Η fashion editor της Vogue, Diana Vreeland
Η fashion editor της Vogue, Diana Vreeland, στα γραφεία της Vogue στη Νέα Υόρκη, το 1966 ©Getty Images/ Rowland Scherman
Lifestyle

Diana Vreeland. Η πάπισσα του στιλ στον 20ό αιώνα

Το πορτρέτο της γυναίκας που είπε τη φράση: «Δουλειά; Τι ενδιαφέρουσα ιδέα!»

Το πορτρέτο της μυθικής Νταϊάνα Βρίλαντ που επί 50 χρόνια διαμόρφωνε τη μόδα και το στιλ.

Η Νταϊάνα Βρίλαντ υπήρξε η πάπισσα του στιλ στον εικοστό αιώνα. Ως υπεύθυνη μόδας στο Harper’s Bazaar επί εικοσιπέντε χρόνια, ως διευθύντρια της Vogue, ως δημιουργός και πρέσβειρα των εξαιρετικών εκθέσεων του Costume Institute του Μητροπολιτικού Μουσείου Τεχνών της Νέας Υόρκης, η Νταϊάνα έγινε επί πενήντα χρόνια ζωντανός μύθος για την ευφυΐα της, το πνευματώδες χιούμορ της, τη μαγεία που εξασκούσε, όπως και για τη μεταμόρφωση του στιλ και της μόδας σε ύψιστη καλλιτεχνική δημιουργία. Καθόλου άσχημα για μια γυναίκα που δεν είχε σκοπό να δουλέψει ποτέ στη ζωή της. «Δουλειά; Τι ενδιαφέρουσα ιδέα!»

Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1906 από έναν Σκοτσέζο κτηματία και μια Αμερικανίδα μητέρα. Μεγάλωσε στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Δεν ανατράφηκε μέσα στο πολύ χρήμα, αλλά η οικογένειά της σε κοινωνικό επίπεδο ήταν άριστα δικτυωμένη. Η νεαρή Νταϊάνα (οι φίλοι της την αποκαλούσαν Dee-an) μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια καλοαναθρεμμένη κοσμική που την ενδιέφερε ο κόσμος της μόδας. Η μητέρα της ενίσχυσε αυτή την τάση της μικρής, καλλιεργώντας της την ιδέα ότι έπρεπε να μοιάζει με τα εξώφυλλα των περιοδικών μόδας.

Υπερβολική. Εκκεντρική. Δηλητηριώδης. Υπέροχη.

«Είναι πολύ κακό που είσαι τόσο άσχημη κι έχεις μια τόσο όμορφη αδελφή, που τη ζηλεύεις τόσο φρικτά. Γι’ αυτό είσαι τόσο ανυπόφορη» της είπε η μητέρα της όταν η Νταϊάνα ήταν πέντε χρονών. «Ήμουνα το πιο φρικτό κοριτσάκι στον κόσμο. Κάθε φορά που κοιταζόμουνα στον καθρέφτη ήθελα να αυτοκτονήσω» εξομολογήθηκε η Βρίλαντ σε μια συνέντευξή της το 1977.
H μόρφωση της Νταϊάνα και της νεότερης αδελφής της ήταν αλλοπρόσαλλη. Αντί η μητέρα της να προτιμήσει για τις κόρες της μια ακαδημαϊκή μόρφωση, έστειλε την Νταϊάνα σε διάφορες σχολές μπαλέτου, με πρώτη τη σχολή του Michael Fokine, τη μόνη σχολή που διηύθυνε ένας αυτοκρατορικός δάσκαλος από τη Ρωσία.
«Στο σπίτι μας έρχονταν διάφοροι υπέροχοι άνθρωποι... Θυμάμαι πολύ καλά τον Ντιάγκιλεφ και τον Νιζίνσκι... Ο Ντιάγκιλεφ ήταν πολύ εντυπωσιακός, αλλά ο Νιζίνσκι ήταν σαν μικρό ζώο... Ήσυχος και αποτραβηγμένος» έγραψε στο αυτοβιογραφικό της βιβλίο «D.V»
Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Ντιάγκιλεφ και ο Νιζίνσκι δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στο σπίτι του Φρέντερικ και της Έμιλι Ντιλ. Η Νταϊάνα θα πρέπει να ήταν αθεράπευτα μυθομανής, ή ασύστολη ψεύτρα. Ήταν αδύνατον να της αποσπάσεις την αλήθεια, ακόμα και για τα πολύ απλά βιογραφικά της στοιχεία. Το παραδεχόταν και η ίδια: «Η αλήθεια είναι βαρετή. Ο μύθος είναι πολύ πιο ενδιαφέρων».

Στην εφηβεία της ρίχτηκε στα τρελά πάρτι της υψηλής κοινωνίας, με μόνο σκοπό να καταπλήξει τα πλήθη. Ήταν μόλις 16 όταν ανακάλυψε ότι το υπερβολικό μακιγιάζ και τα ωραία ρούχα αποσπούσαν την προσοχή των άλλων από τις ενοχλητικές φυσικές της ατέλειες. Την ίδια εποχή ανακάλυψε μια αλοιφή που πουλιόταν στα φαρμακεία, ένα πρωτόγονο μέικαπ που περιείχε υδράργυρο κι έκανε το δέρμα λευκό σαν χαρτί. Κάθε βράδυ, πριν τα ραντεβού της, άρχιζε να βάφεται καλύπτοντας και το παραμικρό χιλιοστό δέρματος από τη μέση και πάνω. Οι ατυχείς συνοδοί της κατέληγαν πάντα με τα μαύρα τους σακάκια αλευρωμένα.

Με τα χρόνια το μακιγιάζ εξελίχθηκε, και από ένα σημείο και πέρα παρέμεινε αναλλοίωτο επί δεκαετίες: χείλη και νύχια βαμμένα στο ίδιο έντονο κόκκινο, γυαλιστερά βλέφαρα, κόκκινες πινελιές στους κροτάφους, στα ζυγωματικά και τα αυτιά. Μόλις τέλειωνε, ρωτούσε ρητορικά τους γύρω της: «Είναι αρκετά Καμπούκι;».
Σε μια πτήση προς τη Βοστόνη, η αεροσυνοδός έσκυψε πάνω από την ιέρεια του στιλ και της είπε: «Γλυκιά μου, άσε με να σου απλώσω λίγο το ρουζ στα μάγουλά σου». Χωρίς να ενοχληθεί καθόλου η Βρίλαντ γύρισε προς το σχεδιαστή Bill Blass, που καθόταν δίπλα της, και του είπε: «Μα είναι τόσο χαριτωμένη... Τόσο Αμερικάνα...».

Το παράδοξο είναι που ενώ ως γυναίκα αποτελούσε, σύμφωνα με τα πρότυπα της ομορφιάς, μια χτυπητή παραφωνία, εκείνη γοήτευσε και παντρεύτηκε έναν από τους πιο όμορφους και κομψούς άντρες της εποχής, τον τραπεζίτη Τόμας Ριντ Βρίλαντ. Μία από τις άσπονδες φίλες της μετά το γάμο της Νταϊάνα ρωτούσε όποιον έβρισκε μπροστά της: «Γνωρίζετε την ισπανική παροιμία που λέει πως μια όμορφη γυναίκα θα ’θελε να έχει την τύχη μιας άσχημης;».

Οι Βρίλαντ ζούσαν με μεγαλύτερη πολυτέλεια από όσο μπορούσαν να αντέξουν τα οικονομικά τους. Διέθεταν μια Bugatti με οδηγό, με την οποία έκαναν τα ταξίδια τους στην Ευρώπη. Το χαμηλό κόστος ζωής στην προπολεμική Ευρώπη και κάποιες περιστασιακές επιχειρήσεις της Νταϊάνα τους επέτρεπε όμως να μπαινοβγαίνουν στους μεγαλοαστικούς κύκλους, γεγονός αδύνατο να διανοηθούν με τα πραγματικά εισοδήματά τους.

Μια από τις επιχειρήσεις αυτές ήταν ένα μικρό κατάστημα εσωρούχων, στο οποίο φημολογείται ότι η Γουώλις Σίμπσον παρήγγειλε τα νυχτικά που φορούσε στο πρώτο της γουίκεντ με τον πρίγκιπα της Ουαλίας. «Το κατάστημα της μαμάς ευθύνεται για την πτώση της βρετανικής αυτοκρατορίας» αστειευόταν αργότερα ο γιος της Frecky.

Πάντα φοράω το σουέτερ μου, το μπρος πίσω. Κολακεύει πολύ περισσότερ έτσι.

Τα νέα που αφορούσαν την Νταϊάνα εντοπιζόντουσαν σ’ αυτά που αφορούσαν το στιλ. Όταν κάποιος την πληροφόρησε πως είχαν δολοφονήσει τον JFK, το σχόλιο της Βρίλαντ ήταν: «Κρίμα, δεν θα μπορούμε πια να έχουμε την Τζάκι στη Vogue».

«Η μαμά δεν είχε καμία αίσθηση του καλού και του κακού. Γι’ αυτήν τα πράγματα ήταν μόνο ενδιαφέροντα ή όχι» έλεγε ο γιος της. Ήταν τελείως απολίτικη: «Η πολιτική κι εγώ είμαστε σε δύο εντελώς διαφορετικές συχνότητες» δήλωνε συχνά. Της ήταν αδύνατον να καταλάβει τους λόγους για τους οποίους οι Γάλλοι είχαν εξοστρακίσει την Κοκό Σανέλ, η οποία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν συνεργάτης των Γερμανών και τη συντηρούσε ένας Γερμανός αξιωματικός. «Δεν πήρα το μέρος κανενός σε όσα συνέβησαν στο Παρίσι στη διάρκεια του πολέμου, γιατί απλούστατα δεν ήμουν εκεί».

Το διαμέρισμα των Βρίλαντ στη Νέα Υόρκη, στον αριθμό 400 της Park Avenue, και το εξοχικό τους στο Brewster ήταν πάντοτε γεμάτα από φίλους που «μόλις είχαν έρθει από την Ευρώπη». Μία από τις πιο τακτικές της επισκέπτριες ήταν η Έλσα Σκιαπαρέλι, η αγαπημένη ασχολία της οποίας ήταν να κεντάει μαξιλαράκια παρέα με την Νταϊάνα. Αλλά η αγαπημένη της σχεδιάστρια ήταν η Κοκό Σανέλ, την οποία γνώριζε προσωπικά.

Η Νταϊάνα διέθετε ένα απόλυτο λουκ, που δεν άλλαξε πολύ μέσα στις δεκαετίες. Οι πιο σημαντικές αλλαγές ήταν στα μαλλιά της. Η δεκαετία του ’30 ήταν η «περίοδος του τυρμπάν», μετά ήρθαν τα μικρά καπέλα κι ύστερα, στη δεκαετία του ’60, ο κομμωτής Αλεξάντρ δημιούργησε το «στιλ Καμπούκι» –κορακί μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω με δύο τούφες να παίζουν στο ύψος των ζυγωματικών–, που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Στο ντύσιμο προτιμούσε τα απλά, κομψά ρούχα, που τα συνδύαζε με έντονα αξεσουάρ. Εξωτικά κοσμήματα, καπέλα και υπέροχα παπούτσια αποτελούσαν τα φετίχ της εμφάνισής της. «Μου αρέσουν τα πανάκριβα κασμιρένια πουλόβερ, τα ακριβά σατέν παντελόνια, οι μεταξωτές κάλτσες, τα ωραία παπούτσια, τα εξαιρετικά παπούτσια και ό,τι μπορεί να φορεθεί γύρω από το λαιμό».

Κοιμόταν σε μαύρα σατέν μαξιλάρια για να διατηρεί το χρώμα των μαλλιών της, κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες βιταμινών κι έβαζε την καμαριέρα της (που παλιότερα ήταν οικιακή βοηθός της παλιάς ντίβας του Χόλιγουντ, Γκλόρια Σβάνσον) να της σιδερώνει τα χαρτονομίσματα.

Ποτέ δεν πλήρωσε για να αγοράσει ρούχα διάσημων σχεδιαστών. Οι Γάλλοι σχεδιαστές την ονόμαζαν «ομορφάσχημη», αν και γενικά εθεωρείτο τρομερά άσχημη. Ένας δημοσιογράφος στην Αμερική έγραψε ότι η φυσιογνωμία της του θύμιζε ινδιάνικη πίπα. Η ομορφιά της πάντως δεν ενδιέφερε κανέναν. Οι σχεδιαστές τη θεωρούσαν αυθεντική και μοναδική, μια γυναίκα του κόσμου. Έτσι της πρόσφεραν τις δημιουργίες τους και τα αξεσουάρ τους δωρεάν, θεωρώντας ότι ήταν η καλύτερη διαφήμιση των ρούχων τους, να τα φοράει η αυτοκράτειρα του Chic...

Ένα βράδυ η Carmel Show –η αρχισυντάκτρια που ήταν υπεύθυνη για τη μεταμόρφωση του Harper’s Bazaar σε Μανιφέστο της Μόδας– την είδε να χορεύει στο St. Regis Roof και τη ρώτησε αν θα την ενδιέφερε να δουλέψει στο Βazaar. H Βρίλαντ δέχτηκε αμέσως, γιατί χρειαζόταν τα χρήματα.

«Μην την αφήσετε να γίνει αρχισυντάκτης του Bazaar» είπε η Carmel Show στους Hearst την ημέρα που παραιτήθηκε από τη θέση της. Εκείνοι ακολούθησαν τη συμβουλή της κι έδωσαν τη θέση της στην ανιψιά της Show, τη Nancy White. Νιώθοντας πικραμένη και αδικημένη, η Νταϊάνα, μετά από 25 χρόνια στο Bazaar, έστρεψε την προσοχή της στο αντίπαλο στρατόπεδο και αποφάσισε να αυτομολήσει στη Vogue. O οργανισμός Cond. Nast την προσέλαβε το 1962 σαν υπεύθυνη μόδας κι ένα χρόνο αργότερα, όταν αποσύρθηκε η Jessica Davies, ανέλαβε αρχισυντάκτρια. «Ήταν η πιο δύσκολη αρχισυντάκτρια της Vogue» είπε ο Kay Hays, ο στιλίστας παπουτσιών της Vogue. «Πριν από την Νταϊάνα δεν υπήρχε μόδα στο περιοδικό». Ήταν τόσο απαιτητική από τους συνεργάτες της που μπορούσε να τους ζητήσει τα πιο απίθανα πράγματα, όπως το να της βρουν την τέλεια χρωματική απόχρωση που έχει «το πράσινο τραπέζι του μπιλιάρδου». Απέρριψε κάθε απόχρωση που της έδειξαν, ακόμα και μια φωτογραφία με ένα τραπέζι του μπιλιάρδου. Είχε όμως μια μαγική ικανότητα να κερδίζει την απόλυτη αφοσίωση των συνεργατών της. Όταν αργότερα αναγκάστηκε να φύγει από τη Vogue, η γραμματέας της, ανίκανη να αντέξει στην ιδέα ότι θα εργαζόταν για κάποια άλλη, προτίμησε να αυτοκτονήσει.

Χρησιμοποιούσε έναν ιδιαίτερο τρόπο για να επικοινωνεί με τους συνεργάτες της. Συνήθιζε να πετάει διάφορα σύντομα αξιώματα και άφηνε τους άλλους να βγάζουν συμπεράσματα. «Πεν, το πιο σημαντικό πράγμα εδώ πέρα είναι η κουμπότρυπα» είπε στο φωτογράφο Ίρβινγκ Πεν, όταν φωτογράφιζαν μαζί τις κολεξιόν υψηλής ραπτικής στο Παρίσι. «Εννοούσε ότι αυτό που έπρεπε να τονίσουμε, ήταν οι λεπτομέρειες. Κι αυτές φωτογραφίσαμε». Το ένστικτό της για τη μόδα ήταν τόσο αλάθητο, λέει ο μύθος, που συχνά την έπαιρνε ο ύπνος στις επιδείξεις και ξυπνούσε μόνο στα πιο ωραία μοντέλα.

Δημοσιογράφος:
ΜΙΣ ΒΡΙΛΑΝΤ, ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΠΑΤΕ ΕΙΝΑΙ ΓΕΓΟΝΟΣ, FACT; Ή ΜΥΘΟΣ, FICTION;
Βρίλαντ:
ΕΙΝΑΙ FACTION

Στη διάρκεια του πολέμου, όταν υπήρχε έλλειψη παπουτσιών γιατί όλη η βιομηχανία εργαζόταν για το στρατό, η Βρίλαντ έπεισε όλες τις γυναίκες της Αμερικής να φορέσουν παπούτσια μπαλέτου και για να τα συνοδεύουν με ανάλογα ρούχα, έπεισε τους σχεδιαστές να σχεδιάσουν ρομαντικά φορέματα που θύμιζαν κοστούμια μπαλέτου. «Ήταν από τις καλύτερες στιγμές της αμερικανικής μόδας» λέει ο Bill Blass. «Όλα τέλειωσαν όταν, μετά τον πόλεμο, άνοιξαν τα παρισινά σαλόνια».

Η Βρίλαντ ήταν η πρώτη που δημοσίευσε φωτογραφία του Μικ Τζάγκερ στην Αμερική. Ήταν αυτή που ανακάλυψε τη Βερούσκα και αργότερα τη Λορίν Χάτον. Αγαπημένα της μοντέλα ήταν η Τουίγκι, φυσικά, και η Βερούσκα. Αλλά και η Πηνέλοπι Τρι, η Αντζέλικα Χιούστον, η Μαρίζα Μπερενσόν.

Το μόνο πράγμα που ξεπερνούσε τις φαντασιώσεις της ήταν οι δαπάνες της. Δεν δίσταζε να στείλει τον καλύτερο φωτογράφο μόδας του κόσμου στην Ινδία για να φωτογραφίσει λευκές τίγρεις και στο τέλος να μη δημοσιεύσει ποτέ τις φωτογραφίες. Όταν την πίεζαν να περικόψει τις εξωφρενικές σπατάλες, τηλεγραφούσε στους συνεργάτες της στο Λονδίνο για να περιορίσουν τα έξοδά τους και μετά τους μιλούσε δύο ώρες από το τηλέφωνο για να διαπιστώσει αν έλαβαν το τηλεγράφημα.

Η Νταϊάνα είχε την ικανότητα να σκέπτεται έξω από κάθε τι καθιερωμένο και τυποποιημένο. Ακόμα και το ντεκόρ του διαμερίσματός της στη Park Avenue δεν έμοιαζε με κανένα άλλο διαμέρισμα. Η Νταϊάνα ζήτησε από τον ντεκορατέρ της να θυμίζει «κήπο της κόλασης». Το αποτέλεσμα δεν ήταν ένας κήπος της κόλασης, αλλά πλησίαζε αρκετά – κυριαρχούσε η λαμπερή κόκκινη λάκα, σε όλους τους τοίχους υπήρχε κόκκινη λουλουδάτη ταπετσαρία, παντού αναμνηστικά αντικείμενα και πολλά βιβλία. Στο κέντρο του καθιστικού δέσποζε ένας κατακόκκινος ψηλός καναπές με μια εντυπωσιακή συλλογή από μαξιλάρια, επίχρυσοι καθρέφτες και κορνίζες, όπως και λεπτά κηροπήγια στον τοίχο. Το κόκκινο ήταν το αγαπημένο της χρώμα. Θυμηθείτε την ταινία “Funny Face” με την Όντρεϊ Χέπμπορν. Η διευθύντρια του περιοδικού, που φώναζε “think pinκ”, δεν ήταν παρά μια παρωδία της Βρίλαντ.

«Ποτέ μη σκέφτεσαι την πραγματικότητα, απλά πρόβαλε μια εικόνα στον κόσμο»

Ποτέ δεν εξέφρασε δημόσια τα συναισθήματά της για το γεγονός της απόλυσής της από τη Vogue. Ποτέ δεν έκανε δήλωση, ποτέ κανένα σχόλιο. Η συνεργασία της με το Costume Institute του Metropolitan Museum έγινε για τη Βρίλαντ μια τρίτη καριέρα και για πολλούς, η πιο επιτυχημένη της. Μέσα σε δεκατέσσερα χρόνια και με δεκατέσσερις εκθέσεις, έκανε το Costume Institute το πιο ζωντανό τμήμα του μουσείου και την ίδια ένα από τα πιο σημαντικά ονόματα συνεργατών του.

Το 1985, τέσσερα χρόνια πριν από το θάνατό της, σταμάτησε εντελώς τις δημόσιες εμφανίσεις της προτιμώντας μια απομόνωση στο στιλ της Γκάρμπο. Υποδεχόταν τους ελάχιστους φίλους σ’ ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη κρεβατοκάμαρά της, όπου κρυμμένη πίσω από ένα παραβάν τους άκουγε να κουτσομπολεύουν ή να της διαβάζουν ιστορίες.

Ποτέ κανείς δεν την είδε με μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά ή χωρίς μακιγιάζ. Κι όμως, όταν άφησε την τελευταία της πνοή στο Lenox Hill Hospital στο Μανχάταν, το πρόσωπό της ήταν γυμνό και τα μαλλιά της κατάλευκα. Το μόνο που θύμιζε την αυτοκράτειρα της μόδας ήταν τα άψογα φροντισμένα νύχια της, βαμμένα σ’ ένα βαθύ κόκκινο, το αγαπημένο της χρώμα.

Εκείνες τις μέρες είχε πει: «Τα μάτια μου κουράστηκαν να βλέπουν όμορφα πράγματα».

Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 2011 στο περιοδικό LOOKmag

Top Reads

Δείτε ακόμα

Στην Athens Voice