Πολεις

Θα έχουμε πάντα τις Θεσσαλονικοκυριακές!

Μια αισιόδοξη βόλτα πριν τους πανικούς και τα αβέβαια σενάρια της Δευτέρας

4754-202316.jpeg
Στέφανος Τσιτσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 538
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
107625-239497.jpg

Είναι μαγικές οι εικόνες των πρώτων Κυριακών του φθινοπώρου, την ώρα που ρόδινος ο ήλιος ως δύτης-αλιεύς βουτά και χάνεται στον Θερμαϊκό απόγευμα. Κι ο κόσμος παραζαλισμένος από τα ούζα στο Μοδιάνο, τα κοκτέιλ στα παράκτια καφέ-μπαρ, τις μπίρες στη Διεθνή Έκθεση και τις τσιπουρο-καταστάσεις στα πέριξ της Καλαμαριάς, ξαμολιέται για μια βόλτα στη Νέα Παραλία. Πεζοπορία ή αυτοκινητάδα επί της Λεωφόρου Νίκης, κατάμεστη η ευθεία που συνδέει λιμάνι με Μέγαρο.

«Κανείς δεν μένει χωρίς πατρίδα, όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη» έγραφε τον 14o αιώνα ο Νικηφόρος Χούμνος. Η θεώρησή του, πέρα για πέρα κοσμοπολίτικη και διαπολιτισμική, πριν καν εφευρεθούν και «παραδοθούν προς χρήση» οι όροι, βασίστηκε στη βαθιά του πεποίθηση πως εκτός από εμπορικό κομβικό σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η πόλη επιβάλλεται να εξοικειωθεί με τους αλλοδαπούς, τους ετερόθρησκους, τους εξόριστους και τους απελπισμένους, να γίνει μια αγκαλιά προστασίας κι όχι μόνο οικονομικών συναλλαγών, μια ανοιχτή θάλασσα διάσωσης, ένα επίνειο φιλοξενίας και γαλήνης. Μιλιούνια, πλήθος, χιλιάδες κόσμου. Τους βλέπω: ερωτευμένα ζευγάρια και νέους γονείς με τα βρεφικά καρότσια, γηραιούς και αμετανόητους περιπατητές, μετανάστες με τα καλά τους ρούχα που εδώ ξεκίνησαν πριν από καιρό μια νέα ζωή, άρτι αφιχθέντες, ένεκα σπουδών που ξεκινούν, επαρχιώτες φοιτητές που σαν κουταβάκια-μικρολαγωνικά οσφρίζονται τα κατατόπια της πόλης, αθλούμενους και καντίνες, ουρές έξω από το θερινό Ναταλί για την ταινία «Η Ρίκυ και το ροκ» του Τζόναθαν Ντέμι.

Μια αστική πανδαισία, μια αισιόδοξη κυριακάτικη βόλτα πριν τους πανικούς και τα αβέβαια σενάρια της Δευτέρας, το τέλος του γουίκεντ στη Θεσσαλονίκη, ειδικά αυτά τα πρώτα Σαββατοκύριακα του φθινοπώρου, γυαλίζει στα μάτια μου σαν αμέθυστος: πολύτιμο πέτρωμα, διαυγές, σπάνιο, με μεγάλο δείκτη διάθλασης. Περιφέρομαι μαζί τους κι εγώ ασκόπως, στα αυτιά μου παίζει repeat ο πρώτος δίσκος των Woolbear, δικά μας παιδιά, ντόπια, επιτέλους μια μπάντα που συνομιλεί με το σήμερα, φρέσκα ακόρντα και συνθέσεις, το τραγούδι τους “Radio Silence” είναι μια συγκινητική προσέγγιση στους Foals! Για να παραφράσω τον Νικηφόρο Χούμνιο, «Κανείς δεν μένει χωρίς πόλη, πατρίδα και σάουντρακ, όσο υπάρχει Θεσσαλονίκη!».

Πάντα θα γεννά φρεσκαδούρες ο Βορράς, ειδικά όταν ξεκολλά από τον Μανού Τσάο και θέλει να «φτάσει» στους Gorillaz και τους Metronomy. Πιο πριν εδόξασα ξανά την κουζίνα της «Μασσαλίας», καραμελωμένες παντσέτες με πουρέ μελιτζάνας, ρεβυθοσαλάτα και μπρουσκέτες με κατίκι Δομοκού και παστουρμά, εξαίσιο άσπρο κρασί της βορειοελλαδίτικης ετικέτας «Λευκός Ελέφαντας». Μακράν η πιο ελληνικογκουρμέ, πεντανόστιμη και πάμφθηνη κουζίνα της πόλης.

Ύστερα τραβήχτηκα ως τον «Θερμαϊκό». Παραδοσιακά, τα πρώτα φθινοπωρινά γουικέντ είναι γεμάτος μέσα κι έξω, κλάσικ στέκι, πολιτισμός με μια έννοια, αφού δεν είναι μόνο που εδώ θα πιεις το καλύτερο ντάκιρι μάνγκο κοκτέιλ στη Θεσσαλονίκη αλλά και θα ακούσεις Caribou αντικριστά με παλιούς αγαπημένους Underworld. Είχα καιρό να χαθώ έτσι, χωρίς σκοπό και προορισμό στην πόλη, να αφεθώ και να με παρασέρνουν οι δρόμοι από εδώ κι από εκεί.

Στην Biennale 5, στο κεντρικό περίπτερο, στην Έκθεση, συγκινήθηκα με τη Γρέγου και τους καλλιτέχνες της που σκανάρουν τη Μεσόγειο με τρόπο βαθιά ουμανιστικό, κοντράστ στους συνεχόμενους πνιγμούς και την αδιαφορία, δικιά μας μα και της Ευρώπης, στα απελπισμένα καραβάνια των προσφύγων. Αμαρτία να μην πας και να μη σταθείς ευλαβικά στα έργα: κοιλάδες γεωθερμικού θανάτου στην Τοσκάνη, ρολόγια που σταματούν να γυρίζουν όταν ο χρήστης εγκλειστεί σε κελί, εργόχειρα και κατασκευές από κάγκελα, αφίσες της Αραβικής Άνοιξης, πορτρέτα με την ψεύτικη περσόνα του Γιόζεφ Άντον, καθώς με τούτο το ψευδώνυμο ταξιδεύει ακόμα ο Ρουσντί για να γλιτώσει τη ζωή του. Με τσιτάτο - πλαίσιο ιδεολογικό δανεισμένο από τα «Τετράδια Φυλακής» του Γκράμσι, με την πράξη δηλαδή ως λυτρωτικό και αισιόδοξο συμβάν απέναντι στη μελαγχολία αλλά και την απαισιοδοξία της νόησης, γραφομηχανές και σφυριά, χαρτοκοπτικές και ζωγραφικές, εγκαταστάσεις και γλυπτά φτιάχνουν ένα δαίδαλο που διασχίζοντάς τον βγαίνεις κατά τι πιο αισιόδοξος: μπορούμε, επιβάλλεται, πρέπει, με τους καλλιτέχνες όπως πάντα να ονειρεύονται την ουτοπία, να ανοίξουμε νέους δρόμους, νέα μονοπάτια, νέα Μεσόγειο.

Α, πες με αφελή ή χαζορομαντικό, αλλά δεν τη χορταίνω τα πρώτα φθινοπωρινά Σαββατοκύριακα τη Θεσσαλονίκη. Όλα τριζοβολούν γλυκύτητα και είναι καλυμμένα με στοργική αχλή, όλα έστω και αναίτια, αυθαίρετα ή ψευδεπίγραφα, κράζουν πως το αισιόδοξο, η λύση, το βαρκάκι για τον ορίζοντα και το μέλλον είναι θέμα χρόνου να σαλπάρουν. Παραφράζω πάλι τον Χούμνιο: «Κανένας άνθρωπος δεν μένει χωρίς ελπίδα, όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη». Πες μου. Υπάρχει λόγος να εμμένουμε στη μητροπολιτική διαβίωση και να μην επιστρέφουμε στα χωριά μας, αν το άστυ δεν μας μπολιάζει με χαρά και χάρες;  

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ