Life in Athens

Urban Lines: Άγιος Δημήτριος

«Είναι καλύτερα πια τα πράγματα εδώ. Και όπως λένε και οι μανάδες μας, οι καλοί ποτέ δεν χάνονται... ούτε και οι όμορφοι»

eleni_helioti_1.jpg
Ελένη Χελιώτη
ΤΕΥΧΟΣ 729
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
urbanlines-16-agiosdimitrios2.jpg

Urban Lines: Άγιος Δημήτριος: Η Ελένη Χελιώτη αφηγείται urban ιστορίες από το μετρό της Αθήνας.

Αυτή η εβδομάδα θα μπορούσε να ξεκινήσει και καλύτερα. Εδώ που τα λέμε ούτε και η προηγούμενη υπήρξε συγκλονιστικά θετική. Μου φαίνεται ότι ο Μέρφυ ήταν ο πρώτος που επινόησε ή εμπνεύστηκε το κόνσεπτ του τρολ. Το ανήγαγε λοιπόν σε συμπαντικό επίπεδο, το έκανε νόμο, και έβαλε το όνομά του και την υπογραφή του για να έχουμε κάποιον να στέλνουμε στον you-know-who και να αποφεύγουμε τα θεία. Ο μόνος λόγος που βρίσκομαι στο μετρό τέτοια ώρα με αυτή τη διάθεση είναι γιατί η καλύτερή μου φίλη, που μένει στο εξωτερικό, είναι εδώ. Προσπαθεί να έρχεται μια φορά τον χρόνο. Της λείπει. Της λείπουν όλα. Και όταν έρχεται, όσο και να μείνει, δεν χορταίνει. Δεν προλαβαίνει... να δει όσους θέλει, να κάνει όσα θέλει, να φτάσει στο σημείο που η οποιαδήποτε δραστηριότητα ή έξοδος είναι ξεκούραση και όχι αγώνας δρόμου. Μου λείπει πολύ, αλλά όταν το εκφράζω νιώθω ότι ακούγεται κλισέ και οριακά επιτηδευμένο, σαν να κάνω συναισθηματική επίκληση ή να την κατηγορώ επειδή έφυγε. Στη θέση της υπήρξα on-off για περίπου 10 χρόνια, με μία όμως διαφορά: ήξερα πάντα την ημερομηνία μόνιμης επιστροφής, και ας ξαναέφευγα.

«Can you please take your bag?» μου λέει ξαφνικά ένα ωραίο παλικάρι.
«Αμάν, συγγνώμη, καθίστε, πώς δεν μου την άρπαξε κανένας!» μονολογώ, ενώ σκέφτομαι ότι ακούγομαι σαν θείτσα.
«Α, Ελληνίδα είστε;» μου λέει.
«Αυτό δηλώνω» του απαντάω και αμέσως αναρωτιέμαι αν θα ’πρεπε ίσως να κατέβω και να πάρω το επόμενο τρένο γιατί δεν το ’χω καθόλου σήμερα. Ευτυχώς το προσπερνάει και συνεχίζει.
«Βασικά δεν φταίτε εσείς, ούτε φαίνεστε απαραίτητα ξένη, το αγγλικό ήταν φροϊδικό ολίσθημα γιατί μένω στο εξωτερικό».
«Μικρό το παράπτωμα» του λέω χαμογελώντας, «πού, αν επιτρέπεται;»
«Ξέμεινα στο Μάντσεστερ μετά το μεταπτυχιακό».
«Α, και εγώ εκεί το έκανα, αλλά δεν μπόρεσε να με κρατήσει, όχι τόσο η πόλη βέβαια, αλλά η χώρα γενικότερα».
«Όχι ε; Τότε υπήρξες πιο δυνατή από εμένα. Πότε ήσουν εκεί;»
«Ουυυ, προπολεμικά, 2005-2006. Το δίλημμα της επιστροφής τότε δεν υπήρχε όμως. Φαντάσου ότι έφυγα πεπεισμένη ότι είχα τελειώσει και με σπουδές και με τη χώρα, και επέστρεψα ένα χρόνο αργότερα για άλλα 3, αυτή τη φορά στο Μπέρμινγχαμ».
«Και ξανάφυγες;»
«Τρέχοντας. Η Αγγλία για μένα είναι για δύο πράγματα: σπουδές και ψώνια».
«Και τι θυσίασες φεύγοντας;»
«Μια καριέρα χωρίς ζωή».
«Και κέρδισες;»
«Μια ζωή με μια ενδεχομένως πιο δύσκολη μάχη για καριέρα».
«Και αν αυτή δεν έρθει ποτέ;»
«Επιλογές είναι όλα. Επιλογές και προτεραιότητες».
«Και τώρα;»
«Τώρα τι;»
«Πού βρίσκεσαι;»
«Κάπου που ποτέ δεν φανταζόμουν αλλά αγαπώ. Εσύ;»
«Νομίζω στο εντελώς αντίθετο. Ακριβώς εκεί που προέβλεψα».
«Και; Κάτι λείπει, ε;» Ξεκίνησε να γελάει.
«Πολλά λείπουν».
«Αρκεί να μην σταματήσεις ποτέ να τα ψάχνεις».
«Τι εννοείς;»
«Είναι αφελές να πιστέψεις ότι μια μέρα δεν θα λείπει τίποτα».
«Πεσιμιστικό το βρίσκω αυτό σαν σκέψη, όχι αφελές. Αν όχι πεσιμιστικό τότε στα όρια της...» κοίταξε ψηλά και έκλεισε τα μάτια του ψάχνοντας να βρει τις λέξεις, «της απληστίας;»
«Γιατί;»

Απέναντί μας καθόταν μια κοπέλα, λίγο νεότερή μας, η οποία είχα καταλάβει ώρα πριν ότι άκουγε όλα όσα λέγαμε. Ένιωθα ότι ήθελε να μιλήσει. Δύο φορές εισέπνευσε την άποψή της. Δεν ξέρω αν την κατάπιε από αβεβαιότητα ή διακριτικότητα.

«Εύχομαι πάντα κάτι να μου λείπει για να έχω πάντα κάτι να βρω» συνέχισα.
«Μα τότε θα ’σαι πάντα δυστυχής!» είπε το παλικάρι γουρλώνοντας τα μάτια του. «Θα ψάχνεις πάντα αυτό που δεν έχεις».
«Λάθος. Αυτό που δεν γνωρίζω. Η αναζήτηση είναι για γνώση, όχι απόκτηση, ούτε κτήση. Με χαλαρώνει το ότι δεν θα τα μάθω ποτέ όλα».
«Είσαι σίγουρα Ελληνίδα;» είπε γελώντας.
«Last
time I checked. Αν και θα ’θελα πολύ να κάνω αυτό το DNA τεστ που σου λένε από πού κρατάει η σκούφια σου».
«Νομίζω, ξέρω αρκετά για τη σκούφια μου για να μη θέλω να μάθω περισσότερα». Του χαμογέλασα μην ξέροντας τι να απαντήσω.
«Για πόσο είσαι εδώ;» τον ρώτησα θέλοντας να ελαφρύνω λίγο το κλίμα.
«Ένα τριήμερο. Βάφτιζε ο αδερφός μου την κόρη του. Αύριο πετάω. Πάω να δω τον κολλητό μου τώρα».
«Να περάσεις πολύ όμορφα, και να μη σκεφτείς αυτά που λείπουν, όχι απόψε».
«Ωραίο θα ήταν αυτό, αν και ιδιαίτερα δύσκολο εν προκειμένω, καθότι ο ίδιος είναι ένα από αυτά. Σ’ ευχαριστώ, όμως».
«Για εκείνον όμως είσαι εσύ» του είπα και χαμογέλασε ξανά.
«Το ξέρω, μου το χτυπάει συνέχεια. Αφού ρίξει τα μπινελίκια του για τους Άγγλους, μου δείχνει αγγελίες για δουλειές στην Αθήνα. Σαν τη μάνα μου και αυτός».

Γύρισα ξανά να κοιτάξω την κοπέλα και την είδα να μαζεύει τα πράγματά της. Έβαλε την τσάντα στον ώμο και το κινητό στην τσέπη του μπουφάν της. Σηκώθηκε αποφασισμένη, τα λόγια στο στόμα της έτοιμα, είχαν πια ωριμάσει. Έστρεψε το βλέμμα της επάνω του και είπε, «μη φοβάσαι να γυρίσεις, είναι καλύτερα πια τα πράγματα εδώ. Και όπως λένε και οι μανάδες μας, οι καλοί ποτέ δεν χάνονται... ούτε και οι όμορφοι». 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ