Life in Athens

Πρωινό στο Μαρούσι

Επάνω στην Αττική Οδό, η συνηθισμένη γιαγιά με ένα κοπάδι πρόβατα διασχίζει το δρόμο 

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 496
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
76607-170528.jpg

● ● ● Ξυπνάω χωρίς να έχει χαράξει, μόλις το μαύρο της νύχτας αρχίζει να ξεθωριάζει σε ένα γαλακτώδες δυσοίωνο γκρι. Με τον πρώτο ήχο του πρώτου Αθηναίου που ξυπνάει στη γειτονιά, ένα κλείσιμο –νταπ– μιας πόρτας αυτοκινήτου, το μαύρο γκρι ανοίγει σε πρωινό μοβ ενώ αρχίζει μια γάργαρη συμφωνία στα υδραυλικά των τριών πολυκατοικιών που μοιραζόμαστε τον ίδιο ακάλυπτο. Σε λίγο, από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα εισχωρεί αφυπνιστικά ο καπνός του πρωινού τσιγάρου από το κάτω διαμέρισμα. Το τσιγάρο στο μπαλκόνι έχει τον ηρωισμό της νύστας και της πρωινής πάχνης, ανάλαφρα και τα δύο προς το παρόν, τώρα που είναι Σεπτέμβρης. Καθώς η μέρα θα μικραίνει, θα χειροτερέψουν, καθώς η δροσιά θα τρυπάει τα ανέμελα, ακόμα, βαμβακερά.

● ● ● Καθώς τρέχουν τα νερά της Νεαπόλεως, μαθαίνω να κάνω τις ίδιες μηχανικές κινήσεις για να κερδίζω χρόνο από εδώ και πέρα: να κερδίζω δεκάλεπτα ύπνου γιατί δεν θα ψάχνω την καφετιέρα, δεν θα τρακάρω με μισόκλειστα μάτια επάνω στα έπιπλα. Από εδώ και πέρα θα πετάγομαι εν εξάρσει στο πρώτο σνουζ με ήχο μαρίμπα. Υπάρχουν τρία ακόμα εφεδρικά σνούζις ρυθμισμένα σύμφωνα με τον πανικό της νυχτερίδας μπροστά στο πρωινό φως. Αλλά θα μάθω. Θα βρίσκω όλα τα αξεσουάρ του ξυπνήματος, με χορογραφημένη ακρίβεια. Σαγιονάρες, πόρτα, μπάνιο, χάπια, ντουζιέρα, φλιτζάνια, στικάκια, φορτιστές, τσάντα, μαύρα-κατάμαυρα γυαλιά. Εφτά και δέκα. Καλημέρα, Λυκαβηττέ.

● ● ● Ο Λυκαβηττός έχει μία αυταπάρνηση σε σχέση με το πρωινό. Από την πλάτη του επάνω ορμάει και χύνεται ο ήλιος στα δυτικά προάστια, στην κεντρική Αθήνα και τέλος, καλές εννιά, στα νωχελικά Εξάρχεια. Στον περιφερειακό του, δρομείς τρέχουν ελισσόμενοι με τόλμη ανάμεσα σε κάδους και διερχόμενα, διπλής κυκλοφορίας, σκυλιά που έχουν βγει για τσίσα.

Φτάνω, περνάω τις αλάνες του Παναθηναϊκού και βρίσκομαι στην Αλεξάνδρας με την γκρινιάρικη κάθοδο και τις πρώτες φυσιογνωμίες των πρωινών Αθηναίων, συνωστισμένων στις εξόδους του μετρό.

● ● ● Οι πρωινοί Αθηναίοι έχουν ακόμα μία τσαλακωμένη ηρεμία στο βλέμμα τους. Είναι αθώοι και ανυπεράσπιστοι στα μέσα μαζικής μεταφοράς τους – από τη γαλήνια τσαντίλα της εβδόμης πρωινής, στο χτύπημα κεφαλιού στον τοίχο της πέμπτης απογευματινής. Κοιτάζουν αλλού, προσεκτικοί και ακόμα βυθισμένοι στην αχλή του ύπνου τους, ανεβαίνουν την Κηφισίας μαζί μου. Χαμηλόφωνοι και πεισμωμένοι. Είναι οι δίκαιοι μισθοί. Μετράνε τα λεπτά ένα-ένα, να έρθει η ώρα τους. Εφτά και τέταρτο. Εφτά και δεκαέξι. Λεπτά, ώρες, μέρες, φεγγάρια, μήνες. Θα περάσει κι αυτό. Όλα θα φτιάξουν. Αρκεί να έρχεται το αστικό στην ώρα του. Αρκεί να υπάρχει ένα κρυμμένο κολατσιό σε τάπερ στο σακίδιο. Αρκεί να κυλάει η μέρα. Εφτά και είκοσι.

● ● ● Στους φούρνους και στα Μικέλ, σιδερωμένα κοντομάνικα πουκάμισα. Φρι-πρες, κρουασάν και ζεστοί καφέδες με δύο ζάχαρη, τα πρώτα ραντεβού για μικροδουλειές. Η καθημερινότητα της Αθήνας κυλάει προς το παρόν ευλύγιστη και κουλ, λίγο πριν αρχίσει τον εκκωφαντικό της θόρυβο και την ασφυξία μέσα στη μουσταρδί κάψα του ήλιου. Προς το παρόν όμως, από το Γηροκομείο και μετά, αρχίζουν και φλασάρουν τα πρώτα πορτοκαλί χρώματα. Αραιώνουν οι πολυκατοικίες, αρχίζουν και φαίνονται οι πρώτοι συγκλονιστικοί ουρανοί στον ορίζοντα, με τα σύννεφα να σχηματίζουν τρισδιάστατα ερωτικά συμπλέγματα καθώς τα φωτίζει έντεχνα ο πρώτος ήλιος από τα πλάγια, δεξιά. Στις ταράτσες και στις διαβάσεις, οι instagramers κάνουν αυτό που ξέρουν καλά.

● ● ● Στις εικόνες βάζω μουσική, καθώς βλέπω την πόλη να ξυπνάει. Στο κεφάλι μου στριφογυρίζουν τραγούδια, μπαίνουν μουσικά χαλιά στις σκέψεις-καφεΐνες μου, λέω καλημέρες με προσοχή για να πατάω επάνω στις γέφυρες και όχι στα λόγια. Ραδιοφωνικά στροβιλίζονται και κάθονται μετά, το ένα επάνω στο άλλο, κομματάκια αγαπημένα, σαν τούβλα tetris. Έρχονται και κουμπώνουν στο μυαλό τα λόγια, οι λέξεις, οι ειδήσεις και οι μουσικές, σχηματίζουν την playlist της ημέρας.

● ● ● Αριστερά το Ψυχικό ακόμα κοιμάται τυλιγμένο την αγαπημένη του δεκαετία, του ’50. Δεξιά το Νέο Ψυχικό, υψώνεται σαν ανδραγάθημα: μετά τον Πράσινο Πύργο της Εθνικής Αντιστάσεως, παρατάσσονται στη σειρά οι μικρές και οι μεγαλύτερες μπίζνες του. Επιπλάδικα, πλακάκια μπάνιου, εποχιακά είδη, κομμωτήρια, βιοϊατρικές μονάδες, μεγάλοι φούρνοι με ξύλινη τικ πρόσοψη, πατισερί και ουάου χαμπουργκεράδικα. Η δημοφιλής πεζογέφυρα «του Κολλεγίου», στη συμβολή της Κηφισίας με τη Στεφάνου Δέλτα, ένωσε τα δύο Ψυχικά και έδωσε ζωή σε ένα σημείο που μέχρι πριν μερικά χρόνια μόνο σβιν αυτοκινήτων άκουγες, που άφηναν δολοφονικό στροβίλισμα στον αέρα. Τώρα, φωνές πιτσιρικάδων γεμίζουν το σημείο που έχει γίνει ένας πόλος έλξης και ζωντανεύει με κέφι τα απογεύματα. Τα φώτα στα μικρά cafés ανάβουν και ο παράδρομος της λεωφόρου γίνεται μία μικρή πασαρέλα.

● ● ● Στα Σίδερα Χαλανδρίου σκάνε πάνω στα μάτια, πίσω από τα μαύρα γυαλιά, οι πρώτες, κοφτερές σαν λέιζερ ακτίνες ήλιου. Γκρεμίζεται η playlist, αρχίζει να συναρμολογείται νέα, ενώ από το ανοιχτό παράθυρο τη ραπίζει μία προσδοκία δροσιάς. Στο ύψος του ΟΑΚΑ απλώνεται ακόμα πιο ανοιχτός ο ορίζοντας, φαίνεται η Πεντέλη να μαζεύει τα σύννεφα της κλασικής απογευματινής μπόρας. Ο Αντένα δεξιά, μισοστηρίζει κρεμασμένες, σκουριασμένες ταμπέλες, μαρκίζες που κανένας δεν θυμάται πια αν έλαμψαν – και εκείνη τη θεαματική οροφή του, την ωραιότερη πίστα για σκέιτερς στην πόλη, αν ποτέ πραγματικά αποφάσιζαν να αξιοποιήσουν αυτό το κτίριο-playground.

● ● ● Στρίβω στη Φραγκοκκλησιάς. Το 1987, όταν αρχίσαμε να ανεβαίνουμε εδώ πάνω για το Κλικ και το σταθμό, υπήρχαν μόνο χωράφια και πρόβατα. Τώρα, 27 χρόνια και ένα Village αργότερα, στη σκιά των γυάλινων βωβών κτιρίων, smart εκπρόσωποι της γενιάς του Google ανεβοκατεβαίνουν με στενά παντελόνια, στενές γραβάτες και φαρδιά σακίδια, ενώ ποδηλάτες τούς προσπερνούν αφήνοντας πίσω τους την αναίδεια της υπέροχης, αθλητικής τους μέρας.

● ● ● Όπως πάντα, ρίχνω μια ματιά εκεί που παλιά υπήρχε ο σταθμός και πάντα μπερδεύομαι – δεν καταλαβαίνω πού είναι η είσοδος, πού ήταν ο κήπος με το γκαζόν και τη σκυλίτσα μας τη Ρόζι, πού ήταν το στούντιο, πού καθόμασταν και μετρούσαμε τραγούδια, βινύλια και νύχτες – οχτώ με δέκα κάθε βράδυ. Άλλαξε το κτίριο, η είσοδος, ο προσανατολισμός του, άλλαξαν και οι νύχτες: έγιναν Pepper 96,6 πρωινό, οχτώ με δέκα. Τουλάχιστον η ώρα έμεινε σταθερή, να μην την μπερδεύω.

● ● ● Αμαρουσίου-Χαλανδρίου, κάνουμε αριστερά. Συναντάμε το Τμήμα Αποκομιδής Απορριμμάτων και Ανακυκλώσιμων Υλικών. Ξεφορτώνομαι, με ένα απότομο χασμουρητό, όλα τα παλιά, όσα θυμάμαι τέλος πάντων. Κρατάω μόνο τα τραγούδια γιατί αυτά είναι ανακυκλώσιμα. Οχτώ παρά είκοσι.

● ● ● Στη γέφυρα της Καψαλά, επάνω στην Αττική Οδό, η συνηθισμένη γιαγιά με ένα κοπάδι πρόβατα διασχίζει το δρόμο. Κόβει το πρωινό στα δύο, την κυκλοφορία στη μέση, το χρόνο σε πριν και μετά. Φτάνω στον Pepper. Οχτώ νταν. Καλημέρα, Αθήνα.


Φωτό: John Yorke

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ