Πολεις

Cafe de Salonique

Σκέφτομαι: αυτό τον καιρό της θλίψης και της κρίσης η Θεσσαλονίκη έχει πάψει να προσφέρει έναν κοινό τρόπο αφήγησης

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 414
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
30198-68096.jpg

Σκέφτομαι: αυτό τον καιρό της θλίψης και της κρίσης η Θεσσαλονίκη έχει πάψει να προσφέρει έναν κοινό τρόπο αφήγησης. Οι ζωές και οι πορείες των ανθρώπων έχουν πάψει πια να τέμνονται σε μια κοινή συνισταμένη. Τι εννοώ; Εκτός από τις καφετιέρες, οι οποίες από το πρωί παράγουν αφεψήματα καφεΐνης που οι άνθρωποι παίρνουν take away, όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν με κοντροσόλ στο χάος. Πού τον πας τον καπουτσίνο σου, κύριος; Να τον εκσφενδονίσεις σε ένα Γερμανό πρόξενο που δεν σου τα λέει όπως θέλεις στη ΔΕΘ; Τι θα τον κάνεις τον εσπρέσο; Θα τον πιεις ή μπολιάζοντάς τον με οινόπνευμα και βενζίνη θα τον πετάξεις στα ΜΑΤ, φοιτητής γαρ του μπλοκ Κόκκινο-Μαύρο στο ΑΠΘ;

Δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις πως η Θεσσαλονίκη διάγει βίο έντονα καταθλιπτικό, ακόμα κι αν δεν έχεις διαβάσει Κρίστεβα ή Χειμωνά. Ακόμα και τα σκυλιά σέρνονται, όχι μόνο οι άνθρωποι που βαδίζουν με κατήφεια πρωτόγνωρη και βηματισμό σαν slow motion. Τέτοια σκέφτομαι αραχτός στο καφέ «Λουξ» της Ολύμπου, απέναντι από τα ερείπια της Ρωμαϊκής Αγοράς. Άνοιξε στα ξαφνικά και μου έκανε εντύπωση το σταυρολεξέ ασπρόμαυρο πάτωμά του, οι τοίχοι του χωρίς πολλά πολλά κάδρα ή φωτογραφίες και η λιτή του βιβλιοθήκη. Κάθομαι και σκοτώνω την ώρα μου συσκεπτόμενος με τα πνεύματα των ρωμαίων εκατόνταρχων, που είμαι σίγουρος πως παρακολουθούν κρυμμένα πίσω από τους κίονες.

Αυτό το χειμώνα σχεδόν μεταφυσικά, κάθε φορά που βρίσκομαι στα πέριξ της Ρωμαϊκής Αγοράς, νιώθω μια περίεργη ενέργεια να με κατακλύζει, σχεδόν ταράζομαι με τη θέα της, σαν να με ρουφά μέσα στη δίνη του αυτό το πηγάδι της Ιστορίας. Ειδικά τα πρωινά, όπως αυτό που συνάντησα τον Θωμά Κοροβίνη να κάθεται σε ένα από τα γύρω παγκάκια: «Τώρα είναι η πιο ωραία ώρα για να συνομιλείς με την πόλη, πριν πλακώσουν τα ασκέρια και η μαγεία χαθεί».

Πάνω από το καφέ «Λουξ», στην Αγίου Δημητρίου, βρίσκεται ο περίφημης εικοσιτετράωρης άλεσης και διημέρευσης-διανυκτέρευσης φούρνος όπου με πέντε ευρώ μπορείς να ντερλικώσεις και πιτσόνια ή τυροπιτοειδή αλμυρά, αλλά και ωραία σερμπέτικα εκμέκ κανταΐφια ή ρεβανιά. Κάτι ξέρουν και οι ταρίφες που το έχουν κάνει πιάτσα, οι φοιτητές αλλά και οι μετανάστες, που παρεπιδημούν στα ισόγεια και τα υπόγεια του δρόμου.

Παραδίπλα είναι και το γυράδικο «Μίμης από το 1975». Ο γύρος του «κελαηδάει», όπως διατείνεται το αφεντικό. Ακριβώς στη διπλανή πολυκατοικία είδα και το φοβερό συνθηματάκι «Δώσε τρόπο στην οργή». Είναι διάστικτη από συνθηματάκια τέλεια η περιοχή, με μηνύματα φαντεζί όπως «Το μόνο πτυχίο που αξίζει είναι το τρελόχαρτο» και άλλα τέτοια που δεν θέλεις και πολύ για να μαντέψεις πως ο μαρκαδόρος που τα έγραψε είναι μπαϊλντισμένος τεταρτοετής της Φαρμακευτικής ή πηγμένος από το διάβασμα σπουδαστής του Οικονομικού.

Σκέφτομαι: αυτό τον καιρό της θλίψης και της κρίσης που η Θεσσαλονίκη έχει πάψει να προσφέρει έναν κοινό τρόπο αφήγησης, οι γειτονιές και οι συνοικίες αποκτούν αυτόνομη ζωή, παύουν να είναι συνδεδεμένες με τον ομφάλιο λώρο της Εγνατίας, ανεξαρτητοποιούνται, μοιάζει να πλέουν σαν βάρκες που η καθεμιά τους τραβά για όπου την πάει ο καιρός. Τα πέριξ της Αγίου Δημητρίου και του καφέ «Λουξ» είναι μια τέτοια.

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ