Life in Athens

Τα μπλουζ μετά-τα-Χριστούγεννα

Βόλτα στην Αθήνα μετά τη γιορτή

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 464
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
57973-126580.jpg

 ● ● ● Υποψιάζομαι ότι φέτος δεν θα δούμε χριστουγεννιάτικα έλατα πεταμένα ανάποδα στους κάδους των απορριμμάτων. Υποψιάζομαι ότι θα γίνουν όλα βορά στα τζάκια. Ένα μεγάλο τζάκι αυτή η πόλη, με ταπεινή καταγωγή, που καταπίνει κάθε ξύλινο αναμνηστικό της. Το μετατρέπει σε σκόνη, σωματίδια, αιθάλη, το στέλνει στον αέρα και αυτό χώνεται ξανά μέσα μας, καίει το διάφραγμα, σαν κόκα που κολλάει στο σημείο πίσω από τα μάτια και κάτω από την καρδιά. Τα φετινά χριστουγεννιάτικα έλατα θα τα εισπνεύσουμε όλα, με ένα άπληστο φρρρτ, όπως ο Ντι Κάπριο στον «Λύκο» του Σκορτσέζε.

● ● ● Τις πρώτες μέρες του χρόνου η πόλη λουφάζει ακόμα, μέσα στην ικέα της. Στο δρόμο ακούγεται η ησυχία από τα κλειστά παράθυρα και τις αποκαμωμένες σειρές με τα λαμπάκια, τυλιγμένα καλώδια σε μπετούγιες και μπαλκόνια, να αναμεταδίδουν όλο και πιο ισχνά το «ναι-και-όχι-και-ναι-και-όχι» τους. Θα ψοφήσουν τα φωτάκια. Πριν των Φώτων θα ’χουν σβήσει, θα αυτοκτονήσουν μόλις χαράξει.

● ● ● Τα μετά-τη-γιορτή μπλουζ είναι ένα συννεφιασμένο πρωινό με τις μεγάλες απλίκες στις εισόδους των πολυκατοικιών ξεχασμένες, αναμμένες. Ο χρονοδιακόπτης τους κόλλησε στο «καλωσήρθατε» κι έμεινε ξενύχτης να φωτίζει πεταμένες στα σκαλιά, κορδέλες ζαχαροπλαστείων που τις παρασέρνει κοροϊδευτικά ο αέρας του πρωινού. Και τα μοναχικά, μισοάδεια κύπελλα φρεντοτσίνο αφημένα παντού στα μάρμαρα και τις γωνιές της Αθήνας. Παντού. Σαν να μας βύζαξε αφρόγαλα με κανέλες η πόλη, παρατήσαμε τα πειστήρια της απραξίας μας, τεμπέλικα κύπελλα καφέ στις γωνίες, κι εξαφανιστήκαμε προτού μας βρει κανένα απορριμματοφόρο. Κι όσο αυτά δεν έρχονται, γάτες ακροβατούν στους κάδους, ψυχρά αδιάφορες για τα μπλουζ, ψάχνοντας τα πρωτοχρονιάτικα αποφάγια μας.

● ● ● Δίπλα, ξεχασμένες αναμμένες είναι μερικές βιτρίνες, κι αυτές με ένα κύπελλο βρώμικου καφέ αφημένο μπροστά τους, λες και πέρασε η ντόπια Χόλι Γκολάιτλι, Ρωσίδα κολ-γκερλ μετά από χίλιες πεντακόσιες βότκες, με μαύρα γυαλιά και τυρόπιτα-φραπουτσίνο στο χέρι, και χάζεψε για λίγο μπροστά στα θαμπά τζάμια, ρούχα με θολό στραφτάλισμα. Breakfast at Τσακάλωφ.

● ● ● Ξεστολίσναγια.

● ● ● Όσο η πόλη ξεστολίζει και καίει τα έλατά της, τόσο επιμένουν φορτωμένες οι νερατζιές στους δρόμους να γιορτάζουν τις δικές τους καλένδες, με φωτεινούς, πορτοκαλί, ολοστρόγγυλους καρπούς έτοιμους να σκάσουν στα πεζοδρόμια και να κυλήσουν μπροστά στις εισόδους. Εκεί, στις εισόδους, στέκουν ταχυδρομικά κουτιά με παραχωμένα στο στόμα τους λογαριασμούς, μενού ντελιβεράδικων, κανένας πια δεν στέλνει κάρτες, κανένας δεν νοιάζεται να αδειάζει τις θυρίδες, φορτώνονται οφειλές, αριθμούς, τζατζικοκίνηση.

● ● ● Σήμερα οι ντελιβεράδες μπορεί να έχουν τα ρεπό τους. Αργά αρχίζουν να κινούνται, αναδιπλώνεται η Αθήνα, ξυπνάει ο κόσμος, ετοιμάζεται να βγει στις καφετέριες. Μπαρ, ψησταριές, κρεπερί και επιτόπια καφέ, twenty-four/seven ανοιχτά, με τις ηλεκτρικές τους θερμάστρες σαν ομπρέλες στα πεζοδρόμια, τραπεζοκαθίσματα, κόσμος, τα πάντα τυλιγμένα με διαφανή νάιλον παραπετάσματα. Αντιανεμικές παράγκες, όλα μια κουρελού, ένα ψέμα, μια πρόχειρη λύση να περάσει η μέρα, εδώ είναι πάντα καλοκαίρι.

● ● ● Στο Κολωνάκι ο ρυθμός ανακτάται σιγά σιγά. Όλοι μιλούν στο κινητό τους. Περπατούν ή κάθονται σε βρώμικα τσιμεντένια πεζούλια και μιλούν, διηγούνται τη ζωή όπως δεν την έζησαν, σχεδιάζουν φανταστικές δουλειές, κουτσομπολεύουν, οργανώνουν την επόμενη στιγμή τους, λένε μικρότητες για μικροπράγματα, τι ώρα θα περάσει να σε πάρει, κομμωτήρια, πού να βρω τσόχα και τράπουλα τέτοια ώρα, λεφτά, λεφτά, φράγκα ρε φίλε, δεν υπάρχουν, δεν προλαβαίνω, θα προλάβεις, ναι να σε πάρω να κανονίσουμε. Κανονίζουν.

● ● ● Στην πλατεία με τις προτομές των Φιλικών, η Πρωτοχρονιά έχει σβήσει. Δέντρα, Χριστούγεννα, σύννεφα, πουλιά έχουνε γείρει προς τη σκοτεινή πλευρά τις κορυφές τους, οι κορμοί τους δείχνουν κατάμαυρες σιλουέτες στο πελώριο βάρος του ουρανού. Υπάρχει μία αίσθηση καμένου, μία ακίνητη ανάμνηση βιομηχανικής γκριζάδας, ένα βρώμικο παλτό φορεμένο στην Αθήνα, με μανίκια που τη στενεύουν, την τραβάνε, δεν μπορεί να κινηθεί – μόνο να μιλήσει στο κινητό μπορεί. Έλα, για λέγε;

● ● ● Την εικόνα σώζει η αθωότητα. Τα μικρά παιδιά. Ολοστρόγγυλα μπαλάκια τυλιγμένα με μπουφάν, σκουφιά, κασκόλ, μικρά νούμερα, μπόγοι τρυφερότητας που τα τσουλάνε οι γιαγιάδες όπου μπορούν να τα προφυλάξουν. Όπου δεν υπάρχουν παρκαρισμένα. Τα καθοδηγούν, σπρώχνοντάς τα ελαφρά προς τη φωτεινή πλευρά του δρόμου, προς την επιβίωση. Κι αυτά, μικρά κι αποσβολωμένα, κοιτάζουν δίπλα τα συνομήλικά τους τσιγγανάκια, μόνα στην άσφαλτο, φορτωμένα ακορντεόν, να ελίσσονται ανάμεσα σε τραπεζάκια και υπαίθριες θερμάστρες παίζοντας Γαρίφαλο στ’αυτί, Ne me quitte pas, Σήμερον τα Φώτα κι οι φωτισμοί.

● ● ● Τα μπλουζ της επόμενης μέρας. Η Ηρώδου του Αττικού είναι άδεια, χωρίς κλούβες, χωρίς τηλεοπτικά συνεργεία σε υστερία, χωρίς ξύλινες δηλώσεις στον αέρα. Ξεχασμένοι εύζωνοι, προεδρική φρουρά σε μηχανική κίνηση, κόκκινα φέσια που ανεβοκατεβαίνουν, ταγμένα στη λούπα τους, πάνω-κάτω, άντε να ζωντανέψουν και από κανένα φλας κινέζικου γκρουπ. Χαν! Τσιν-τουέ! Στρατιώτες.

● ● ● Κάνεις μια έτσι, δεξιά, και μπαίνεις στον υγρό, πράσινο, Εθνικό Κήπο. Άδειο το καφενείο, αλλά η μυρωδιά της λάσπης και της χλωροφύλλης δίνει στην εικόνα ζωντάνια. Τα βήματα ακούγονται στα μονοπάτια, θροΐζουν τα φυλλώματα. Ποικιλίες φυτών, είδη με εξωτική προέλευση, δέντρα από το Περού, περίεργα ονόματα, Δατούρα η Δενδρώδης, Σάλπιγγα των αγγέλων, κόκκινα κρεμαστά άνθη, λευκοί θύσανοι, μικρά μπουκέτα, λυπημένα φύλλα σταλάζουν όλα μαζί τη βροχή της νέας χρονιάς, τα νερά τους, την υδαρή τους πρασινάδα. Ό,τι και να γίνει, η γη θα δίνει ζωή.

● ● ● Η ζωή της πάπιας πάλι, στον Κήπο, είναι βρωμερή. Εγκλωβισμένες οι άλλοτε ανέμελες, ελεύθερες πάπιες του Εθνικού, προφανώς για να μην καταλήξουν αλ’οράνζ σε κανένα φούρνο, ζούνε πια μέσα σε έναν παραμελημένο βούρκο πίσω από τα κάγκελα – χωρίς καθαρά νερά και λίμνες, μόνο λάσπη, ακαθαρσίες, μαδημένα φτερά, να τσιμπολογούν μέσα σε αφόρητη βρωμιά την ελάχιστη τροφή τους. Δίπλα, με διαχωριστικά, περιφραγμένα, μικρά τρομαγμένα κουνέλια, αίγαγροι, θλιβερά παγώνια και έξω από τα κάγκελα, ελευθέρας βοσκής οι όμορφοι κοπρόσκυλοι του Κήπου να κυκλοφορούν ομαδικά. Αλητοπαρέα. Παρατηρούν και αλληλοπειράζονται. Αράζουν μαζί για να ζεσταίνονται. Κάτι βλέπουν από μακριά και προχωράνε προς τα κει. Ξεχνιούνται μετά, και κάθονται αρειμάνια σε άλλες πρασινάδες, υποψιάζονται πού θα μπορούσε να βγάζει ζέστη αυτό το παγωμένο χώμα και στρώνουν εκεί σαν γνήσιοι κλοσάρ. Beatnik dogs. Κλωθογυρίζουν γύρω από τον πωλητή με το καρότσι – φιστίκια, γλειφιτζούρια, κόκκινα κοκοράκια, σημάδι χαρακτηριστικό της παιδικής βόλτας από τη δεκαετία του ’50. «Φυγέτε από δω, ρε» τους λέει αυτός.

● ● ● Δίπλα στις λίμνες, μετανάστες μικροπωλητές πυροβολούν με πλαστικά νεροπίστολα, μπουρμπουλήθρες στον αέρα. Αιωρούνται στο κενό ζαλισμένες και σκάνε σαν γιορτές που μόλις τέλειωσαν, μόλις ακουμπήσουν τα φύλλα και τα κεφάλια των μικρών παιδιών. Με ένα παφ – και μένει μόνο μια ελάχιστη σταγόνα της σαπουνάδας τους που πέφτει στο χώμα.

● ● ● Η υγρασία του Κήπου πονάει τις πατούσες σου. Έξω, στο Ζάππειο, άχαρες απαγορευτικές μπάρες εμποδίζουν τη διέλευση. Όλος ο χώρος πίσω από το κτίριο είναι γεμάτος από παρκαρισμένα. Σιωπηλά αγάλματα δίπλα στις αλέες παρατηρούν τις ομάδες φύλαξης, την άδεια ψυχή ενός πάρκου που θα μπορούσε να είναι γεμάτο ζωή και κόσμο.

● ● ● Η Πλάκα πια είναι η μόνη ελπίδα. Σε ρουφάει προς το μέρος της, σε ζαλίζει με τις μικρές της αρχιτεκτονικές στροφές, σαν σειρήνα σε καλεί στα δρομάκια της. Κι εκεί η ησυχία αποκτάει άλλον ήχο. Ακούγονται μικρές κουβέντες, τα φώτα στα καφέ είναι πιο ζεστά, άνθρωποι συνομιλούν παρατηρώντας κτίρια και όχι μόνοι, με το κινητό τους. Στις ταβέρνες χώνονται πεινασμένοι με χρωματιστά κασκόλ. Υπάρχουν σημεία απ’ όπου βγαίνει θαλπωρή, μυρωδιές καφέδων, γλυκών και φαγητών, μακρινές μουσικές, προθήκες με φωτογραφίες από γλέντια. Το σπίτι της κυρίας Κοκοβίκου κάτω από την Ακρόπολη, η παλιά βόλτα στη Θόλου που αντηχεί ακόμα τις ερωτευμένες της φωνές από τα 70s, το ροζ φως στους Αέρηδες, ένας ανατολικός άνεμος που έρχεται και φέρνει μυστικά και αύρα μακρινή.

Τα μπλουζ της θλίψης-μετά-τα-Χριστούγεννα ολοκληρώνονται με μία παρέα, σαν χάπι εντ. Βρίσκεις ανθρώπους που διατηρούν ακόμα μέσα τους την παιδικότητα, ξέρεις ότι με αυτούς θα ζήσεις, μαζί τους θα αρχίσεις την επόμενη γιορτή.

Φωτό: Γιάννης Νένες

(panikoval500@gmail.com)

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ