Life in Athens

Σκηνές από ένα καλοκαίρι

Η Αθήνα λίγο πριν τον Σεπτέμβριο

atk_0452.jpg
Γιάννης Νένες
ΤΕΥΧΟΣ 536
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
106255-236522.jpg

Πήγαμε στην Επίδαυρο. Στο δρόμο αγοράσαμε ροδάκινα για το σπίτι, όπως κάναμε παλιά με την κυρία Ροζίτα. Πήγαμε ψηλά να καθίσουμε, στις πάνω θέσεις, να φυσάει και να φαίνεται το δάσος πιο καλά. Ψάχναμε με το μάτι για γνωστούς μας –καλά όχι εγώ, μη φανταστείς, με τη νυκταλωπία τους βλέπω όλους σαν φιγούρες του Ιερώνυμου Μπος– αλλά δεν ξεχωρίζαμε και κανέναν, όλοι άσπρα. Μετά αναρωτιόμασταν αν έχει τίποτα ποντίκια εδώ γύρω. Πάντα περνάει αυτή η σκέψη από το μυαλό, το σκέφτεσαι να τρέχει ανάμεσα στα πόδια των θεατών και να γίνεται η παράσταση χάος από τα ουρλιαχτά. Αργότερα είδαμε έναν στο κοινό να παίζει με το κινητό του. Φώτιζε μέσα στο σκοτάδι σαν πνεύμα.

Ο Ιπποπόταμος τον Αύγουστο ήταν ανοιχτός, μέσα στην έρημη Δελφών. Μαζεύονταν όλοι σαν άστεγοι που είδαν φως, απλώνονταν στα τραπεζάκια του έξω οι χαλαρές κουβέντες, οι εξομολογήσεις και τα μηνύματα.

image

Μήνυμα: «Η μάνα μου μαγειρεύει κι ο πατέρας μου πάει παραλία, είναι πολύ κοντά και πάει και χαζεύει τις τουρίστριες, έχει ένα σπίτι δίπλα που έχει όλο τουρίστριες, και βγαίνει η μάνα μου στο μπαλκόνι κ τον φωνάζει ΝΙΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ έλα να φάμε, θα κρυώσει. Και μετά μου λέει άντε φέρε τον πατέρα σου, πάλι χαλβά κόβει παραλία».

image

Τετάρτη βράδυ, νωρίς. Στο διπλανό μπαλκόνι κάθεται στο τραπέζι ένα ζευγάρι. Ακούγονται μικρά διακριτικά κλινγκ από μαχαιροπήρουνα κι έρχεται μια δροσερή μυρωδιά από καρπούζι ανακατεμένη με αποπνικτική κάπνα, φορμαλδεΰδη που καίγεται, πύρεθρο, πυρεθρίνες και βουτυλιωμένο υδροξυτολουόλιο. «Με φάγαν τα κουνούπια». «Τίποτα δεν τα πιάνει τα πούστικα, ούτε το φιδάκι». «Αφού δεν ψεκάσαν φέτος, μωρέ. Η κρίση». Ακούγεται ξαφνικό κλατς επάνω σε μπράτσο. Ένα λιγότερο.

Ο Άνθιμος ανακάλυψε τη θεότητα του καλοκαιριού στην Αργολίδα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει, λέει, και όλα τα έκανε να φαίνονται λίγο πιο πορτοκαλί. Άφιλτρη στο ίνσταγκραμ: η Μις Καλοκαίρι, ξεχασμένη και χαλαρωμένη από το σφίξιμο της πλαζ, αφού αυτή έχει αρχίσει να αδειάζει, δροσίζει τη βόλτα της στην άκρη του νερού, βλέποντας τις σκέψεις της, αθώες κάθε ενοχής, να χάνονται με το φλοίσβο –κάθε βήμα και πιο πέρα στο κυματάκι– πίσω από λευκά γυαλιά πούλμαν, ξεκούραστα από τον πόνο του φωτός και των άλλων βλεμμάτων. Στο κεφάλι της το στέμμα, μια θημωνιά από μουσελίνα, η τέλεια ανάφλεξη των πλάγιων ακτινών του ήλιου, απογειώνοντας όσα κρύβει εκεί μέσα. Σκέψεις, ένα κουτί τσιγάρα, κάποιο κλάμερ, έναν τζόκερ για μπιρίμπα, μία φωτογραφία της Έρικα Μπαντού, ένα περίστροφο, ένα τάπερ, μία υδατική, το τσιουάουα. Κι από κάτω ρέουν τα κανελί εξτένσιονς, παιδιά ενός θαυμάσιου θέρους.

image

Σε είδα να βγαίνεις από το Skull στην Ιπποκράτους, πέντε το πρωί, το ξυρισμένο σου κεφάλι να γυαλίζει από τον ιδρώτα και τα γκλίτερ, η μακριά σου γενειάδα ένας καταρράκτης σαλτ εν πέπερ. Κρατούσες ένα λάπτοπ, μιλούσες στο κινητό. «Ναι, γεμάτο είναι, έλα».

Πήγαμε στο ΙΚΕΑ, καθημερινή, 9μισι το πρωί, Αύγουστο, να μην έχει κόσμο. Η ζέστη είχε αρχίσει να αρπάζει το σβέρκο μας, ο καφές μύριζε ευχάριστα, είχαμε στο χέρι τις διαστάσεις που θέλαμε σημειωμένες με ακρίβεια, με καινούργιο μολύβι, λες κι ήτανε Σεπτέμβριος και είχαμε νέο, καθαρό τετράδιο. Ελάχιστοι πελάτες, σχεδόν βολτάριζαν ανάμεσα στα στημένα, σκηνικά, δωμάτια. Την είδαμε να κάθεται ξεχασμένη σε έναν καναπέ και να χαϊδεύει απαλά την επιφάνεια στο μαξιλάρι. Καμία ανησυχία, καθόλου μέτρα και διαστάσεις, κανένας Σεπτέμβριος και νέα αρχή στο βλέμμα της. Ξεχασμένη κι όμορφη, κουρασμένη, με βερμούδα και μακό, πενηντάρα ίσως και παραπάνω. Θεληματικό πηγούνι, επίμονο, κοντοκουρεμένα μαλλιά και δύο μικρά χρυσά κρικάκια στ’αυτιά της. Έμοιαζε να απολαμβάνει το στρωμένο σπιτικό. Την προσπεράσαμε. Την ξαναείδαμε φευγαλέα στα παιδικά δωμάτια, είχε καθίσει στο κάτω μέρος μιας μικρής κουκέτας και κοίταζε γύρω της με μισό χαμόγελο, τις χρωματιστές κουρτίνες. Φορτωμένοι τάβλες και κουτιά, ιδρωμένοι και με εκπληρωμένες τις διαστάσεις των υπολογισμών μας, την είδαμε ήρεμη να περνάει από το γρήγορο ταμείο. Στο χέρι της κρατούσε μόνο ένα σακουλάκι με ρεσό.

Φεύγοντας από το ΙΚΕΑ είχε μεσημεριάσει. Κάτω από τη γέφυρα της Κηφισού ένας άντρας, γυμνός από τη μέση και πάνω, είχε βρει μάνικα με δροσερό νερό και πλενόταν. Γάργαρα νερά έτρεχαν επάνω του, τον είχαν καλύψει ολόκληρο, ήταν καθιστός και απολάμβανε ενώ γύρω του τα γκράφιτι έμοιαζαν να παίρνουν χρώμα, να φαίνονται πιο καθαρά. Κανένα saturation. Άφιλτρη.

image

Πλατεία Κοτζιά. Τα περιστέρια ελεύθερα χέζουν την πόλη, σαν Άγιο Πνεύμα που μεταλλάχθηκε σε τοξικό από τον αέρα της Αθήνας. Ημίγυμνα πιτσιρίκια, μελαψά, τα κυνηγούν χωρίς στ’αλήθεια να το εννοούν ή απλώς σέρνονται στη ζέστη, βαριεστημένα. Κατεβαίνουμε την Αθηνάς. Λιωμένα παγωτά, μαύρες τσίχλες, η απόχρεμψη των ξωτικών της Ομόνοιας. Στη γωνία, ένας άστεγος, ξαπλωμένος στο δροσερό του, σκιερό πεζούλι, διαβάζει ένα βιβλίο και χαμογελάει.

image

Μπορεί να δρόσισε. Σεπτέμβριος.


Φωτογραφίες: Άνθιμος Ντάγκας

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ