Life in Athens

Έτσι διασκεδάζει η Αθήνα τη νύχτα

Μιλήσαμε με 8 ανθρώπους πίσω από τα μαγαζιά που ορίζουν την εναλλακτική διασκέδαση στο ιστορικό κέντρο της πόλης

357830-741365.jpg
Φιλίππα Δημητριάδη
ΤΕΥΧΟΣ 694
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
© Θανάσης Καρατζάς
© Θανάσης Καρατζάς

Η αθηναϊκή νύχτα είναι ανεξάντλητη. Συμβαίνει στο 18ο χιλιόμετρο Αθηνών-Λαμίας, σε ένα υπόγειο ελληνάδικο στη Δάφνη, στο 24ωρο μαγέρικο απέναντι από ένα αφτεράδικο στον Νέο Κόσμο, στις υπόγειες διαβάσεις της Συγγρού, στα σπιτικά πάρτι, στα μπαρ που η συντροφιά προσφέρεται με αντίτιμο ένα ποτό, στις πλατείες με μία μπίρα από το περίπτερο στο χέρι.

Στο μικρό σύμπαν που λέγεται ιστορικό κέντρο υπάρχουν μαγαζιά - προορισμοί νυχτερινής εξόδου για μία πολύ μεγάλη μερίδα Αθηναίων. Πολλές φορές μάλιστα επιλέγουν περισσότερα από ένα από αυτά ακόμα και μέσα στο ίδιο βράδυ.

Μαγαζιά στα οποία ο κόσμος χορεύει αδιαπραγμάτευτα σε πείσμα όσων θεωρούν πως η Αθήνα δεν λικνίζεται, δεν φλερτάρει και δεν διασκεδάζει, εξαντλημένη από τις οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συγκυρίες της τελευταίας δεκαετίας. Bios/Ρομάντσο, six d.o.g.s, Second Skin, Cantina Social, EKEI, Άσυλο, Crust και οι άνθρωποι που τα οραματίστηκαν αφήνουν το αισθητικό τους αποτύπωμα σε αυτό που αποκαλούμε αθηναϊκή νύχτα.

Γιώργο Φακίνε, είναι ακόμα «άγριες» οι νύχτες της Αθήνας;
Είναι άγριες οι νύχτες αλλά με έναν πιο επιδειξιομανή τρόπο. Τώρα δεν αρκεί μόνο να κάνεις κάτι, αλλά πρέπει και να το ποστάρεις, αλλιώς είναι σα να μη συνέβη, πράγμα που με βρίσκει αντίθετο. Παλαιότερα ό,τι συνέβαινε δεν το μάθαινε απαραίτητα κάποιος. Κάποια γεγονότα γίνονταν αστικοί μύθοι ή το κουτσομπολιό που θα έλεγες την επόμενη μέρα στους φίλους σου».

Αν θες να μιλήσεις για νύχτα, οφείλεις να απευθυνθείς στον Γιώργο Φακίνο. Είκοσι έξι χρόνια πίσω από τα decks και τα τελευταία δέκα στο τιμόνι του Second Skin, το μοναδικό μέρος στην πόλη που πας για να «εξαφανιστείς», ο Φακίνος τρέχει ένα χώρο με ξεκάθαρη αισθητική ταυτότητα, χωρίς να είναι προσκολλημένος σε μουσικά στεγανά.

«Ο ήχος του Second Skin αυτή τη στιγμή είναι η cutting edge σκοτεινή εκδοχή της μουσικής», θα πει χαρακτηριστικά, ενώ γνωρίζει καλά ότι οι μουσικές φυλές που δημιουργούσαν περιχαρακώσεις στη νύχτα έχουν εκλείψει. Εκεί εντοπίζει και το ότι το θέαμα επικράτησε σε βάρος της μουσικής. «Ακόμα και στο Second Skin θα βρεις κάποιον που πριν από τρία Σάββατα ήταν στο LOHAΝ και δύο Σάββατα μετά θα πετάει λουλούδια στον Βέρτη ή τον Οικονομόπουλο. Δεν το βρίσκω κακό, ούτε με ενοχλεί που μία νέα γενιά ανακαλύπτει την κουλτούρα του goth και έρχεται εδώ για να το ζήσει. Ωστόσο δεν γίνεται όλοι να είμαστε όλα. Θέλει να τραβάς και ένα thin line που να μην το ξεπερνάς, να υπάρχει μία ιδεολογία».
Second Skin, Δαμοκλέους 8, Γκάζι

Γιώργος Φακίνος


Κωνσταντίνε Δαγριτζίκο, είναι αλήθεια πως σαν την αθηναϊκή νύχτα δεν έχει;
Αν δεν το πίστευα με όλο μου το σθένος, δεν θα είχα επιστρέψει από το Λονδίνο το 2009. Πίστευα πάντα στη δυναμική της Αθήνας και τώρα αποδεικνύεται. Η Αθήνα είναι στ’ αλήθεια η πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, όχι η Νέα Υόρκη, μία πόλη φανταστική, με αμέτρητες επιλογές. Ακόμα και μέσα στην πολύ σκληρή φάση που περάσαμε, υπήρχε φως εκεί έξω». Στον καλλιτεχνικό διευθυντή και συνιδιοκτήτη του six d.o.g.s, Κωνσταντίνο Δαγριτζίκο, δεν λείπει κάτι από την αθηναϊκή νύχτα. Μάλιστα, ανυπομονεί για αυτό που έρχεται. Στη νοσταλγική ρητορική που συγκρίνει δεδομένα περασμένων δεκαετιών με τα σημερινά, απαντά πως ο μόνος τρόπος «να το κάνεις» είναι να κοιτάς στο τώρα και μπροστά, δεν πιστεύει στις αναβιώσεις. Όταν πριν σχεδόν 10 χρόνια ξεκινούσε μαζί με τον Παναγιώτη Πιλαφά, ένιωθε πως το όραμά τους έχει θέση στην πόλη, ωστόσο παραδέχεται πως πρόκειται για ένα όνειρο που έχει υπερβεί τις προσδοκίες. Τα club nights είναι μονάχα ένας από τους πολλούς τομείς στους οποίους δραστηριοποιείται το six d.o.g.s, αλλά ταυτόχρονα και ο πιο δυνατός, που φτάνει μέχρι τη δημιουργία ενός massive για τα αθηναϊκά δεδομένα φεστιβάλ ηλεκτρονικού ήχου. «Ο Παναγιώτης έχει ένα συγκεκριμένο όραμα για το clubbing στην Αθήνα το οποίο κούμπωσε από τις πρώτες μέρες του d.o.g.s και έχουμε καταλήξει να έχουμε μία πολύ συγκεκριμένη πρόταση, ένα καθαρόαιμο dancefloor με πολύ καλό ήχο, πολύ καλούς djs και fun πινελιές».

Six d.o.g.s, Αβραμιώτου 6-8, Μοναστηράκι

Κωνσταντίνος Δαγριτζίκος
© Θανάσης Καρατζάς


Βασίλη Ζώη και Δημήτρη Παπαζαρκάδα, πόσο ανάγκη είχε n νυχτερινή Αθήνα ένα «καθώς πρέπει χύμα» ορθάδικο;
«Ο κόσμος μάς έδειξε ότι του έλειπε ένα μαγαζί για απενοχοποιημένο partying, να διασκεδάσει ανεξάρτητα από τη φάση που είναι, να ξεχαστεί και να χορέψει, να ακούσει από Cardi B μέχρι το YMCA. Υπάρχει εναλλακτικό clubbing, έλειπε όμως ένα καθώς πρέπει χύμα ορθάδικο, μια street φάση. Αυτή επιθυμούμε να κρατήσουμε ζωντανή στο ΕΚΕΙ». Ο Βασίλης Ζώης και ο Δημήτρης Παπαζαρκάδας είναι από τους πιο νέους επιχειρηματίες της αθηναϊκής νύχτας. Στο στενό της Λέκκα, εκεί που το Senza έγραψε ένα μικρό αλλά σημαντικό κεφάλαιο στην αθηναϊκή νύχτα, τώρα το ΕΚΕΙ έχει πάρει τη σκυτάλη γράφοντας το δικό του νυχτερινό αφήγημα. Οι δύο ιδιοκτήτες πιστεύουν στην ενέργεια που βγάζει ο κόσμος που προσελκύεις στο μαγαζί σου και θεωρούν πως το συναίσθημα που αποπνέει ο χώρος είναι πιο καθοριστικό στο αν θα κρατήσει εκείνον που θα έρθει, από ένα περίτεχνο κοκτέιλ. «Αν νιώθεις το μαγαζί σαν σπίτι σου, τότε σίγουρα θα αφήσει πίσω του μια κληρονομιά. Πιστεύουμε ότι ο κόσμος θα μιλά για τις νύχτες στο ΕΚΕΙ». Με δύο χώρους, το ισόγειο που κινείται σε party anthems, alternative, indie ρυθμούς, και το υπόγειο, που ειδικεύεται στο hip - hop και το rap, το ΕΚΕΙ αποτελεί προορισμό για εκείνους που θέλουν να ζήσουν την «wasted youth» φάση τους, αλλά και για εκείνους που θέλουν να τη θυμηθούν, τροφοδοτούμενοι από την ενέργεια των νεότερων.

ΕΚΕΙ, Λέκκα 23-25, Εμπορικό Τρίγωνο

atk_7372.jpg
© Θανάσης Καρατζάς


Βασίλη Χαραλαμπίδη, γιατί λες ότι n πόλη δεν έχει μουσική μνήμη;
Ο Βασίλης Χαραλαμπίδης έχει συνδέσει το όνομά του με το Bios και αυτό με τη σειρά του έχει συνδεθεί με την πρωτοπορία στην αθηναϊκή νύχτα. Όταν το 2013 προχώρησε στη δημιουργία του τεράστιου εγχειρήματος που είναι η θερμοκοιτίδα/ πολυχώρος του Ρομάντσο στη γειτονιά του Γερανίου – κάνοντας συνειδητά προορισμό μια περιοχή που βρίσκονταν στα όρια της γκετοποίησης –, τα club nights μεταφέρθηκαν σταδιακά από το θρυλικό πλέον Bios στο Ρομάντσο. Αναρωτιέται κανείς αν η νύχτα στην Αθήνα παραμένει αυθεντική ή αν τα νερά της έχουν λιμνάσει. «Ο κύριος όγκος του κόσμου που ακούει μουσική έχει ένα κύκλο 3-4 χρόνων ανήσυχης ανακάλυψης, που είναι άλλωστε και ο κύκλος των πραγμάτων γενικότερα. Η πόλη δεν έχει μεγάλη μουσική μνήμη. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια που λειτουργεί το club του Ρομάντσο είναι σαν να ήταν από πάντα εδώ, δεν νομίζω ότι το σύνολο του κόσμου θυμάται το ρόλο του Bios στη μουσική σκηνή της Αθήνας τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι ένα πρόβλημα αλλά και μία ευκαιρία για την πόλη καθώς αναγκαστικά χρειάζεται και ο ενθουσιασμός», αναφέρει ο Βασίλης Χαραλαμπίδης. «Αν σου πω ότι όλα στην Αθήνα επαναλαμβάνονται συνεχώς, αυτό είναι το προσωπικό μου αφήγημα. Τα πράγματα είναι μοιραία αισιόδοξα, εξαιτίας των νέων ανθρώπων που ανακαλύπτουν τώρα τον κόσμο».

Ρομάντσο, Αναξαγόρα 3-5, Γεράνι

Βασίλης Χαραλαμπίδης
© Θανάσης Καρατζάς


Κώστα Περγιαλή, πώς είναι να τρέχεις ένα «Άσυλο» μέσα στη νύχτα;
Είναι θέμα προσωπικής επιλογής, εγώ προτιμώ αυτό, “Be free, Be you, περνάμε καλά, φλερτάρουμε, χορεύουμε”, αρκεί να μην μπερδέψει κανείς την ελευθερία με την ελευθεριότητα, αυτό είναι το όριό μου. Το όραμά μου ήταν ένας χώρος που ο κόσμος να χορεύει, μου ’χε μείνει απωθημένο απ’ όταν ξεκίνησα να δουλεύω πιτσιρικάς σε μεγάλα club». Ο Κώστας Περγιαλής, γνωστός και ως «Ασυλάρχης», αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο ιδιαίτερα κομμάτια της αθηναϊκής νύχτας. Στο Άσυλο μπορείς να είσαι οτιδήποτε θες να είσαι. Άνοιξε το 2010 στην οδό Γιατράκου στο Μεταξουργείο και το ’15 μεταφέρθηκε λίγο πιο κάτω, στην Αχιλλέως, παίρνοντας μαζί του ένα πιστό κοινό που δεν σταματά να χορεύει μέχρι να ανατείλει ο ήλιος. Ο κόσμος βρίσκει στο Άσυλο την αυθεντικότητα, «το ότι δεν προσποιούμαστε κάτι άλλο από αυτό που είμαστε. Σε ένα πιο αυστηρό περιβάλλον κερδίζεις άλλα, αλλά χάνεις αυτή τη μοναδική αίσθηση της ελευθερίας». Για εκείνον ο χώρος παίζει τεράστια σημασία, αυτός θα εμπνεύσει τη μουσική και το Άσυλο χωροταξικά ελκύει το απρόβλεπτο, όπως αναφέρει ο «Ασυλάρχης», σαν μαγνήτης. Στη νύχτα της Αθήνας δεν παρατηρεί αλλαγές, αλλά μοτίβα, όπως την αμφιθυμία του κοινού σε σχέση με τη μουσική. «Από τη μία νιώθουν ανασφαλείς όταν πειραματίζεσαι και από την άλλη της καλές μέρες (σ.σ. τις Παρασκευές και τα Σαββάτα) όταν παίζουν τα σιγουράκια γκρινιάζουν. Θα πουν “Πάλι αυτό;”, όμως την άλλη Παρασκευή θα ξανάρθουν. Άβυσσος!».

Άσυλο, Αχιλλέως 38, Μεταξουργείο

Κώστας Περγιαλής
© Θανάσης Καρατζάς


Χρήστο Γιαννακούρη, πώς εξηγείς ότι ακόμα και στριμωγμένος ο κόσμος δεν σταματά να χορεύει στην Cantina;
Αν τα vibes είναι καλά κανείς δεν ασχολείται με το στρίμωγμα. Ο κόσμος δεν είναι στημένος, φλερτάρει και κοινωνικοποιείται, δεν ασχολείται αρνητικά με τον διπλανό του. Είναι ένα μαγαζί μικρό που προκαλεί τον άλλο να λικνιστεί λίγο πιο εύκολα», λέει ο Χρήστος Γιαννακούρης, ο ιδιοκτήτης της Cantina Social που αποτελεί μία ανεξάρτητη νησίδα μέσα στο τουριστικό χάος της περιοχής του Ψυρρή και νυχτερινό προορισμό των Αθηναίων τα τελευταία 13 χρόνια. Είναι από τα πρώτα μαγαζιά που επικεντρώθηκε στον ηλεκτρικό ήχο, καθώς η ομάδα της εντόπισε αυτή την ανάγκη για μία διαφορετική μουσική έκφραση. Η Cantina αποτελεί μια σταθερά παρά τις αλλαγές στο τοπίο της νύχτας στην Αθήνα και ο Χρήστος πιστεύει ότι αυτό οφείλεται στο ότι το μαγαζί κουβαλάει κάτι χαλαρό μέσα του. Με ειλικρίνεια παραδέχεται ότι η νύχτα στην πόλη έχει κάνει κοιλιές αυτά τα 13 χρόνια, ο ίδιος ωστόσο, χωρίς κομπασμό, σημειώνει ότι δεν δίνει σημασία στο τι κάνουν οι άλλοι, προτιμά να έχει τη δική του εικόνα με τα ρίσκα που αυτό εμπεριέχει. «Δεν υπήρχε και δεν υπάρχει πλάνο, τα μαγαζιά είναι ζωντανοί οργανισμοί και αναπλάθονται μέσα από την αμφίδρομη σχέση των ανθρώπων που τα έχουν και εκείνων που τα επιλέγουν για τη διασκέδασή τους».

Cantina Social, Λεωκορίου 8, Ψυρρή

Χρήστος Γιαννακούρης
© Θανάσης Καρατζάς


Χρήστο Αγγελόπουλε, τελικά πίτσα και clubbing πάνε παρέα;
Το υπόγειο της Crust είναι από τις τελευταίες προσθήκες στον χάρτη του αθηναϊκού clubbing, ενώ παράλληλα στον ισόγειο χώρο της σερβίρονται από τις πιο λαχταριστές πίτσες στο ιστορικό κέντρο. Ο Χρήστος Αγγελόπουλος είναι resident Dj του υπόγειου club της Crust και έχει την καλλιτεχνική του επιμέλεια. Είναι ο άνθρωπος που είδε τη δυνατότητα να στεγαστεί στο χώρο ένα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό υπόγειο club που προκαλεί τους ανθρώπους να χορέψουν και να φιλοξενεί μερικούς από τους καλύτερους Έλληνες και ξένους jockeys του ηλεκτρονικού κυρίως ήχου. «Δεν διαχωρίζω την πίτσα από το concept, είναι μία πολύ καλή ιδέα. Η Crust ήρθε σε μια κατάλληλη στιγμή να καλύψει μια τρύπα στη λιγότερο formal διασκέδαση». Ο Χρήστος πιστεύει πως οι ανάγκες στη νύχτα αλλάζουν κάθε 2 με 3 χρόνια. Το αν τα μαγαζιά θα κινηθούν με ασφάλεια ή θα κάνουν ριψοκίνδυνες επιλογές είναι κάτι που διαμορφώνει την κουλτούρα στο clubbing. Για εκείνον ένα μαγαζί πρέπει να αλλάζει, να ακολουθεί την εποχή του και να ορίζει την τάση στη διασκέδαση. «Δεν μπορείς να αρνηθείς ότι ορίζεις την τάση με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Η Crust έχει μία αισθητική ταυτότητα που οφείλεις να την ανανεώνεις και να την προστατεύεις. Δεν είναι όμως εκλεκτική, προσελκύει ένα μείγμα διαφορετικού κόσμου, κάτι που οφείλεται και στο ότι ο ήχος της δεν είναι μονοδιάστατος. Αυτό είναι το μεγάλο της κέρδος».

Crust, Πρωτογένους 13, Ψυρρή

Χρήστος Αγγελόπουλος
© Θανάσης Καρατζάς


Η νύχτα της Αθήνας είναι πολυδιάστατη και μοναδική. Κρατά ως τις μικρές ώρες, αναδιπλώνεται, αλλάζει και αναπτύσσεται συνεχώς. Αφενός γιατί είναι στο αίμα μας ως Αθηναίοι να την τροφοδοτούμε με την παρουσία μας. Αφετέρου γιατί αυτή μας η ανάγκη εμπνέει ανθρώπους και ομάδες που δουλεύουν με πάθος και δημιουργούν ιδιαίτερους χώρους. Έτσι ώστε όλοι στο τέλος μιας κουραστικής μέρας (ή εβδομάδας) να μπορούμε να χύσουμε τον ιδρώτα μας στο dancefloor χορεύοντας και αδιαφορώντας για την επόμενη μέρα.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ