Πολεις

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι

Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά

32014-72458.jpg
A.V. Guest
ΤΕΥΧΟΣ 763
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
© ΒΕΡΒΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ / EUROKINISSI

Μια άλλη, λογοτεχνική, προσέγγιση της Θεσσαλονίκης στις μέρες της πανδημίας, του lockdown, των κρουσμάτων, του ζόφου.

Των Δημήτρη Κοκκινίδη* και Δέσποινας Ριζοπούλου**


Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά

Αυτό ακριβώς που κάνουν δηλαδή και τα cargo – μεταγωγικά πλοία που ξεκουράζονται τα βράδια, ανοιχτά στον Θερμαϊκό, ίδια καλοκαιρινές λαμπυρήθρες. Κοιτάζουν τη Θεσσαλονίκη και αποκρυπτογραφούν προσεκτικά τις συνήθειές της. Aυτό όμως που δεν θα μπορούσαν ποτέ να ξέρουν είναι ότι «οι πόλεις είναι το άθροισμα των επιθυμιών των ανθρώπων που τις κατοικούν», κατά πώς λέει ο Roland Barthes. Κι αυτό ενδεχομένως να εξηγεί επαρκώς τη γεμάτη αντιθέσεις, αταξινόμητη, ρευστή και πολυσχιδή εικόνα – ταυτότητα αυτής της πόλης, με την μικρόψυχη καθημερινότητα αλλά και τον πολιούχο μεγαλόψυχο έρωτα που τη σκέπει αιώνες τώρα.

Είναι ερωτική πόλη η Θεσσαλονίκη; Ή πρόκειται για έναν τεράστιο αστικό μύθο, μια γιγάντια ροζ νέον ρεκλάμα τουριστικής στοχοθεσίας; Και δεν αναφέρομαι στην ιοβόλο Θεσσαλονίκη των ημερών, που covid-ιάστηκε και ακτινοβολεί ερυθρό του κινδύνου και «δριμύ μαύρο του θανάτου», αλλά στη Θεσσαλονίκη με την οποία είμαστε ερωτευμένοι σχεδόν όλοι. Τη Θεσσαλονίκη των ποιητών, τουλάχιστον όπως πρόλαβε να τους δει ο Διονύσης Σαββόπουλος, των διανοούμενων, των ημεδαπών εξόριστων καλλιτεχνών, των εραστών, των όμορφων κοριτσιών και των σαββατιάτικων φυλών από τις άκρες της πόλης.

Ποια είναι τελικά η Θεσσαλονίκη; Tι είναι; Ή μήπως, αποφατικά, να συμφωνήσουμε στο τι δεν είναι. Εμμονικά πάντως τριγυρίζει στον νου μου η οικονομημένη λεξιχρησία του ποιητή, Ντίνου Χριστιανόπουλου:

 

Μπατιρημένο κουρείο
Σάββατο βράδυ
χωρίς δουλειά
μπατιρημένο κορμί
Σάββατο βράδυ
χωρίς έρωτα

Γράφει ο μεγάλος Γιώργος Σκαμπαρδώνης: «Παρά τις περί αντιθέτου φήμες, η Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει. Δηλαδή υπάρχει και δεν υπάρχει. Υφίσταται ως συσσωμάτωση κτισμάτων, κατοικιών και δρόμων, σύνθεση γης, βουνών και λιμένος, αλλά δεν ζει ως ενιαία συνείδηση. Δεν υπάρχει ως ενιαία αυτο-συναίσθηση και ολική αυτο-αντίληψη ή συλλογικότητα, παρά ως θρυμματισμένος πληθυσμός χωρίς κοινό τόπο ιδεών, χωριστός σε περιοχές και ομάδες που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε. Ναι, είναι η στρεβλή, γραφική της προφάνεια. Όπως τα Λαδάδικα, τα Λουλουδάδικα και η ζωή μας, που πάει άδικα. Τι είναι, λοιπόν, η Θεσσαλονίκη; Μήπως είναι κάτι βαθύτερο, πιο περίπλοκο, σχεδόν ερεβώδες;»

Δεν είναι «συμπρωτεύουσα». Κομμένο το αστείο. Όσο κι αν παρηγοριέται με το πολυφορεμένο αυτό κλισεδάκι - γοβάκι. Είναι μια παραθαλάσσια μεγαλούπολη πιο κοντά στα Βαλκάνια και στο ιστορικό ανατολίτικο παρελθόν της παρά στην πρωτεύουσα Αθήνα. Δεν είναι, αλλά προσπαθεί να περνιέται για κοσμοπολίτισσα. Ειδικά τα βράδια. Θα ξαναγίνει. Παρά τις έντονες τάσεις εσωστρέφειας ανοίγεται πλέον συστηματικά στον κόσμο. Άλλωστε ο ανοιχτός γαλάζιος ορίζοντας αποτελεί, αν μη τι άλλο, την προβολή της ψυχής των ανθρώπων της πάνω στην ύλη.

Δεν είναι μια πόλη με τις οργανωμένες ευκολίες των καλομαθημένων ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, π.χ. δημόσιες συγκοινωνίες, αεροδρόμια με υπερατλαντικές πτήσεις και αληθινό μετρό. Τουλάχιστον, όμως, μπορείς να την περπατήσεις, αν και το δόγμα μετακίνησης που φαίνεται να παίζει είναι το «καθένας με το προσωπικό του αυτοκίνητο στο κέντρο και τριπλοπαρκάρισμα όπου βρει κι όχι όπου δει.

Δεν είναι βιαστική, χαοτική, άσχημη, ξενέρωτη. Δεν είναι φοβική και σνομπ - κομπλεξική, εξόν και έχεις αθηναϊκές πινακίδες. Εντάξει, κλισεδάκι κι αυτό.

Με 2.300 χρόνια ζωής, δεν είναι καθόλου αβασάνιστα ανιστόρητη ή αδόξαστη. Βεβαιώνει σχετικώς η Σοφία Νικολαΐδου: «Η Θεσσαλονίκη είναι πόλη πυκνής ιστορικής ύλης. Τα μέρη που λιαζόμαστε ανέμελοι και περπατάμε αδιάφοροι, τα πεζοδρόμια, οι δρόμοι, οι πλατείες είναι βαμμένα με αίμα. Η Ιστορία δεν είναι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν κάπου, σε κάποιους άλλους, αλλά όσα έζησαν οι γονείς και οι παππούδες μας. Οι μικροϊστορίες του καθενός τους είναι που πήραν παραμάζωμα και τσαλάκωσαν τις ζωές τους.

Δεν είναι η πόλη του Τεό Αγγελόπουλου παρά τη σχεδόν μόνιμη ύπαρξη μιας υγρής ομιχλώδους σκοτεινιάς και του απέραντου καχεκτικού κίτρινου φωτός που απλώνεται παντού, από το Επταπύργιο ως τα Λαδάδικα και το Λιμάνι, φωτίζοντας όμως υποβλητικά τους γερανούς και τη μαρκίζα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της πόλης. Όπως και να ’χει, «εκείνον τον χειμώνα του ’54 πέρασε απ’ τη Θεσσαλονίκη ένα γαλάζιο καράβι».

Δεν μπορεί να υποστηρίξει τη σαφώς υπαρκτή εδώδιμη καλλιτεχνική δημιουργία καταλήγοντας σε επώδυνα αν και ρομαντικά διαζύγια νοσταλγικής επιστροφής –αφού προηγηθεί η εξ Αθηνών επικύρωση– με εννιά στα δέκα δημιουργικά άτομα, ή τουλάχιστον αδυνατεί να σεβαστεί την ακατανόητη επιμονή του ενός να παραμένει εντός των τειχών από πείσμα και τρέλα. Και ίσως αυτή η φωνή, ο αντίλογος του ενός, να είναι η πίστη, η δύναμη, η ελπίδα αυτής της πόλης. Είναι αυτοί οι αντιφατικά ανήσυχοι συγγραφείς και ποιητές που έρχονται «απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά» με αποσκευές εκείνες τις αγωνίες, τις επαναστάσεις και τα πάθη της ψυχής τους.

Λιγόστεψαν απελπιστικά στην πόλη οι «μυσταγωγοί, πλάνητες ποιητές», ή τουλάχιστον δεν μπορούμε εμείς να τους δούμε τυλιγμένους σε μια γκρίζα καμπαρντίνα, να κατηφορίζουν νωχελικά το υγρό πλακόστρωτο της Αριστοτέλους τραβώντας για ένα κάποιο καφενείο στην παραλία. Μπορεί να υπάρξει Θεσσαλονίκη χωρίς τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη; Η απουσία του σκοτεινιάζει την πόλη. «Οι ποιητές παντού είναι ανεπιθύμητοι γιατί είναι ριζοσπάστες, αρνητές, υπενθυμίζουν την πλήξη που φέρουν όλοι όσοι έχουν αφεθεί στην καθημερινότητα...» έγραφε ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, ένας από τους πιο αδικημένους ποιητές της ελληνικής γλώσσας, υπό την έννοια ότι σχεδόν ποτέ δεν θεωρήθηκε κορυφαίος σε αυτό το ιδιόρρυθμο index αναγνώρισης που έχει ο καθένας μας στο νου του. Κατά έναν παράδοξο τρόπο όμως, αυτό αποτέλεσε επιλογή του.

«Θὰ φύγουμε κάποτε ἀθόρυβα καὶ θὰ πλανηθοῦμε
Μὲς στὶς πολύβοες πολιτεῖες καὶ στὶς ἔρημες θάλασσες
Μὲ μιὰν ἐπιθυμία φλογισμένη στὰ χείλια μας
Εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ γυρέψαμε καὶ μᾶς τὴν ἀρνήθηκαν»

«Κι ἤθελε ἀκόμη πολὺ φῶς νὰ ξημερώσει». Είναι ο Μανώλης Αναγνωστάκης που δεν θα παραδεχθεί την ήττα.

Έτερος σημαίνων δραπέτης του κοσμοπολίτικου τρόπου ζωής της Θεσσαλονίκης αλλά χαϊδεμένο της παιδί ήταν και ο Κωστής Μοσκώφ, για τον οποίο, ο έρωτας ήταν η αιτία, το πρόσωπο η αφορμή, η επανάσταση το νόημα. Αντίθετα με το ενδιαφέρον του Καβάφη για την ηδονιστική ποίηση, «Εγώ, είμαι οπαδός και εκφραστής της ερωτικής αγωνίας», τόνιζε ο αιρετικός κύριος Ντίνος Χριστιανόπουλος. Ακόμη και μετά θάνατον, δυσκολεύομαι να μην τον χαρακτηρίσω έτσι, κι ας ξέρω το λάθος της προσφώνησης. Ποιήματα άκρως τολμηρά, με σκοποθεσία το ξεγύμνωμα του ανθρώπου – ποιητή. «Αξιώθηκα ανθρωπιά  μέσα στην παραβαρδάρια πουτανιά»

Τέλη του ’80 - αρχές του ’90 η Ξεσσαλονίκη, σαγηνευτικά επικίνδυνη, ζει μέρες εμποτισμένες με αδρεναλίνη. Μωρά στη Φωτιά και «αυτό το αγόρι - μούργος, που χοροπηδούσε πάνω κάτω με κλειστά μάτια, ήταν ο ποιητής που έψαχνε η πόλη να καλύψει το κενό της γενιάς του ’30. Ήτανε –μη γελάς–, “Ασλάνογλου”», γράφει ο Στέφανος Τσιτσόπουλος, σχεδόν επαγγελματίας flaneur της πόλης, εκείνη την εποχή.

Αφού λοιπόν ξεχάστηκα στην όμορφή σας πόλη
που πλέει μέσ’ στη νύχτα με τα φώτα αναμμένα,
θα βγω να περπατήσω, θα βρω που πήγαν όλοι
όσοι ξεχάστηκαν απόψε σαν εμένα...

«Έκτοτε, μυσταγωγοί και μυημένοι σκόρπισαν σαν τρελαμένα πουλιά μες στην ανεμοδούρα». Η Θεσσαλονίκη υποφέρεται μόνο αν ξενιτεύεσαι τακτικά μακριά της. Αν διαλέξεις να ζεις σε μια κατάσταση on/off μαζί της. Αν δεν βάζεις χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών σου από αυτήν. Αν δεν αφομοιωθείς από τη νοοτροπία του επαρχιώτη «συμπρωτευουσιάνου», μίζερου, αδικημένου και κλάψα οπαδού. Η απόσταση είναι που διατηρεί φλεγόμενη και μη καιγόμενη την ιερή βάτο ενός έρωτα. Όλοι το ξέρουν αυτό, ακόμα κι αυτοί που δεν αντέχουν μακριά της και επιμένουν να της τραγουδούν «μυρίζεις θάνατο, μα εγώ σε γυροφέρνω», τις μέρες αυτές. Κορύφωμα αυτής της λατρείας θα μπορούσε να αποτελεί το ποίημα του Γ.Θ. Βαφόπουλου«Επι των ποταμών Βαβυλώνος», που κλείνει με τους στίχους μιας παραλλαγής από τους Ψαλμούς του Δαυίδ.

Ἐὰν ἐπιλάθωμαι σου, ὦ Θεσσαλονίκη,
ἡ ἀρὰ ἐπιπέσοι τῶν προγόνων μου ἐπ᾿  ἐμέ.
Ἄλαλος εἴη ἡ γλῶσσα μου ἐὰν μή σοῦ μνησθῶ.

Καταλυτικός επίλογος των πάντων, το συγκλονιστικό finale του «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», του Διονύση Σαββόπουλου:

Αν τον ρωτήσετε πού βρήκε δεκανίκι
πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή, θα αποκριθεί,
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη και ξέρω απ’ έξω την διαδρομή.


* Η Δέσποινα Ριζοπούλου είναι παθολόγος στη Γενική Κλινική - Euromedica. / Ο Δημήτρης Κοκκινίδης είναι αιματολόγος στο Νοσοκομείο Σερρών.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ