Πολεις

Xaxakesaloniki!

Την πρώτη φορά που είδα τον Γιάννη Νάστα ήταν στο Ναυαρίνο

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 278
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
6295-14516.jpg

Την πρώτη φορά που είδα τον Γιάννη Νάστα ήταν στο Ναυαρίνο της δεκαετίας του ’80. Ένα ψηλό αλαφροΐσκιωτο αγόρι με τα μαλλιά βαμμένα άσπρα, να περιφέρεται ισορροπώντας φίνα πάνω σε μπότες με τεράστια τακούνια. Μια μείξη Ντέιβιντ Μπόουι και Ντίβο, σαν το νόθο παιδί ενός εξωγήινου με την Τζούλι Κρίστι. Πάντα ο Νάστας φρόντιζε την εικόνα του, γεννήθηκε δανδής και «τσινάρι», ακόμα και σήμερα θεωρώ πως τα κοστούμια γεννήθηκαν για να τα φοράει αυτός κι ο Μπράιαν Φέρι.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν έπαιζα μουσική στον πρωινό 88μισό του Μύλου, ο πρώτος δίσκος των Xaxakes έσκασε σαν πυροτέχνημα. Στο εξώφυλλο ο τυπάρας πόζαρε με την κόκκινη κιθάρα-μαργαρίτα, τα τραγούδια του ήταν εξίσου αλαφροΐσκιωτα με την περσόνα του. Το “Fly” έγινε ο άτυπος ύμνος της εκπομπής μου: «το πρωί δεν θέλω γκρίνιες/ και το βράδυ μόλις έρθει το φεγγάρι/ μόλις φως θα πέσει/ θα διαλέξω τι θα βάλω/ να ’χω ρέντα να γουστάρω». Ο πρώτος δίσκος των Xaxakes σήμερα θεωρείται ορόσημο για την ελληνική μουσική. Τότε πέρασε στο ντούκου, όμως η φυλή, η συμμορία, η αγέλη είχε γεννηθεί. Ήμασταν οι σωματοφύλακες του Βασιλιά.

Επίσημα γνωριστήκαμε στο “Belair” της Βογατσικού. Νομίζω ότι από εκείνη τη νύχτα και μετά δεν χωρίσαμε ποτέ, εγώ έψαχνα την τύχη μου στη Θεσσαλονίκη, εκείνος προσπαθούσε σκληρά να γράψει το τέλειο ακόρντο, να αποτυπώσει με τις μελωδίες και τα λόγια αόρατα παραγγέλματα που του πρόσταζαν ο Όσκαρ Ουάιλντ και ο Σάλιντζερ, κορίτσια που τις νύχτες διασκέδαζαν έκφυλους σάτιρους με μπουρλέσκ νούμερα, γρήγορα κόκκινα αυτοκίνητα και υφαντές μεταξένιων φουλαριών.

Με τον Νάστα ταξιδέψαμε παρέα και πολύ. Ανοίξαμε τους Morcheeba στον Λυκαβηττό και τον Μαρκ Άλμοντ στο «Ρόδον», διασκευάσαμε το “Walk On The Wild Side” του Λου Ριντ στον «Αέρα» της Πετρούπολης αλλά και στον Μύλο, όπου τα live των Xaxakes είχαν πάντα την ασυναρτησία ενός βιντεοκλίπ που θα γυρνούσε ο Χάντερ Τόμπσον με βοηθό σκηνοθέτη τον Γιώργο Ζαμπέτα. Ο Νάστας επιμένει πως ο Ζαμπέτας είναι ο πρώτος Έλληνας γνήσιος πανκ ρόκερ. Σε μια εμφάνισή του μάλιστα, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, διασκεύασε τα «Χίλια περιστέρια» τόσο συγκινητικά, που σχεδόν δάκρυσα όταν τον καμάρωνα στη σκηνή με τις δακτυλάρες του να ξεπατώνουν την κιθάρα.

Το «Ξαφνικά», το «Μόντε Κάρλο», τα «Άγρια φτερά», το «Λίγο γκέι, λίγο γκάι», ο «Βασιλιάς» είναι τραγούδια περίτεχνα, απαύγασμα μιας ιδιοφυΐας κι ενός παλίκαρου πιο γρήγορου από τζάγκουαρ και αισθηματία σαν ήρωα του Φλομπέρ. Όταν το καλοκαίρι ο τελευταίος δίσκος των Xaxakes, «Βαλς των ελαφιών», κατέφθασε φρέσκος σαν κρουασάν βουτύρου πασπαλισμένο ελαφρώς με ζάχαρη άχνη, έφτασα για άλλη μια φορά στα όρια της μεγάλης, άδολης και ειλικρινούς συγκίνησης. Δεν έχω ξανακούσει το φίλο μου να ενορχηστρώνει καλύτερα! Και δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να περιγράψει την καύλα ενός φιλιού στο δρόμο από την έκφραση που χρησιμοποιεί στο «Πονάν τα χείλη μου». Η drum’n’bass κομψότητα του “L’ amour”, ο σπαραγμός του «Σ’ έχω χάσει», το επικό τάνγκο του «Μη μαζί» και το παραμυθένιο ομώνυμο «Βαλς των ελαφιών» έλιωναν όλο το καλοκαίρι σαν παγωτό, σαν ηλιοβασίλεμα, σαν καραμελωμένος ιδρώτας.

Του τηλεφώνησα κάπου από τη Λευκάδα, ούρλιαξα «ω αδελφέ, αυτό είναι ό,τι πιο ωραίο έχει βγάλει αυτή η πόλη, αυτή η χώρα, αυτό το xaxakένιο μπονσάι ανθίζει τόσο σπάνια, τόσο μοναδικά». Ήταν κάπου στο Παρίσι με την τροχοβίλα του, γελούσαμε σαν χαζοί, δώσαμε ραντεβού για τον Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη. Και να ’μαι στο στούντιο φτιάχνοντας τα σποτ για το live των Xaxakes την Παρασκευή 6 Νοεμβρίου στο “Block 33”. Λες και δεν ξαναπαίξαμε ποτέ, δεν τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας δυο λεπτά πριν βγει η μπάντα και ξεκινήσει για ζέσταμα με το “Film Star” των Suede ή το “Heroes” του Μπόουι.

Με τα 90s μάς χωρίζει πλέον ένα αδιάβατο ποτάμι, όσο για τα 00s δεν ήταν δα και ό,τι καλύτερο για τη Θεσσαλονίκη. Αυτοί βαρούν φραπέδες, ενώ οι Xaxakes πίνουν φίλτρου. Φορούν τεράστια γυαλιά και κάτι μόδιστρους που το λογότυπό τους βγάζει μάτι, ενώ ο Νάστας παραμένει πιστός σε ραμμένες ρεντικότες. Ακούν σκυλάδικα ή Onirama, στοιβάζονται σαν ρέγκες μπροστά στα καναπεδάδικα της παραλίας, η Θεσσαλονίκη έχασε κάθε ίχνος ρομαντισμού και μοναδικότητας. Αυτός παραμένει η αρχική περσόνα του: ένας Μπελμοντό από τη Μαρτίου, ένας Μπορσαλίνο, που ακόμα, όταν μπαίνει στον «Θερμαϊκό», δεν παραλείπει το ευγενές χειροφίλημα στα κορίτσια. Αυτόν τον τύπο κι αυτήν την μπάντα σε προσκαλώ αλλά και σε προκαλώ να δεις την Παρασκευή στις 9 το βράδυ στο “Block 33”. Εκείνον που δεν μας πρόδωσε ποτέ.

 stefanostsitsopoulos@yahoo.gr

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ