Πολεις

Πρώτο ταξίδι στη Θεσσαλονίκη

Έφτασα οκτάχρονος πιτσιρικάς στην Ηλιούπολη στην οδό Καραβαγγέλη

stavros-konstantinidis.jpg
Σταύρος Κωνσταντινίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
dfdfd.jpg

Ξεκίνησα σε Γερμανικό δημοτικό. Εκεί στην Κολωνία είχα γεννηθεί εξάλλου. Έτσι συνηθιζόταν τότε για τα παιδιά των μεταναστών της Γερμανίας. Τα ελληνικά μου ήταν φτωχά και ανερμάτιστα, χωρίς συντεταγμένη εκπαίδευση απο πίσω. Στοιχειώδης μόνο γλωσσική επαφή, λόγω της πολύωρης και συνήθως πολυήμερης απόστασης, από τους εργάτες γονείς.

Το 1974 με την πτώση της χούντας, αλλάζει όμως η οικογενειακή στρατηγική. Προετοιμάζεται η επάνοδος για το 1976. Πρώτο μέλημα τους, η επαφή μου με τα ελληνικά. Η μητέρα μου απόφοιτη του τριτάξιου Γυμνασίου, αλλά με έφεση στην καλλιγραφία και ορθογραφία, ο πατέρας δύσκολο να βοηθήσει. Η μητέρα ανέλαβε αμέσως ρόλο δασκάλας, από ανάγκη για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της. Καθόμασταν τις νύχτες, αντιγράφαμε και διαβάζαμε τα κείμενα των ελληνικών αναγνωστικών. Ήταν μία αυτοσχέδια διδασκαλία της ανάγκης, ερασιτεχνική, αυθόρμητη, υποχρεωτική.

Λίγος ο χρόνος πάντα, ανάμεσα στη σκληρότητα της συμπυκνωμένης ζωής, παράπλευρη και υπερβατική υπερπροσπάθεια. Αυτή να μεταδώσει το ελάχιστο, εγώ να πρέπει να αντιληφθώ το μέγιστο. Δύσκολη και η μετάφραση, αφού η μητέρα ήξερε Ελληνικά αλλά όχι τόσο καλά Γερμανικά. Πως να μου εξηγήσει; Έβλεπα τις εικονογραφήσεις με τα παιδάκια της ηλιόλουστης Ελλάδας, του ελληνικού αναγνωστικού, με το ατέλειωτο υπαίθριο παιχνίδι, και αυτό ήταν η παραμυθική παρηγοριά μου. Ξεδιπλωνόταν μέσω του παιδικού κόσμου των ελληνικών αναγνωστικών, μία σχεδόν παραδεισένια προσδοκία για πιο χαρούμενη, αισιόδοξη και κυρίως φωτεινή και ηλιόλουστη ζωή, σε έναν άγνωστο τόπο που τον αποκαλούσαν πατρίδα.

Επιστροφή στην πατρίδα λέγανε και ξαναλέγανε οι μεγάλοι. Η Γερμανία ήταν απόμακρη, στριφνή, στριμωχτή, στα παιδικά μου μάτια. Είχα πλουσιοπάροχο πλαστικό παιχνίδι, στους πιο οργανωμένους παιδότοπους, αλλά δεν έπιανα χώμα ποτέ, ούτε μπίλιες. Ούτε είχα παίξει ποδόσφαιρο ακόμη στην αλάνα. Τα τελευταία μαθήματα τα κάναμε στο εμβληματικό για μένα διήμερο ταξίδι της επιστροφής, στο τραίνο και στο αεροπλάνο, τον Αύγουστο του 1976.

Έφτασα οκτάχρονος πιτσιρικάς στην Ηλιούπολη Θεσσαλονίκης στην οδό Καραβαγγέλη. Εδώ το 4ο Δημοτικό Σχολείο, ήταν μία πολυκατοικία δίπλα στο νέο σπίτι μας, και η αυλή του, τίποτα άλλο από ενας παράδρομο. Εδώ ο ήλιος όμως έλαμπε χωρίς διακοπές. Νόμιζα φυσικά ότι ο ήλιος υπήρχε λόγω Ηλιούπολης, και ότι εκείνες οι εικόνες του αναγνωστικού ήταν αυτές οι ίδιες που ζούσα τώρα. Οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι, ενίοτε λασπωμένοι, δεν υπήρχαν παιδότοποι, και τα παιχνίδια γίνονταν όλα σε μεγάλες αλάνες, σε μικροαυλές και στα άδεια οικόπεδα τα σφηνωμένα κατά δεκάδες σε κάθε μικρό δρόμο. Όλα απαράλλακτα όμοια, όπως φαίνονταν στις εικόνες του αναγνωστικού.

Ήταν η ώρα για μία νέα ζωή, με φως, ελευθερία και μικρές παιδικές αλητείες. Η ζωή ήταν έξω στους δρόμους, πιό ζεστή παρότι πρωτόλεια σπαρακτική. Όταν χρόνια μετά τέλειωνα το δημοτικό στην Ελλάδα, και διάβαζα τις εκθέσεις στη μητέρα, πάντα μου έλεγε, σεμνά: "Τι όμορφα που τα γράφεις, εγώ ποτέ δε θα μπορούσα έτσι". Έκτοτε και μέχρι σήμερα μαζεύει και αρχειοθετεί σιωπηλά τα κείμενά μου, στις εφημερίδες, ευλαβικά διπλωμένα στα τέσσερα, σαν δαντελένια πετσετάκια μίας ανομολόγητης προσωπικής της προίκας. Κι εγώ επιστρέφω πάντα να την δώ και να θυμηθώ, στην οδό Καραβαγγέλη...στην Ηλιούπολη, στη Θεσσαλονίκη.

photo_sti_thessaloniki.jpeg


376041-776945_0.jpg
Εικονογράφηση: Εμιλία Ξανθοπούλου.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ζωγραφική στο Τμήμα Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ(2003-2008) όπου αποφοίτησε με άριστα . Το 2006 και για ένα χρόνο φοιτά με πρόγραμμα ανταλλαγών στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μαδρίτης. Το 2009-2010 συμπληρώνει την εικαστική της παιδεία με μεταπτυχιακές σπουδές στο Central Saint Martins College του Λονδίνου, όπου και βραβεύτηκε με το βραβείο Mishcon De Reya Art Prize. Στην μέχρι τώρα πορεία της έχει πραγματοποιήσει πέντε ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ