Πολεις

Νοσταλγώ τα γκάζια

Μέρες με κάψα, νύχτες με υγρασία

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 225
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
91977-206532.jpg

Eίχε μια ζέστη σφιχτή και μια υγρασία γραμμωμένη σαν στρείδι που κολλάει στο βράχο αυτές τις μέρες η Θεσσαλονίκη. Κι ο κόσμος στους δρόμους με παράσερνε όπως ο τυφώνας Γουστάβος στην Καραϊβική, ήθελα να κατεβάσω τόνους παγωμένου ρουμιού, όπως ο Χάντερ Τόμσον στο «Μεθυσμένο ημερολόγιο», ο κόσμος με έσπρωχνε κι έσκαγα σαν κύμα πάνω σε παιδιά που μου πάσαραν χαρτάκια του φροντιστηρίου «Πλάτων», τράκαρα πάνω σε emo φράντζες που μπουκώνονταν με yams καβουριού στο “Patafritas”, μωρά που ανεβοκατέβαιναν στις ασημένιες κυλιόμενες του εμπορικού κέντρου Πλατεία, κοινωνικές ομάδες που διεκδικούσαν αιτήματα στα πέριξ της ΧΑΝΘ και της Έκθεσης. Γιατί πάντα, όταν ανεβαίνει το πολιτικό θερμόμετρο, στα κανάλια γράφουν «στο κόκκινο η αντιπαράθεση»; Γιατί η αντιπαράθεση δε διαλέγει κίτρινο ή ροζ, πράσινο ή έστω ματζέντα;

Κι ευτυχώς που σε αυτή την πόλη τα μπαρ ανοίγουν πιο μπροστά από τα σχολεία και το θρανίο μου στον «Θερμαϊκό» με περίμενε δίπλα στον ανεμιστήρα. Κι ο δάσκαλός μου, ο dj Κάβουρας, ίσως είχε την ίδια κάψα με μένα κι έριχνε στα cd παλιά του Τσετ Μπέικερ αλλά και Κλοζέλ για το welcome, μιας και το φεστιβάλ Reworks έρχεται στις 19 και 20. Κι εκτός από τον Κλοσέλ, φέρνει και τον Daddy G των Massive Attack και τους Future Sound Of London, που, μα τον Θεό, δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσω μια φορά το “Papua New Guinea” τους και να μη θυμηθώ ένα απόγευμα στο Λονδίνο, αρχές του ’90, που το ακούγαμε ψηλά σε μια στέγη, τα σύννεφα περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας κι ένας φίλος μου είπε πως μοιάζουν με υπερωκεάνια και, αν κάποιος τα καβαλήσει, μπορεί να βγει κατευθείαν εκεί. 120 καλλιτέχνες, μουσικοί, djs, εικαστικοί, πάντα υπό την αιγίδα της Non, το Reworks παραμένει μια ανάσα, μια απόδραση, ένας παλμογράφος.

Kαι η ζέστη εκεί, και η υγρασία αφόρητη, επιμένουν, σε διαλύουν, σε κάνουν απλά να υπάρχεις, σκέτα, χωρίς πολλές επιθυμίες, πέρα από το να πάψει το κύμα του κόσμου να σε ξεβράζει όπου να ’ναι, Θεσσαλονίκη αφόρητη, πηχτή, διακτινίζομαι. Ένα καινούργιο μωρό, που το φωνάζω Γατί, κλαίει στο Πλαγιάρι, ρουφάει άπληστα το γάλα του, οι γονείς του τα ’χουν παίξει. Το κουνάν’, το νανουρίζουν, του γλυκομιλούν, αλλά το Γατί μωρό έχει πεισμώσει. Όπως και ο σκύλος απέναντι, σκύλος πραγματικός, που απαντά στα κλάματα της μπέμπας με γαβγίσματα.

Της αγοράσαμε μπλουζάκι με στάμπα Rock Star, μέχρι το Πλαγιάρι είναι ολόκληρο ταξίδι, όπως και σε Νέο Ρύσιο, Καρδία, Μεσημέρι, Ταγαράδες και Σουρωτή, περιοχές που γνωρίζουν απίστευτο οικιστικό μπουμ, περιοχές με μεζονέτες και βίλες περιτοιχισμένες για τους αδιάκριτους, χιλιάδες κόσμου εγκαταλείπουν την πόλη και μεταμορφώνουν τα μικρά κάποτε χωριουδάκια σε σχεδόν αμερικάνικα suburbia. Πώς ζουν οι άνθρωποι εδώ, αναρωτιέμαι, τόσο πολύ οξυγόνο και καθαρός αέρας, τόση σιγαλιά; Νοσταλγώ ξαφνικά τα γκάζια και το θόρυβο του κέντρου. Στο δρόμο της επιστροφής ο Κορδιάος στον Republic 100,3 παίζει το ιδανικό σάουντρακ, “Beautiful Burnout” από Underworld, τρώμε φλασιά, πάλι πέρασαν οι μέρες και δεν πήγαμε στην έκθεση “No Borders, Just N.E.W.S.” στα Ψυγεία στο λιμάνι. Ένα από τα έργα της έκθεσης πάει ασορτί με το κλίμα της Θεσσαλονίκης, κάποιος ρίχνει στην τοστιέρα μια φέτα κι αυτή βγαίνει ψημένη με μια στάμπα ροδαλής Τζιοκόντας πάνω της.

Μετά τις 11 είναι πιο εύκολο να βρεις πάρκινγκ σε αυτή την πόλη. Λίγο πιο κάτω από την Αγίου Μηνά με τις πλουμιστές τις νεραντζούλες, είναι το “Calendari” της Κατούνη. Αφήνω τον «Ζύθο» για τους τρέντι και τους κυβερνητικούς επισκέπτες της ΔΕΘ, το “Calendari” που βρίσκεται ακριβώς απέναντι το προτιμώ γιατί μου βγάζει αύρα ήρεμη και καθόλου πανικό. Κι έχει αυτή τη γλυκά δαιμονισμένη φέτα, τυλιγμένη σε φύλλο μπακλαβά, περιχυμένη με μέλι και σουσάμι, μια σαλάτα με λαχανικά, κάσιους, μαστέλο Χίου, προσούτο, κεφτεδάκια μαγειρεμένα μερακλίδικα με σάλτσα και γιγάντια τραγανιστά σνίτσελ. Δοκίμασέ τα αράζοντας στα υπαίθρια τραπεζάκια του, δεν ξέρω για σένα, αλλά εμένα μου κατέβασαν τόνους νοσταλγίας τα ασπροκόκκινα καρό στρωμένα τραπεζομάντιλά του από κάτι παλιούς Σεπτέμβρηδες στη Νέα Ορεστιάδα. Πάντα μετά από κάθε καλό γεύμα με πιάνουν τα υπαρξιακά μου, τι κάνουμε εδώ, τι κάνουν όλοι αυτοί εδώ, Salonica: great place to eat and drink, αλλά μετά το επόμενο “and” δε βρίσκω να συμπληρώσω κάτι και η υγρασία ανεβάζει πόντους κι εφαρμόζω ολόδικές μου τεχνικές για να δροσίζομαι.

Tρεις τα χαράματα, δε μένω εδώ, κι ας είμαι εδώ, χάνομαι στα στενά της νορβηγικής πόλης Μπέργκεν, παρακολουθώ τον ντετέκτιβ Βέουμ να προσπαθεί να συλλάβει τον καταδότη των ναζί με κωδικό «Ποντικοφάρμακο». Παρότι έχει γράψει έντεκα βιβλία με αυτόν τον ήρωα, τώρα ανακάλυψα τον Νορβηγό Γκούναρ Στόλενσεν. «Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι» (Πόλις), διατείνεται ο μοναχικός ιδιωτικός ντετέκτιβ, το Μπέργκεν είναι η πόλη του, κι εκεί οι άνθρωποι, όπως κι εδώ, δεν έχουν να κάνουν πολλά πράγματα πέρα από εμπόριο και οινοποσίες, τζόκινγκ και ψάρια στο τηγάνι, οι ιστορίες όμως και οι πληγές του παρελθόντος δεν κλείνουν ποτέ, καραδοκούν, στοιχειώνουν, γίνονται επικίνδυνες.

Πέντε το πρωί, κάτω από το σπίτι μου το ζευγάρι που έχει το «Πλάθω κουλουράκια» ανοίγει και μπαίνει να ψήσει. Σε τρεις ώρες η Κορομηλά θα μυρίζει φρέσκο ψωμί και τυροπιτάκια. Το «Πλάθω κουλουράκια» έλειπε από αυτόν το δρόμο, γεμάτο μπαρ και μπουτίκ. Περισσότερο θα ταίριαζε στα Θολάρια της Αμοργού ή στην Απείρανθο της Νάξου, γιατί είναι μικρό και γουστόζικο, σαν σε νησί. Κακό πράγμα να μη σε παίρνει ο ύπνος και να αναπολείς παραλίες και νερά, ενώ το φθινόπωρο ετοιμάζεται να κάνει ντου. Μπες, ρε άτιμο, να ησυχάσουμε!

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ