Πολιτικη & Οικονομια

Σημείωμα (κάπως μακρύ) για τον Κέυνς

Μπορούμε να εξαγάγουμε κάποιες χρήσιμες συμβουλές για τη σημερινή κατάσταση

Σώτη Τριανταφύλλου
Σώτη Τριανταφύλλου
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
100031-199917.jpg

Η παγκόσμια οικονομική κρίση έφερε πάλι στην επικαιρότητα τη Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος, προκειμένου να μάθουμε δυο-τρία πραγματάκια από την εμπειρία της της ύφεσης της δεκαετίας του 1930. Αν και οι διαφορές της σημερινής αστάθειας με την κρίση της δεκαετίας του 1930 είναι, νομίζω, περισσότερες από τις ομοιότητες –έχει αλλάξει δραματικά ο τρόπος λειτουργίας της οικονομίας– μπορούμε να εξαγάγουμε από τον κεϋνσιανισμό κάποιες χρήσιμες συμβουλές για τη σημερινή κατάσταση.

Η κύρια επίδραση του Κέυνς ήταν η θεωρία του που δικαιολογεί –ή που θεωρεί απαραίτητη– την κρατική παρέμβαση σε περιόδους οικονομικής ύφεσης. Η ιδέα ότι η κεντρική διοίκηση μπορεί να εξομαλύνει τα σκαμπανεβάσματα της οικονομίας βασίστηκε στην απόρριψη του πυρήνα των δογμάτων των κλασικών και νεοκλασικών οικονομολόγων: ότι δηλαδή η ελεύθερη αγορά επιλύει πάντοτε τις υφέσεις καθώς προσαρμόζονται οι τιμές και οι μισθοί. Ο Κέυνς ισχυριζόταν ότι η ελεύθερη αγορά όχι μόνον δεν μπορεί να κάνει θαύματα (με μαγικά και αόρατα χέρια), αλλά ούτε να αυτοδιορθωθεί – κάτι που απέδειξε εξάλλου το κραχ του 1929, ένα, ας πούμε, «κυβευτικό» γεγονός, ένα ατύχημα.

Ο Κέυνς τόνιζε, μεταξύ άλλων, ότι αν ο καθένας από μας αποταμιεύει χρήματα (αν δηλαδή δεν επενδύουμε και δεν καταναλώνουμε), οι συνολικές αποταμιεύσεις θα μειωθούν καθώς θα επιβραδύνεται η ανάπτυξη – μία αντίληψη που την αποκαλεί «παράδοξο της λιτότητας» και η οποία υλοποιείται σήμερα. Αν οι προβλεπόμενες αποταμιεύσεις υπερβαίνουν τις προγραμματισμένες επενδύσεις, θα προκληθεί καθοδική πίεση στην ανάπτυξη, ενώ αντιθέτως η υπέρβαση των επενδύσεων θα την τονώσει. Σύμφωνα με τον Κέυνς, η αστάθεια των επενδύσεων είναι η πρωταρχική αιτία των υφέσεων. Και στην απλούστερη μορφή της, η ανεργία προκαλείται από έλλειψη επενδύσεων, πράγμα προφανές στη σημερινή Ελλάδα.

Ο Κέυνς μάς λέει ότι η πτώση της ζήτησης έχει αντίκτυπο στον όγκο των πωλήσεων και όχι στις τιμές όπως πίστευαν οι κλασικοί οικονομολόγοι. Αν οι πολίτες περικόπτουν τις δαπάνες τους και οι επιχειρήσεις περιορίζουν τις επενδύσεις τους, οι μειώσεις τιμών δεν αρκούν για να επαναφέρουν την οικονομία σε ισορροπία. Όταν μειώνεται η παραγωγή, αυξάνεται η ανεργία. Ενώ σύμφωνα με την κλασική θεωρία οι μισθοί μειώνονται ώσπου η οικονομία να βρει μια νέα ισορροπία, ο Κέυνς έλεγε ότι οι μισθοί «κολλάνε». Οι εργαζόμενοι, θεωρητικά μιλώντας, δεν δέχονται πραγματικές περικοπές μισθών (δέχονται έμμεσες περικοπές: π.χ. αύξηση έμμεσων φόρων) – ωστόσο, κι αυτό μπορεί να συμβεί, όπως παρατηρούμε στο πλαίσιο της ελληνικής χρεοκοπίας. Ο Κέυνς δεν θα συμφωνούσε με την πολιτική των περικοπών: πίστευε ότι η μείωση των μισθών απλώς επιδεινώνει την καθοδική πίεση στην παραγωγή. Εφόσον οι καταναλωτές είναι ταυτοχρόνως εργαζόμενοι, αν το εισόδημά τους συρρικνωθεί, ξοδεύουν όλο και λιγότερα χρήματα· η μείωση της ζήτησης δημιουργεί τον φαύλο κύκλο στον οποίον έχουμε παγιδευτεί. Εδώ μπορεί να παίξει ρόλο η κεντρική διοίκηση, το «κράτος».

Ο Κέυνς δεν συμφωνούσε φυσικά με τον Μαρξ – περιφρονούσε μάλιστα το Κεφάλαιο το οποίο θεωρούσε έργο ενός ερασιτέχνη. Πίστευε όμως ότι το κράτος πρέπει να «τροφοδοτήσει την αντλία», χρησιμοποιώντας το οικονομικό του βάρος για να ξεκινήσει την ανάκαμψη, ενθαρρύνοντας δαπάνες και επενδύσεις μεγάλης κλίμακας. Δηλαδή, με λίγα λόγια, αν ζούσε ο Κέυνς θα μας συμβούλευε να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνουμε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ευρώπη γενικότερα.

Η ύφεση ξεπερνιέται με φρενιτιώδη δραστηριότητα, όχι με περικοπές μισθών και μειώσεις επιτοκίων. Σε περιόδους κρίσης, οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν όσο χαμηλό κι αν είναι το επιτόκιο του δανεισμού, διότι επηρεάζονται πολύ περισσότερο από άλλους παράγοντες, όπως η απαισιόδοξη θεώρηση των πραγμάτων, η αβεβαιότητα και οι χαμηλές προσδοκίες. Σε κάθε περίπτωση, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να κόψουν τα ονομαστικά επιτόκια κάτω από το μηδέν (αλλιώς θα χρειαστεί να πληρώνουν τους ανθρώπους για να δανείζονται).

Ο ρόλος που παίζει η αβεβαιότητα για το μέλλον φαίνεται αυτονόητη αλλά δεν την έχουμε κατανοήσει σε βάθος. Η επισφαλής φύση των χρηματιστηριακών αγορών οφείλεται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες προσδοκίες και εκτιμήσεις των επενδυτών, οι οποίες έχουν υπερβολική και παράλογη επίδραση στην αγορά. Οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται για το πόσο αξίζει μία μετοχή, αλλά για το πώς οι άλλοι επενδυτές θα την εκτιμήσουν. Και συνέκρινε την επιλογή μετοχών με έναν διαγωνισμό ομορφιάς στον οποίο νικητής αναδεικνύεται εκείνος που αντιστοιχεί περισσότερο στον μέσο όρο των προτιμήσεων των συμμετεχόντων. «Ο κριτής δεν διαλέγει τα πρόσωπα που ο ίδιος θεωρεί ομορφότερα αλλά εκείνα που πιστεύει ότι πιθανότατα θα αρέσουν στους άλλους, στο κοινό». Ο Κέυνς προέβλεψε επίσης αυτό που σήμερα αποκαλούμε «αγελαία συμπεριφορά», το να ακολουθείς δηλαδή τις προτιμήσεις του πλήθους και να παίρνεις παρόμοιες αποφάσεις με τον γείτονά σου. «Γνωρίζοντας ότι η δική μας ατομική κρίση είναι ελαττωματική, συμμορφωνόμαστε με τη γνώμη των πολλών».

Αυτή τη στιγμή, ο απλός πολίτης, ο μη ειδικός, διαπιστώνει με τρόμο ότι λείπει το συγκροτημένο οικονομικό σχέδιο τόσο από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης (που βυθίζεται σε μαρξιστική, tiersmondialiste ομίχλη), όσο και των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ (πάντοτε πίστευα ότι η κ. Λαγκάρντ είναι τελείως άσχετη, ότι ενδιαφέρεται μόνο για το lifestyle – άλλη ιστορία αυτή). Εν πάση περιπτώσει, πέρα από ηγεσίες και θεσμούς, υπάρχει η κοινή λογική – αυτή τη λογική νομίζω ότι εκφράζει ο Κέυνς, υποστηρίζοντας ότι μία οικονομική κρίση δεν διορθώνεται από μόνη της, εφόσον η ανεπάρκεια της συνολικής ζήτησης οδηγεί σε ελλιπή παραγωγική ικανότητα, σε αυτό που οι σύγχρονοι οικονομολόγοι αποκαλούν «παραγωγικό κενό».

Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όλες οι κυβερνήσεις που αποδέχονταν, λίγο-πολύ, την ελεύθερη αγορά έτειναν να εφαρμόσουν κεϋνσιανές μεθόδους, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην οικονομική διαχείριση. Το αποτέλεσμα: από το 1950 μέχρι το 1973, οι ανεπτυγμένες χώρες είχαν ετήσιο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο 5,9%. Σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ –μετρώντας εν κατακλείδι πόσο καλύτερη γινόταν η ζωή των ατόμων– το ποσοστό ήταν 4,9% για τις πλουσιότερες χώρες και 3,3% για τις αναπτυσσόμενες. Επρόκειτο για πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από εκείνους της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα. Ίσως το αποκορύφωμα του κεϋνσιανισμού ήταν το 1960, όταν οι φορολογικές περικοπές που είχε προτείνει ο πρόεδρος Κέννεντυ –τις οποίες υλοποίησε ο Λύντον Τζόνσον με το παράλληλο σχέδιο της Great Society– οδήγησαν σε μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 4,65% από το 1963 μέχρι το 1968 και σε μείωση της ανεργίας από 6,6% το 1961 σε 3,7% το 1968.

Η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε λίγο το 1973 και ο κεϋνσιανισμός απέτυχε να δώσει λύση στο σοκ του πληθωρισμού της δεκαετίας του 1970. Αυτές οι κρίσεις προκάλεσαν αντεπανάσταση εναντίον του κεϋνσιανισμού που πήρε τη μορφή του μονεταρισμού και του, ας πούμε, απεριόριστου φιλελευθερισμού του Φρίντριχ Χάγιεκ και του Μίλτον Φρίντμαν. Έτσι, στις επόμενες τρεις δεκαετίες, δεξιοί και αριστεροί πολιτικοί συμφώνησαν –και πάλι λίγο-πολύ–- ότι οι κυβερνήσεις έπρεπε να απομακρυνθούν από την οικονομική διαχείριση, την οποία έπρεπε να αναλάβουν οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς που θα υποστηρίζονται από μια πολιτική επιτοκίων με στόχο τον έλεγχο του πληθωρισμού.

Επέστρεψε, λοιπόν, η αντίληψη ότι οι αγορές μπορούν να αυτορρυθμίζονται και όποιες τυχόν ανισορροπίες θα εξομαλύνονταν. Οι κυβερνήσεις θεωρήθηκαν μέρος του προβλήματος, όχι η λύση του: στο μεταξύ είχε δημιουργηθεί τεράστια γραφειοκρατία και σοσιαλιστικές παραμορφώσεις, όπως υποβάθμιση του ιδιωτικού τομέα, υπερβολικές κρατικές παρεμβάσεις («ρυθμίσεις»), φορολογική επιβάρυνση της μεσαίας τάξης, παντοδυναμία των συνδικάτων, κατασκευή ενός αργόσχολου κοινωνικού στρώματος που ζούσε από τα κρατικά επιδόματα.

Αν και τα ακριβή αίτια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που ξεκίνησε από τα subprimes στις ΗΠΑ και εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ακόμα υπό συζήτηση, οι σύγχρονοι κεϋνσιανοί την αποδίδουν στο ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές επεδείκνυαν αγελαία συμπεριφορά. Στο μεταξύ, τρεις δεκαετίες οικονομικής απορρύθμισης (μονεταριστικού τύπου) είχαν αυξήσει τον κίνδυνο αστάθειας στην πραγματική οικονομία. Όπως έγραφε ο Κέυνς, «η πρακτική της ηρεμίας και της ακινησίας, της βεβαιότητας και της ασφάλειας ξαφνικά καταρρέει. Καινούργιοι φόβοι και ελπίδες, χωρίς προειδοποίηση, κατευθύνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά».

Μετά το 2008, οι πολιτικές και οικονομικές ηγεσίες συμμετείχαν σε μέτρα τόνωσης ύψους 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ και παράλληλης χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής. Πολλοί θεώρησαν ότι οι κινήσεις αυτές απέτρεψαν βαθύτερη ύφεση και επανεκκίνησαν την οικονομία που άρχισε να ανακάμπτει σιγά-σιγά στο τέλος του 2010. Δεν έχω σαφή εικόνα περί του τι βοήθησε ορισμένες χώρες να ανακάμψουν: σίγουρα όμως δεν ήταν η κατάργηση των κρατικών επενδύσεων και η αύξηση των φόρων προκειμένου να τεθούν υπό έλεγχο τα εθνικά ελλείμματα. Τα δημοσιονομικά έξοδα των περασμένων δεκαετιών προκάλεσαν σε όλες τις χώρες μεγάλα χρέη τα οποία καλούνται να πληρώσουν τώρα (Πώς άραγε;). Αλλά όπως γράφει ο βιογράφος του Κέυνς, Ρόμπερτ Σκιντέλσκυ, «η καταφυγή στη λιτότητα, προτού διασφαλιστεί η ανάκαμψη, είναι η θλιβερή μαρτυρία του πόσο επιφανειακή υπήρξε η αναβίωση του κεϋνσιανισμού».

Το σίγουρο είναι ότι τα φορολογικά βάρη έχουν φτάσει στο έσχατο όριο. Επίσης, πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στην περικοπή αλόγιστων κρατικών δαπανών και στη συρρίκνωση των κρατικών επενδύσεων (όπως π.χ. τα δημόσια έργα). Η πολιτική του «θέλω τα λεφτά μου πίσω» που εφαρμόζουν οι Ευρωπαίοι, καθώς και η τυφλή, φιλελευθεροφοβική πολιτική που προτείνει η σημερινή κυβέρνηση, καταστρέφουν τον ιδιωτικό τομέα και φορτώνουν τους φορολογουμένους με αβάσταχτα χρέη.

Ο κεϋνσιανισμός μού φαίνεται γενικά καλή ιδέα: μπορεί να υπερασπιστεί τόσο την ουσία όσο και το γόητρο του καπιταλισμού –τον οποίον υπονομεύει ο φασισμός και ο κομμουνισμός- δείχνοντας πώς το κράτος μπορεί να παίξει ευεργετικό ρόλο στην οικονομική διαχείριση. Με αυτή τη λογική μπορεί να οδηγήσει τις φτωχότερες χώρες σε υψηλότερα επίπεδα αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος μέσω καλά στοχευμένων κυβερνητικών παρεμβάσεων. Αν εφαρμόσουμε στην Ελλάδα την πρόβλεψη του Κέυνς ότι οι αποζημιώσεις που απαιτούσαν οι Σύμμαχοι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν τόσο μεγάλες που θα άφηναν την Γερμανία φτωχή, άρα πολιτικά ασταθή, νομίζω ότι προκύπτει μια εύλογη στάση. Αυτή η στάση συμπληρώνεται από την ιδέα το παράδοξου της λιτότητας η οποία οδηγεί σε μείωση των καταναλωτικών δαπανών, απώλεια θέσεων εργασίας, πτωχεύσεις επιχειρήσεων και βαθύτερη ύφεση.


Διαβάστε επίσης: Σημείωμα (κάπως μακρύ) για τον Άνταμ Σμιθ

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ