Life in Athens

Urban Lines: Ανθούπολη

Γιατί επέτρεψες στον εαυτό σου να φτάσει ως εδώ; Γιατί εκείνος φαίνεται να προσπαθεί και εσύ όχι; Ή ήσουν πάντα έτσι;

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 737
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Στο μετρό της Ανθούπολης
Η Ελένη Χελιώτη διηγείται μία ιστορία από το μετρό της Ανθούπολης

Urban Lines: Ανθούπολη: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Δεν είχα να πάω κάπου σήμερα. Κι όμως είμαι εδώ. Τι σημασία έχει σε ποιο σταθμό; Με τα βίας θυμάμαι. Ας πούμε έναν. Θα σας επηρεάσει; Δεν έχω σήμα στο κινητό. No service, μου λέει. Ναι, το έχω στα Αγγλικά. Old habits die hard. Κάθομαι στην ακριανή καρέκλα της σειράς. Δύο άνθρωποι περιμένουν μόνο στην πλατφόρμα και είναι όρθιοι, παρόλο που το τρένο αναμένεται σε 6 λεπτά. Ανήσυχοι θα είναι, σαν και μένα. Η ανησυχία είναι το μόνιμό μου state of consciousness. Απλά προτιμώ, μέσα σ’ αυτό, να κάθομαι κάπου άνετα. Ναι, είμαι και τεμπέλα.

Πέφτει προς στιγμήν το βλέμμα μου προς τα κάτω και προς τα αριστερά και βλέπω έναν χάρτινο κύπελλο καφέ εκεί μόνο του. Πώς δεν το πρόσεξα πριν; Αφού συνήθως κάτω κοιτάω. Δεν έχει σημάδι από κραγιόν, οπότε δεν μπορώ να ξέρω αν είναι γυναίκας ή άνδρα. Έχει όμως το DNA του επάνω. Αν μπορούσα να το σκανάρω και να τον βρω, τι θα ανακάλυπτα; Το μόνο που γνωρίζω τώρα είναι ότι ο εν λόγω ύποπτος είναι ασυνείδητος. Το τρένο έρχεται. Το “Ιn this twilight” των Nine Inch Nails παίζει σε λούπα και ο στίχος “all the black is really white, if you believe it” χαράζεται, κάθε φορά που το ακούω, πιο βαθιά στο μυαλό μου. Με τριβελίζει ασυνείδητα και πιάνω τον εαυτό μου να τον σκέφτεται ενώ δουλεύω, τρώω ή κάνω μπάνιο.

Την ώρα που ο Trent για πολλοστή φορά λέει “let me take away your doubt” (I wish you could, Trent), έρχεται και κάθεται παραδίπλα μου μια κυρία, παράξενα ντυμένη. Μαύρο, λαχανί και κόκκινο εκπέμπει. Μαύρα στρογγυλά γυαλιά, κόκκινο καπέλο του ψαρά, λαχανί χοντρό φουλάρι. Το πρόσωπό της σκυθρωπό, επισκιάζει τα χρώματα σε σημείο που τα αγνοείς. Ένα μικρό, πορφυρό γυναικείο τσαντάκι με κρόσσια αποτελειώνει μια ήδη αλλόκοτη εμφάνιση. Κάτι δεν στέκει. Δεν διάλεξε τυχαία. Την εκφράζει. Τι θέλει να πει όμως;

Το τρένο ξανάρχεται. Τη βλέπω να μπαίνει και να στέκεται όρθια ενώ είναι άδειο. Χωρίς να βλέπω τα μάτια της καταλαβαίνω ότι με κοιτάει. Κάτι δεν στέκει και με μένα μάλλον. Θα με ρωτήσει κανείς γιατί δεν φεύγω; Ένα αγοράκι μπουρδουκλώνεται στο πόδι μου και παραλίγο θα ’πεφτε εάν δεν το κράταγε η μαμά του. «Πρόσεχε πού πας, παιδάκι μου!» του λέει με περισσότερη ένταση απ’ όση χρειαζόταν. Νέα σχετικά, 40άρα, αφημένη όμως. Γιατί; Πάντα αναρωτιέμαι γιατί. Η ρίζα των μαλλιών άβαφη εδώ και πολλούς μήνες. Κίτρινο, μαύρο, λευκό. Δέρμα γερασμένο, αλλά όχι από χρόνο.

Λίγα μέτρα πιο πίσω ακολουθεί ένας γοητευτικός άντρας παρεμφερής ηλικίας ο οποίος κρατά με το δεξί του χέρι την 8χρονη κόρη του. Σε αντίθεση με την κυρία, αυτός κρατιέται σε φόρμα: λεπτός, ωραίο ντύσιμο, ζωντανό βλέμμα. Μπράβο του, σκέφτομαι. Και μετά πάει και στέκεται δίπλα στην εν λόγω κυρία. Τώρα σκέφτομαι «πώς». Γιατί επέτρεψες στον εαυτό σου να φτάσει ως εδώ; Γιατί εκείνος φαίνεται να προσπαθεί και εσύ όχι; Ή ήσουν πάντα έτσι; Ήταν και αυτός παλιότερα; Σου συνέβη κάτι; Δεν σε νοιάζει; Κουράστηκες κιόλας; Ούτε 45 δεν είσαι. Δεν μπορεί να μην υπάρχει εξήγηση για κάτι τόσο (έστω και αισθητικά) παράδοξο.

Τα απανωτά ερωτήματά μου διακόπτονται  από ένα επαναλαμβανόμενο «αμάν, αμάν, αμάν» της κοπέλας που ήρθε πριν 2 λεπτά και κάθισε δίπλα μου. «Συγγνώμη», μου λέει απλώνοντας το χέρι της για να ακουμπήσει το δικό μου, «μήπως ξέρεις εάν μπορώ να σβήσω ένα μήνυμα που μόλις έστειλα στο whatsapp;» Είχε χλωμιάσει. Ήταν πανικόβλητη. «Ηρεμία,» της λέω, «θα το βρούμε. Καταρχάς πότε το έστειλες;» «Τι εννοείς;» μου λέει κοιτώντας με λες και θα της σώσω τη ζωή. «Εδώ μέσα δεν έχει σήμα, οπότε εάν το έστειλες αφού μπήκες πιθανόν να μην έχει σταλεί καν. Από την άλλη, εάν έχει σταλεί, χωρίς δίκτυο και ίντερνετ δεν μπορείς να το σβήσεις».

Γούρλωσε τα μάτια. «Πώς το ξέρω αυτό;» «Έχει ένα ή δύο βελάκια το μήνυμά σου;» τη ρωτάω. Συνεχίζει να με κοιτάει κατάματα λες και της μιλάω μια ξένη γλώσσα που προσπαθεί απεγνωσμένα να καταλάβει αλλά αδυνατεί. «Σε παρακαλώ, βοήθησέ με» μου απαντά εντέλει και μου δίνει το κινητό της. Το παίρνω στα χέρια μου και κοιτάω την οθόνη. Η επαφή ονομάζεται baby και έχει μια μπλε καρδούλα. Το τελευταίο μήνυμα του «μωρού» της ήταν «μου λείπεις». Το μήνυμά της, το οποίο δεν είχε παραδοθεί ακόμα, έλεγε «και εγώ θα ’θελα να μπορώ να σε βλέπω πιο συχνά, ήταν τέλεια όμως σήμερα». Ώου.

Το μήνυμά της ήταν αυτή τη στιγμή το δέντρο που έπεσε στο δάσος και κανείς δεν άκουσε. Έβγαλε ήχο; Βρισκόταν μετέωρο μεταξύ δύο συμπάντων. Ένα όπου έχει ήδη «ακουστεί» η πτώση και το γεγονός υφίσταται, και ένα όπου διασώθηκε πριν προσγειωθεί στο έδαφος και η ζωή της δεν αλλάζει, παρά μόνο μέσα της. «Το όνομά σου;» τη ρωτάω. «Χριστίνα,» μου λέει. «Χριστίνα μου, το μήνυμά σου δεν εστάλη ποτέ καθότι το έστειλες αφού το σήμα είχε χαθεί. Για να το σβήσεις κάνεις αυτό».

Αφού της δείχνω τα 4 βήματα που απαιτούνται και το whatsapp μας ενημερώνει ότι έχει διαγραφεί, της λέω «θα σου πρότεινα να ανέβεις ξανά επάνω πρώτον για να βεβαιωθείς ότι σβήστηκε, και δεύτερον για να στείλεις άμεσα ένα άλλο δικαιολογώντας τη διαγραφή του πρώτου, γιατί η εφαρμογή σε δίνει στεγνά ότι διέγραψες κάτι». «Πώς να σε ευχαριστήσω;» μου λέει. «Αναρωτήσου εάν θα είχες εν μέρει ανακουφιστεί εάν το μήνυμα αυτό είχε διαβαστεί».

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ