Πολεις

Θεσσαλονίκη: Το απόλυτο cafe bar!

Εκεί που σε νανουρίζει με τους ειδυλλιακούς συμβολισμούς του, ξαφνικά σου ρίχνει μια γροθιά σαν εισβολέας

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 383
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
20737-46039.jpg

Αν δεις τη Θεσσαλονίκη σαν εγκέφαλο και τους δρόμους, τις λεωφόρους και τις γειτονιές της σαν νευρώνες, ξεχωριστής λειτουργίας και αξίας ο καθένας τους για την εύρυθμη κυκλοφορία των πληροφοριών, ο πεζόδρομος της Αγίας Θεοδώρας είναι ένας νευρώνας-ταπεινό σαμιαμίδι. Δεν έχει καμία αξία. Αν πάλι δεις την Αγίας Σοφίας και την Καρόλου Ντηλ σαν δυο ποτάμια που κυλούν παράλληλα κατηφορίζοντας με φόρα για να εκβάλουν στον Θερμαϊκό, ο πεζόδρομος της Αγίας Θεοδώρας θα μπορούσε να είναι η γέφυρα που τα ενώνει.  

Ο τοίχος του γυμνασίου με τα γκράφιτι, το εστιατόριο «Melrose», μαγαζάκια με εσώρουχα ή ορειβατικά είδη, πινακίδες με ονόματα και ειδικότητες γιατρών στις εισόδους των πολυκατοικιών, κι όλα αυτά σε ένα μήκος εβδομήντα, ογδόντα το πολύ μέτρων. Άχρηστος δρόμος, έλεγα, κάθε φορά που τον διέσχιζα για να βγω σε μέρη με καλύτερο παραμύθι. Μέχρι που άνοιξε η Donopoulos International Fine Arts στο νούμερο 3.

Ο Σαββόπουλος έγραφε κάποτε πως σε αυτή την πόλη, τη Θεσσαλονίκη, την ιστορία τη φτιάχνουν και τη γράφουν οι παρέες. Συμφωνώ. Μια τέτοια θεωρώ πως είναι και η παρέα του γκαλερίστα Μάκη Ντονόπουλου, συνεπικουρούμενη από τον curator Απόστολο Παλαβράκη, το γοργοπόδαρο Ρουβίμ Γρηγοριάδη και τους εικαστικούς Νίκο Ασλανίδη και Λία Καζάκου. Με αυτά τα παιδιά συνέπεσε να γνωριστούμε όλοι μαζί το ίδιο διάστημα. Από την παρέα λείπει πολύ, μιας και την κοπάνησε πάλι για Λονδίνο, ο ζωγράφος Νίκος Βαρυτιμιάδης. Δεν λείπει ο curator Παλαβράκης, που παρότι έχει το Ντόρτμουντ για επαγγελματική βάση, την απόσταση Θεσσαλονίκη - Αλεμάνια την έχει κάνει Τσιμισκή - Κρήνη. Στο «επέστρεφε» τελεί συνέχεια ο Παλαβράκης και γι’ αυτό η παρέα τους δεν χάνεται και πάντα δρα.  

Γράφω για τον πεζόδρομο της Αγίας Θεοδώρας και την ιστορία της παρέας της DIFA εξαιτίας της νέας έκθεσης του Βαγγέλη Πλοιαρίδη, που κάνει εγκαίνια αυτή την Πέμπτη. Λέγεται «CAFE BAR: Οι τελευταίες μέρες της ζωής σου». Ο Πλοιαρίδης είναι επίκουρος καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. Έργα του βρίσκονται σε πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών συλλογών: Royal College Of Art, Fulbright Foundation, Foundation Sana-Huja, Mamco Geneva, Μουσείο Φρυσίρα, Μουσείο Κοπελούζου. Χορτασμένος άνθρωπος, εξού και τόσο ευγενής, άνετος, προσηνής, καλοκάγαθος. Και μέγας καλλιτέχνης, με όλα τα γράμματα κεφαλαία.

Όταν τον πρωτογνώρισα, ενώ είχα ακουστά το όνομά του, είχα δει έργα του και διάβαζα για τη φήμη του, δεν τον συνέδεσα με εκείνο τον τύπο στο μπαρ που κάπνιζε πούρα Αβάνας, έπινε ρούμια και μιλούσε όλο πάθος για τη μηχανή του, λες και ήταν λαϊκό παιδί από την Ηλιούπολη κι όχι καλλιτέχνης του διαμετρήματός του. Στο ίδιο μπαρ εκείνη τη νύχτα έμαθα πως είναι και ιδιοκτήτης του. Νομίζω ότι η ενόραση του Πλοιαρίδη είναι μίλια μπροστά, καθότι το μπαρ του ήταν το πρώτο που άνοιξε στην περιοχή των Άνω Λαδάδικων, δέκα χρόνια πριν μεταβληθούν στη διασκεδαστούπολη της Βαλαωρίτου. 

Σήμερα το μπαρ δεν υπάρχει. Αλλά υπάρχει το «CAFE BAR: Οι τελευταίες μέρες της ζωής σου» και αυτή η ψευδορετρό εικονογραφία του Πλοιαρίδη που συναντάει το κιτς, το παρελθόν της ιστορίας της ζωγραφικής, κι εκεί που σε νανουρίζει με τους ειδυλλιακούς συμβολισμούς του, ξαφνικά σου ρίχνει μια γροθιά σαν εισβολέας. Η ζωγραφική του διαθέτει έναν ηδονικό πρωτογονισμό, θα μπορούσε αντί για πίνακες σε γκαλερί να λαξέψει ή να φωτίσει σκοτεινά σπήλαια. Είναι κυκλοθυμική σαν το χαρακτήρα του! Όταν ανταμώνουμε στην Τσιμισκή, ανταλλάσσουμε στην αρχή αβρότητες και χα-χου και, καθώς ο χρόνος περνά και η συζήτησή μας συνεχίζεται, ο τόνος της φωνής και τα μπινελίκια περί της κατάστασης που μας περιβάλλει ανεβάζουν ρυθμό και πάθος. 

Σε αυτή την έκθεση τα έργα του μοιάζουν σαν σημαδεμένα, αλλοιωμένα, πειραγμένα, σαν καρτ ποστάλ που ο χρόνος τις αποχρωματίζει. Είναι τόσο δαιμονισμένη η τεχνική του και τόσο τέλεια αυτή η επεξεργασία πεπαλαίωσης που μπορεί να σε νανουρίσει, να σε κατευνάσει, να μην πάρεις χαμπάρι τη ματαιότητα που αποπνέει. Τα πλάσματα, ειδικά οι γυναίκες, στους πίνακές του διαθέτουν ευθυμία, ειρωνεία, κάτι όμως στο βλέμμα ή τη στάση του σώματός τους εμπεριέχουν κι ένα άγριο σχόλιο, κάτι σαν τη βία της θνησιμότητας και της παρακμής που καθρεφτίζονται στα μάτια τους. Ή στο αιδοίο τους. Από εδω δεν αρχίζουν και τελειώνουν όλα;

Να πας σε αυτό το ιδιότυπο CAFE BAR αναμνήσεων, ορέξεων και μέλλοντος που στήνει ο Πλοιαρίδης, πόσους μεγάλους έχει πλέον που δεν εγκαταλείπουν τη Θεσσαλονίκη από θέση και άποψη, παραμένοντας και πράττοντας εδώ. Να τον τιμήσεις.  Κι ωραία πράματα επιτέλους σε αυτόν τον ανώδυνο πεζόδρομο, τον αδιάφορης σημασίας νευρώνα για τον εγκέφαλο που λέγεται Θεσσαλονίκη. Αλλά και πλήρης μεταμόρφωση, μιας και χάρη σε αυτή την γκαλερί και την παρέα της που γράφει τη δική της ιστορία στη μεγάλη συνολικά, κατακερματισμένη αφήγηση του μύθου της πόλης, ποτέ δεν θα ξαναστειευτώ πικρόχολα και ειρωνικά γι’ αυτό το δρόμο. Τον έχω στην καρδιά μου.

stefanostsitsopoulos@yahoo.gr

 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ