Life in Athens

Το ανάλαφρα αριστοκρατικό κέντρο της Αθήνας

Είναι και δεν είναι «γειτονιά», αλλά σίγουρα θα ήταν κεντρικό arrondissement, από τα καλλιτεχνικότερα, αν βρισκόταν στο Παρίσι…

Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 699
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Πλατεία Κολωνακίου © Θανάσης Καρατζάς
Πλατεία Κολωνακίου © Θανάσης Καρατζάς

Κολωνάκι: Η Μανίνα Ζουμπουλάκη θυμάται και εξηγεί γιατί είναι ένα μέρος της πόλης ελαφρά κοσμοπολίτικο και παράλληλα, αριστοκρατικό

Το «στρογγύλεμα» μιας συνοικίας κατά τα παριζιάνικα πρότυπα επιστρατεύεται εδώ εξεπίτηδες, ως παρομοίωση: αν κάτι, οτιδήποτε, στην Αθήνα θυμίζει Παρίσι, θα είναι σίγουρα το Κολωνάκι. Μπορεί να μην είναι «αυτό που ήτανε», να «έχει χάσει την αίγλη του», εξακολουθεί όμως να είναι... ένα μέρος της πόλης ελαφρά κοσμοπολίτικο και παράλληλα, ή και εξίσου ελαφρά, αριστοκρατικό.

Έζησα έντεκα χρόνια στο Κολωνάκι – κατά τύχη, μια και το πρώτο διαμέρισμα μου το βρήκε η δημοσιογράφος Πέγκυ Κουνενάκη μόλις έπιασα δουλειά στον «Ταχυδρόμο», και ήταν στο τέρμα της Σίνα, μια ευθεία από τα γραφεία του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, στα σύνορα Κολωνακίου και Νεάπολης (Άγιου Νικόλαου) Πευκακίων. Το διαμέρισμα ήταν υπο-ισόγειο και υγρό – μπορούσα να στήσω ιχθυοκαλλιέργεια μέσα, και στο μπάνιο φύτρωναν μανιτάρια μεγαλύτερα από τσιπούρες. Στη γωνία ήταν η «Γάστρα», το (παριζιάνικο!) μπιστρό-σταθμός, και όταν μετακόμισα, πάνω στην επταετία, πήγα στη Γιάννη Σταθά – έναν ήσυχο, μικρό δρόμο-αδιέξοδο με πολλές σκάλες και άλλες τόσες ανηφόρες.

Το Γαλλικό Ινστιτούτο ήταν απέναντι, η Πλατεία Κολωνακίου ήτανε δίπλα, η Αναγνωστοπούλου ήτανε γεμάτη ωραία μαγαζιά με βιτρίνες ευρωπαϊκού επιπέδου, το «Monhblumhen» έμενε ανοιχτό ως αργά κι έφερνε ρούχα ολοκαίνουργιων σχεδιαστών, η Δεξαμενή έφτιαχνε τον καλύτερο φραπέ και τα χειρότερα κεφτεδάκια, τα περίπτερα της Πλατείας είχανε ΟΛΑ, μα ΟΛΑ τα ξένα περιοδικά και οι μοντέλες έπιναν καπουτσίνο στο «Da Cappo», ενώ οι διάσημοι σκηνογράφοι, σκηνοθέτες, ζωγράφοι, ποιητές και συγγραφείς, καθόντουσαν στη «Λυκόβρυση» ή στο «Φίλιον».

Μια βόλτα στο Κολωνάκι κι έπεφτες πάνω στη Ζωή Λάσκαρη, τον Κωνσταντίνο Τζούμα, τη Βάνα Μπάρμπα, τη Μιμή Ντενίση, τον Δημήτρη Κολλάτο, τον Διονύση Φωτόπουλο, τον Γιάννη Μιγάδη, τον Χρήστο Καρρά – ευτυχώς όχι σε όλους μαζί, αλλά οι ελληνικές σόου-μπίζνες ΚΑΙ οι Τέχνες εκεί έβγαιναν τη βόλτα τους, πώς να το κάνουμε. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου, ως φυσικό πρόσωπο και ως ιδέα, καραδοκεί πάντοτε κάπου στην Πλατεία Κολωνακίου, μαζί με διακόσιους ακόμα επώνυμους που δεν μου έρχονται αυτή τη στιγμή.

 

Εδώ έρχεται να μείνει κάποιος, καλλιτέχνης, πολιτικός ή σταρ, όταν είναι στα πάνω του, όταν κάνει δουλειές και σκίζει και είναι «σχετικός», πριν πιάσει την καλή και μετακομίσει στα βόρεια ή σε νησί ή στην Ελβετία.

Το περίεργο είναι ότι μέχρι σήμερα, που κάμποσα μαγαζιά έχουνε κλείσει και ακόμα πιο κάμποσα σπίτια μένουν αδειανά στο Κολωνάκι, εξακολουθεί να έχει τη χάρη της η περιοχή, η συνοικία, το arrondissement. Υπάρχουν παλιά, υπέροχα κτίρια, πολλές γκαλερί η μία καλύτερη από την άλλη, παστέλ νεοκλασικές βίλες στις οποίες κατοικούσαν μεγάλα ονόματα της ελληνικής ιστορίας και των τεχνών, και κατοικούν ακόμα – εδώ έρχεται να μείνει κάποιος, καλλιτέχνης, πολιτικός ή σταρ, όταν είναι στα πάνω του, όταν κάνει δουλειές και σκίζει και είναι «σχετικός», πριν πιάσει την καλή και μετακομίσει στα βόρεια ή σε νησί ή στην Ελβετία. Πολλές φορές, συνεχίζει να μένει εδώ και μετά, αφού γυρίσει όλο τον κόσμο και ζήσει τις περιπέτειές του και φάει τα λεφτά του – όχι όλα, γιατί ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι δεν είναι καθόλου οικονομική λύση. Οι δρόμοι ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, οι σκάλες ξεφυτρώνουν εκεί που δεν τις περιμένεις, υπάρχουν σκιερές γωνίες, πράσινες μικρές ημι-πλατείες, περιποιημένες μπεζ-καφέ είσοδοι παλιών πολυκατοικιών. Τα πεζοδρόμια είναι στενά, και ποτέ δεν είναι επίπεδα – θυμάμαι να παλεύω με το καροτσάκι, όταν ο μεγάλος γιος μου ήτανε του καροτσιού. Το Κολωνάκι ωστόσο έχει «ανάσες», πάρκα, μικρά δασάκια, συστάδες δέντρων, και τον Λυκαβηττό από πάνω σαν (καταπράσινο) κερασάκι στην τούρτα.

Δεν ζει όμως σε παρελθόντα χρόνο, το Κολωνάκι: η Τσακάλωφ ξεχειλίζει από καφέ, που ξεχειλίζουν από κόσμο. Η Μηλιώνη, μια σταλιά δρόμος, επίσης είναι πάντα γεμάτη. Στην Πλατεία συναντιούνται ζευγαράκια, στην Πατριάρχου Ιωακείμ κόβουν βόλτες καλοντυμένες κυρίες, στους δρόμους (Λεβέντη, Ξάνθου, Πλουτάρχου, Λουκιανού, Χάρητος κλπ) ξεφυτρώνουν όμορφα εστιατόρια, καφέ, μπαρ, μαγαζιά, στέκια. Το να παρουσιάζεις τα έργα σου «σε γκαλερί στο Κολωνάκι» είναι μεγάλη επιτυχία, όπως και το να διατηρείς μαγαζί ή να ζεις στο Κολωνάκι… όχι ότι είναι εύκολο – αλλά τίποτα δεν είναι εύκολο εκτός από τα εύκολα, που δεν τα κυνηγάει κανείς έτσι κι αλλιώς. 

Σόρι που δεν γράφω το ιστορικό του Κολωνακίου (λεγότανε Κατσικάδα επειδή στις πλαγιές του Λυκαβηττού βοσκάγανε κατσίκια, η Πλατεία Φιλικής Εταιρείας φτιάχτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, η κολώνα από την οποία πήρε το όνομά της το Κολωνάκι μεταφέρθηκε το 1938 από τη Δεξαμενή στην Πλατεία, η Πράσινη Τέντα, το καφέ του Λυκαβηττού έχει γράψει ιστορία κλπ.), το ξέρουμε λίγο πολύ, έχει γραφτεί εκατό φορές από τη δεκαετία του ’50, που άρχισε να συζητιέται το Κολωνάκι, μέχρι σήμερα. Που συζητιέται ακόμα, και που εξακολουθεί να είναι όμορφο, με μια παριζιάνικη χαριτωμενιά η οποία το κρατάει, κοντά έναν αιώνα τώρα, ως κοσμικό, καλλιτεχνικό και ανάλαφρα αριστοκρατικό, κέντρο της Αθήνας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ