Ηλικιωμένη γυναίκα που οδηγάει
© Mick Tinbergen / Unsplash
Lifestyle

Δεύτερη εφηβεία (ξεκινάει μετά τα 50)

Ζούμε λες και είμαστε 17 χρονών κι ας οδεύουμε προς τα 70, οι φίλες/οι μου κι εγώ

Δεύτερη εφηβεία: Οι διαφορές και οι ομοιότητες με την πρώτη και η ομορφιά της κάθε ηλικίας.

Όταν συναντιόμαστε, μιλάμε για μπούρδες, ό,τι έχει η κάθε μία στο κεφάλι/στην ψυχή της, ανταλλάσσουμε ιδέες, επικοινωνούμε πάνω από ένα φλιτζάνι ή ποτήρι, ακριβώς όπως όταν ήμασταν 17-19 χρονών: Δεν «βγαίναμε για φαγητό» τότε, οι συζητήσεις μας γινόντουσαν με το μίνιμουμ εξόδων (καφές ή ποτό), συχνά σε ουδέτερο έδαφος καφετέριας ή μπαρ, επειδή στο σπίτι είχαμε είτε γονείς είτε συγκάτοικους μέσα στα πόδια μας. Η θεματολογία ήτανε λίγο-πολύ η ίδια, με παραλλαγές: πώς χωρίζαμε, τα φτιάχναμε, ξαναχωρίζαμε, ποιος/α μας γυάλιζε και γιατί, ποιο έργο μάς φαινόταν ενδιαφέρον, πού θα βρίσκαμε χρήματα για τα απαραίτητα και κυρίως για να πάρουμε κάτι το οποίο χρειαζόμασταν, το οποίο δεν χρειαζόμασταν στην πραγματικότητα, όταν το αποκτούσαμε, το βαριόμασταν σε δυο μέρες.

Αντίστοιχα σήμερα συζητάμε (αλλά για πλάκα, για να περνάει η ώρα) πού θα βρούμε χρήματα να πληρώσουμε το ρεύμα. Κατά καιρούς αρκετοί από εμάς μένουν χωρίς ρεύμα – κόβεται, όπως όταν ήμασταν φοιτητές, που είχαμε πάντα κεριά πρόχειρα για τυχόν καθυστερημένους λογαριασμούς. Έχουμε πάλι κεριά, τα ξεθάψαμε από καλάθια δώρων των 90s, και βέβαια έχουμε καθυστερημένους λογαριασμούς. Δεν αγοράζαμε ρούχα τότε, κάναμε ανταλλαγές ή πηγαίναμε σε αμερικάνικες αγορές, όπως και τώρα. Δεν είχαμε άγχος τότε, επειδή τα προβλήματα λυνόντουσαν μόνα τους κι αν δεν λυνόντουσαν τα συνηθίζαμε. Πράγμα που συμβαίνει αυτόματα από τα 55 και πάνω: δεν έχουμε άγχος, το φάγαμε, το κάναμε αρρώστιες μικρές ή μεγάλες που αφήσαμε ευτυχώς πίσω μας, ή παθήσεις που κουβαλάμε χωρίς διαμαρτυρίες, ή δημιουργίες που μας έδωσαν ικανοποίηση, μπορεί μέχρι και κάποια λεφτά.

Αλλά δεν έχουμε το άγχος που είχαμε από τα 30 ως τα 50. Όχι επειδή «ό,τι ήταν να κάνουμε το κάναμε», όχι επειδή αισθανόμαστε λούζερς (σκασίλα μας), παρά επειδή το έχουμε φιλοσοφήσει το πράγμα. Έχουμε μάθει να ζούμε καλά με λίγα χρήματα και αγαπημένους ανθρώπους με τους οποίους περνάμε ακόμα πιο καλά, άρα έχουμε επιστρέψει στη φοιτητική ζωή μας, στην εφηβεία και μετα-εφηβεία μας. Ενώ συνέβαινε αυτό, λάου λάου καθώς μεγαλώναμε παρέα, έχουμε «μαζευτεί», έχουμε μειώσει τις ανάγκες μας, ξέρουμε τις πολυτέλειές μας, εκτός που τις κατεβάσαμε στις ξερά απαραίτητες. Αυτό λέγεται «ρεγουλάρισμα», και σόρυ για τα πολλά εισαγωγικά: στα 20, 30 και 40 σου δεν κάνεις τίποτα με ρέγουλα, δεν μαζεύεσαι, τα θέλεις όλα και τα θέλεις τώρα, μάλιστα με μεταξωτούς φιόγκους επειδή σκοτώνεσαι στη δουλειά και αισθάνεσαι ότι δικαιούσαι μεταξωτούς φιόγκους.

Σιγά σιγά συνειδητοποιείς μέσα από απώλειες, γκαντεμιές και χαστούκια της μοίρας ότι δεν δικαιούσαι τίποτα, πόσο μάλλον μεταξωτούς φιόγκους. Είσαι τυχερό άτομο που στέκεσαι όρθιο, που έχεις φίλες/ους, συγγενείς μερικές φορές αγαπημένους, ζεστό νερό για ντους, τοστιέρα και υλικά για τοστ, ζαχαροπλαστείο και μπακάλικο στη γειτονιά σου, ποδαράκια ή/και μπαστούνι να πηγαίνεις από δω κι από κει (δύσκολο να έχεις αυτοκίνητο σήμερα, δε συμφέρει με τη βενζίνη, και όχι μόνο αυτήν, στον ουρανό). Είσαι ακόμα πιο τυχερό άτομο αν στα 60+ σου δεν πονάς πουθενά, ή πονάς όσο μια ασπιρινούλα γιατί δεν υπάρχει άτομο 60+ να μην πονάει πουθενά, μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει, δεν μπορεί, κάτι θα έχει πιτσικάρει. Είσαι τυχερό άτομο αν έχεις τηλέφωνο και μιλάς με άλλα άτομα αντιστοίχου φυράματος με τις ώρες, για απλές συνταγές μαγειρικής, για το νόημα της ζωής και ποιο θεατρικό έχει μειωμένα εισιτήρια τις Κυριακές ενώ ταυτόχρονα «λέει» για να το δεις. Είσαι τυχερό άτομο αν έχεις μισή μηλόπιτα, που υπάρχει επειδή πρέπει να τρως φρούτα αλλά δεν τα έφαγες, τα μήλα έμειναν στο μπαλκόνι της κουζίνας μέχρι που ψιλο-χάλασαν και τα έφτιαξες μηλόπιτα που είναι καλύτερη από τα μήλα τα ίδια. Είσαι τυχερό άτομο επειδή βλέπεις ήλιο και κανένα ανθάκι (από δω και πέρα), εκτός που κάθεσαι σε ανθισμένο παγκάκι με φίλες καπνίστριες να πείτε τον πόνο σας. Εκτός που παίρνετε μπίρες ή αναψυκτικά από το περίπτερο και το κάνετε Αμέρικαν μπαρ το παγκάκι μέχρι την άγρια νύχτα. 

Όλα αυτά είναι πράγματα που κάνεις και εκτιμάς όταν είσαι 16-20 χρονών. Ορίστε που κοντεύεις τα 70, άρα ζεις μια δεύτερη (ή ίσως πολλαπλή, ας μη κρατάμε σκορ…) εφηβεία. Δεν σκέφτεσαι το αύριο επειδή ξέρεις ότι μπορεί και να μην έρθει, μακάρι να έρθει, καλοδεχούμενο και γούτσου-γούτσου, αλλά θα είναι σαν το σήμερα περίπου – έτσι ήταν όταν ήσουν 17, και ορίστε που γύρισε ο ταβάς* , ορίστε που είναι πάλι έτσι. Κάνεις σχέδια βέβαια, όπως έκανες στα 17, με ενθουσιασμό, ακόμα και με πρόγραμμα, επειδή έτσι είναι η εφηβεία, σε παίρνει μαζί της. Προσέχεις, όσο χρειάζεται κι αυτό θυμίζει φράση που έλεγες στους γονείς σου όταν ήσουν 17 («προσέχω όσο χρειάζεται!») ενώ δεν πρόσεχες, ήσουν κωλόπαιδο, ή πρόσεχες λίγο, όσο πατούσε η γάτα.

Το σπουδαιότερο είναι οι φιλίες. Σκύβεις με σεβασμό όχι μόνο σε παιδικές και εφηβικές φιλίες, σε επαγγελματικές και κοινωνικές φιλίες, σε παλιές και νέες φιλίες, σε βαθιές και περιστασιακές φιλίες. Λες «η/ο Τάδε μου έσωσε κάποτε τη ζωή, σε αυτό το άτομο χρωστάω…» και δεν θυμάσαι τι χρωστάς, ή πώς σε έσωσε, δεν έχει σημασία. Το άτομο λέει τα ίδια για σένα, έχετε ξεχάσει τις λεπτομέρειες, τις έχετε μπλέξει μέσα στο προσωπικό σας αφήγημα η/ο καθεμία/καθένας. Συγχωρείς, κάτι που πάει μαζί με το «ξεχνάς». Η μόνη διαφορά από την εφηβεία σου είναι ότι το τεχνικολόρ έχει γίνει παστέλ, καθώς όλα είναι πιο ήπια, ακόμα και τα συναισθήματα. Καταλαβαίνεις τους παππούδες και γονείς σου, που δεν έδειχναν να ταράζονται φριχτά όταν κάποιος αγαπημένος τους πέθαινε – είχανε ταραχτεί φριχτά με τους πρώτους θανάτους, τους αβάσταχτους, όπως είχες ταραχτεί κι εσύ. Όχι ότι συνήθισες, δεν συνηθίζεται ποτέ η απώλεια, πόσο μάλλον ο θάνατος. Απλώς χαλάρωσες μέσα στη ζωή σου. Άρα και μέσα στο Σύμπαν, όχι μόνο το δικό σου.

Οκέι, η παραπάνω παράγραφος δεν θυμίζει εφηβεία καθόλου, οπότε την ξεχνάμε επειδή έτσι βολεύει καλύτερα. Όλοι ξέρετε 60άρηδες που ζούνε με τοστ και κονσέρβες, που έχουν κεριά στο σπίτι τους, που καπνίζουν κρυφά (πόσο κακό να κάνει πια; Από δω και πέρα;) που πίνουν τουλάχιστον ένα ποτήρι αλκοόλ όποτε το βρίσκουν, που δεν αλλάζουν συχνά σεντόνια, που βαριούνται να βγάλουν τα σκουπίδια ή να βάλουν πλυντήριο. Αν είστε κι εσείς τέτοιου είδους 50άρηδες, 60άρηδες ή 70άρηδες, μπορεί και 80άρηδες, απολαύστε τη δεύτερη εφηβεία σας. Μπορεί να μην είναι καλύτερη από την πρώτη, είναι όμως μια εφηβεία-μπόνους – καλώστηνα κι ας άργησε.

*Ταβάς είναι το τηγάνι, στα Τούρκικα. «Γύρισε ο ταβάς» σημαίνει έφτασε το τηγάνι προς το μέρος σου – πριν ήτανε απέναντι το τηγάνι, έκανε τον γύρο του τραπεζιού και ορίστε που ήρθε πάλι μπροστά σου. Το έλεγε ο μπαμπάς και πιο πριν ο παππούς μας. Δεν είναι ακριβώς το Κάρμα στα Τούρκικα, αλλά προς τα εκεί πηγαίνει…

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice