρυσού είναι μια ευχάριστη έκπληξη, μια ρωγμή στην αντιπαραγωγική Ελλάδα. Σύσσωμο το έθνος λέει όχι στους ξένους που σκέφτονται να βάλουν τα λεφτά τους, να παράγουν εμπορεύσιμα προϊόντα, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίες και φυσικά να βγάλουν κέρδος. Αν ήταν να μην κερδίσουν, ίσως το συζητούσαμε. Γιατί το κέρδος είναι πράγμα κακό και γενικά είμαστε εναντίον του. Αν πρόκειται για προσόδους, επιδόματα, κοινοτικές επιδοτήσεις και επικουρικές συντάξεις άνευ εισφορών πετάμε τη σκούφια μας. Είναι ζεστά χρήματα που θα διαχυθούν αμέσως στην κοινωνία και θα αυξήσουν την κατανάλωση, συνήθως εισαγόμενων προϊόντων. Είναι δημοφιλή γιατί δεν απαιτούν σχέδιο, καινοτομία, προσπάθεια, ρίσκο και ορθολογισμό. Αντιθέτως οι πραγματικές επενδύσεις αποδίδουν σε βάθος χρόνου και δίνουν σταθερά εισοδήματα μετά από σκληρή και οργανωμένη εργασία. Και αυτό δεν μας αρέσει.

Μεγάλο θύμα αυτής της νοοτροπίας είναι η έρευνα και η εκπαίδευση. Αυτά νοούνται στην Ελλάδα μόνο όταν δραστηριοποιούνται μακριά από την αγορά και τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Το διαχρονικό σύνθημα «όχι στα σχολεία της Αγοράς» δίνει τον τόνο. Η γνώση για τη γνώση, η γνώση για την απόκτηση πτυχίου που οδηγεί στο δημόσιο ή σε προστατευόμενο επάγγελμα, αλλά όχι στην καινοτομία και την επιχειρηματικότητα. Στην Ελλάδα υπάρχουν χιλιάδες 40ρηδες/ισσες με διδακτορικό και 1-2 ντουζίνες δημοσιεύσεις. Και όμως ποτέ δεν δόθηκαν κίνητρα στους νέους ώστε να τολμήσουν να φτιάξουν δουλειές από το τίποτα χωρίς το κίνδυνο να πάνε φυλακή για χρέη, αν αποτύχουν. Γι’ αυτό όποιος αξίζει τα μαζεύει και φεύγει και συνήθως επιτυγχάνει στο εξωτερικό. Γι’ αυτό ένα μεγάλο μας προσόν, αυτό του τεράστιου αριθμού πτυχιούχων ανωτάτων σχολών, μένει ανεκμετάλλευτο. Γι’ αυτό αποφεύγουμε συστηματικά το άνοιγμα της ανώτατης εκπαίδευσης στην ιδιωτική πρωτοβουλία, γι’ αυτό δεν τολμάμε να κάνουμε το αυτονόητο, να φτιάξουμε ξενόγλωσσα τμήματα σε δημόσια πανεπιστήμια και να προσελκύσουμε ξένους φοιτητές. Γι’ αυτό επιτρέπουμε στους ανεγκέφαλους να σπάνε και αυτά που έχουμε.

Γράφει ο καθηγητής Αχιλλέας Γραβάνης: «Για έβδομη συνεχή χρονιά το Πανεπιστήμιο Κρήτης έχει την καλύτερη επίδοση μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων στην κατάταξη των πανεπιστημίων διεθνώς (Times Higher Education Ranking). Στη θέση 351-400. Ένα ελληνικό πανεπιστήμιο τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι μέσα στα καλύτερα 50-100. Υπάρχουν στο επιστημονικό μας δυναμικό μέσα κι έξω από τη χώρα κορυφαίοι, ναι, κορυφαίοι διεθνώς! Πότε επιτέλους η ελληνική πολιτεία θα επενδύσει σε αυτόν το διεθνώς ανταγωνιστικό πλούτο της; Πότε; Όπως έκαναν η Φινλανδία και το Ισραήλ στη μεγάλη τους οικονομική κρίση τη δεκαετία του ’90, όταν σχεδόν τετραπλασίασαν μέσα σε μια δεκαετία τη χρηματοδότηση της Εκπαίδευσης και της Έρευνας και Τεχνολογίας! Σήμερα η Φινλανδία είναι πρώτη στη ανταγωνιστικότητα στην κατάταξη του OCDE και το Ισραήλ μέσα στη δεκάδα. Πότε; Όταν θα έχουμε φύγει όλοι;»

Η αλήθεια είναι ότι μεταπολεμικά η όποια επιχειρηματικότητα αναπτύχθηκε στην Ελλάδα σε καθεστώς κομματικής διαπλοκής και διαφθοράς, όπως και τα περισσότερα πράγματα της δημόσιας ζωής. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις περίφημες ΣΔΙΤ μέσα από τις οποίες απίθανοι τύποι πλούτισαν απομυζώντας κρατικό χρήμα, με μόνο προσόν την κομματική τους ταυτότητα; Ποιος ξεχνά το φιάσκο των αγροτικών συνεταιρισμών, χώρους απίθανων οικονομικών οργίων; Ποιος μπορεί να κλείσει τα μάτια στον τρόπο που «αξιοποιήθηκαν» τα δις των κοινοτικών επιδοτήσεων; Και αυτά είναι βέβαια έργα της Δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας που βοήθησαν στην κατασυκοφάντηση του επιχειρείν στη χώρα μας. Αλλά ο κόμπος έφτασε στο χτένι. Ή θα αλλάξουμε ή θα καταστραφούμε ολοσχερώς.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση θέλει πολιτική βούληση και σχέδιο, θέλει έμπειρους ανθρώπους να την οργανώσουν και πολιτικούς φορείς να την υποστηρίξουν, θέλει ανάλογη κοινωνική διαπαιδαγώγηση ιδιαίτερα στους νέους, θέλει ανοιχτούς και διαφανείς διαύλους, θέλει κίνητρα. Απαιτεί μια κυβέρνηση της οποίας τα οικονομικά στελέχη δεν θα έχουν εντρυφήσει αποκλειστικά στη μαρξιστική οικονομική θεωρία. Η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων απαιτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Απαιτεί απαλλαγή των αγορών από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κομματικού κράτους και αλλαγές φιλελεύθερου και ορθολογικού χαρακτήρα στην αγορά εργασίας, στο ασφαλιστικό και στις εργασιακές σχέσεις. Και όλα αυτά δίπλα σε ένα πραγματικό κράτος δικαίου του οποίου ο αναδιανεμητικός ρόλος θα είναι ισχυρός χωρίς να εμποδίζει την ανάπτυξη με παράλογη φορολογία και η προστασία των πραγματικά αδυνάμων θα είναι κύριο μέλημά του. Μόνο έτσι θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και θα τη μετατρέψει σε ένα έγκυρο και επιθετικό παίκτη μέσα στο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον.

Η εσωτερική οικονομική υποτίμηση και η τεράστια ανεργία μπορεί να είναι καταστρεπτικές αλλά μας δίνουν και τη μεγάλη ευκαιρία. Μπορούμε να την αρπάξουμε; Θέλουμε να το κάνουμε; Οι πολιτικές επιλογές της πλειοψηφίας των συμπολιτών μας δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η λατρεία του κρατικισμού είναι εμφανής. Αλλά και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του δείχνει ανέτοιμο και έντρομο απέναντι στην προοπτική του ανοίγματος της ελληνικής κοινωνίας στο σύγχρονο κόσμο. Διότι ένα τέτοιο άνοιγμα θα σημάνει την αποδόμηση του μωσαϊκού πολυποίκιλων συμφερόντων και ως εκ τούτου την ανατροπή του πελατειακού κράτους και την αμφισβήτηση της κομματικής κυριαρχίας. Η Ελλάδα αντιστέκεται ακόμα στη μοναδική προοπτική σωτηρίας της. Ως πότε; Πιθανότατα ως το τέλος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ