Ταξιδια

Το δικό μου Πήλιο, το αγαπημένο

Από τη μία ο Παγασητικός κόλπος, από την άλλη το Αιγαίο. Στη μέση ένα μαγικό μέρος με παραδοσιακά χωριά και μαγευτικές παραλίες

zoe1.jpg
Ζωή Καραμήτρου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
pilio_image_by_dimitris_vetsikas_from_pixabay_.jpg
Πήλιο ©Dimitris Vetsikas/Pixabay

Βόλος. Ιάσονος, Πολυμέρη και βγαίνεις απ’ την πόλη, όλο ευθεία, στροφές στις Πλάκες –ωραία κοντινή παραλία, πάντα γεμάτη–, τα Τσιμέντα, πηγαίνεις νότια. Πρώτη η Αγριά. Θα καθίσεις νωρίς το πρωί, αχάραγα αν μπορέσεις, στο πιο παλιό, αριστοκρατικό μέσα στην απλότητά του καφενείο. Στο «Κεντρικόν». Θα πάρεις οπωσδήποτε ελληνικό, διπλό ελληνικό και θα καθίσεις στην προβλήτα, να μαζέψεις εικόνες, να ‘χεις για το χειμώνα. Μετά Λεχώνια. Τα Κάτω. Στη στροφή για Άγιο Λαυρέντιο θα σταθείς όπως είσαι στο δρόμο με alarm, θα ανέβεις πεζοδρόμιο και στην πόρτα της κυρά Μαρίας, με αραδιασμένα τα καφάσια θα διαλέξεις τα πιο μυρωδάτα, λευκόσαρκα, τεράστια λεμονάτα ροδάκινα. Δεν είναι πουθενά αλλού. Μονάχα εδώ.

Πάνω Λεχώνια κι όλο ευθεία, προσπερνάς τη στροφή για Πλατανίδια, Μαλάκι. Μια μεγάλη ευθεία, απ’ τις ελάχιστες στη διαδρομή, επιτρέπει να προσπεράσεις όσους πάνε αργά ψάχνοντας, όσους θέλουν να σταθούν για μπάνιο και τα λεωφορεία βέβαια, αστικά και υπεραστικά, οι συνεχείς στάσεις τους μπορούν να σε εξοντώσουν. Φέτος όμως η ευθεία μετράει δυο νεκρούς, κάθετα την περπατούσαν πηγαίνοντας για μπάνιο. Περνάς στα δεξιά σου τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις αναψυχής –τις Παρασκευές η μουσική τους ακούγεται παντού–, κάνεις κέφι χιλιόμετρα μακριά κι έπειτα Κάτω Γατζέα. Θα έρθεις το βράδυ, αν θέλεις ψάρι να καθίσεις στου «Σκουριά» και για κρέας στις «Πόρτες», το κύμα θα σε νοτίζει, θα βλέπεις δίπλα σου καβουράκια να βγαίνουν και να χάνονται ανάμεσα στα βότσαλα. Καλά Νερά, πάντα πολυπληθή, κάποιες φορές αβάσταχτα από τον τόσο κόσμο, κι έπειτα επιτέλους περνάς τη γέφυρα του «Μπελεγρίνου» του δικού μας ποταμού. Στ’ αριστερά η στροφή για τις Μηλιές, μα εσύ θα πας ευθεία.

Κορώπη, μα για τους ντόπιους και για μένα Μπούφα. Ταπεινή και υπέροχη. Πάνω στο δρόμο ο «Βεργώνης», θα βρεις από βελόνι μέχρι πανιά για το μάζεμα της ελιάς, παγωτίνια, στρώματα θαλάσσης μέχρι και την τροφή του σκύλου. Θα βρεις κι όλη την Μπούφα που ψωνίζει από κει, αλλά και τον ψαρά που στέκει εκεί με τις κασέλες του. «Δεχόμαστε παραγγελιές για λουλουδάκια και βλήτα». Και βλήτα εντάξει, γνωστά τοις πάσι, τα λουλουδάκια όμως; Κολοκυθολούλουδα εννοεί που τα κάνεις γεμιστά με ρύζι και γίνονται ο τέλειος μεζές για το τσίπουρο ή το νηστίσιμο φαϊ. Μετά ο φούρνος του «Αγγελάκη», το καλοκαίρι δεν κλείνει ποτέ, γυρνώντας απ’ το πανηγύρι, από όποιο, φέτος απ’ της Ξυνόβρυσης, παίρνεις στις τέσσερις, στις πέντε το πρωί την ωραία σου τυρόπιτα και έρχεσαι στα ίσα, να κοιμηθείς μεθυσμένος αλλά χορτάτος.

Προχωράς στρίβεις δεξιά, λίγο ακόμη και να η παραλία της Μπούφας, η πιο μεγάλη παραλία του Παγασητικού, με άμμο, βαθαίνει σιγά-σιγά, στα βαθιά τα κρύα ρεύματά της σε αποζημιώνουν για την πολυκοσμία των Σαββατοκύριακων. Στην παραλία το μαγαζί του καλοκαιριού μου είναι η «Κάδη». Το όνομα είναι ο τεράστιος ξύλινος κώνος που αποθήκευαν τις ελιές παλιά, μια τέτοια σήμερα είναι καμπίνα για ν’ αλλάζεις. Στην «Κάδη» ζούμε τους ανθρώπους που αγαπάμε, μαζεύουμε τα νέα όλης της χρονιάς και σκεφτόμαστε τα σχέδια της καινούριας, γάμοι, βαφτίσια, λύπες και χαρές, ακουμπάνε στα τραπέζια της. Ο Ισις, ο Εριόν, ο Κλίντον, παιδιά μεταναστών τα ίδια, θα γίνουν φέτος νέοι μετανάστες, θα φύγουν για τη Βόρεια Ευρώπη, αυτό είναι το τρανταχτό τους νέο φέτος. Νέο που φυσικά μας αγγίζει όλους, πώς θα ‘ναι η Κάδη δίχως αυτά τα υπέροχα γελαστά, δουλευτάρικα παιδιά; Που γελώντας πάλι μας λένε, δεν έχει τίποτα άλλο να κάνουμε πια εδώ, φεύγουμε και θα δούμε.

Από τη Μπούφα, η πιο κοντινή παραλία στο Αιγαίο είναι στη Συκή είκοσι λεπτά δρόμος για να βγεις στο Ποτόκι, παραλία έρημη, με βαθιά νερά απάτητα στο πρώτο βήμα, κρύα και υπέροχα, διάφανα, το πιο ανοιχτό γαλάζιο μετά τον ουρανό. Αν είναι να μείνεις όλη μέρα, θέλει να μεριμνήσεις από πριν, δεν έχει τίποτα το μέρος, μόνο τα βότσαλα και τα νερά του.

Στις Μηλιές θα πας απόγευμα να πιεις καφέ στην «Αίγλη», στο «Συμπόσιο» και τα δύο στην πλατεία, μα για το φαγητό ίσια στο δρόμο προς Βυζίτσα, θα πας «Πανόραμα». Όνομα και πράγμα, το χειμώνα από τα τζάμια του ο Παγασητικός μπροστά σου, όνειρο. Μα τώρα το καλοκαίρι κάτω απ’ την κληματαριά, τσιμπολογώ τέτοιον καιρό τις ώριμες ρωγίτσες, και γύρω-γύρω θηριώδεις ορτανσίες, θα φας την τέλεια χορτόπιτα, αγριογούρουνο χτυπημένο αφού έχει ρημάξει τους μπαχτσέδες, σπετζοφάι, ματζαφό, τσιτσίραβλα, άλλα χόρτα σαν αυτά δεν είναι, όλο το Πήλιο στα πιάτα. Κάθε χρόνο ο Τηλέμαχος κι ο Δημήτρης, τα δυο αδέρφια που το έχουν, φτιάχνουν κάτι καινούριο να μας φιλέψουν. Φέτος με το λογαριασμό εμφανίστηκε ποτηράκι του λικέρ, σκαλιστό με ποδαράκι, βγαλμένο κατ’ ευθείαν απ’ το μπουφέ, έχοντας μέσα του ένα νέκταρ. Λευκό κρασί που το χει ποτίσει αρμπαρόριζα. Κι άλλο ένα; Κι ένα τρίτο κι είμαστε εντάξει.

Αν είναι να βγεις στο μακρινό Αιγαίο, μια ώρα δρόμος και παραπάνω, γεμάτος στροφιλίκια, θα τηλεφωνήσεις πρώτα στην «Ωραία Αμμουδιά» στου Παπά Νερό, κι αν ο Δημήτρης θα σου πει «Σήμερα έχουμε κύμα. Κύμα πελαγίσιο», μην ξεκινήσεις. Όταν δεν είναι μέρα για μπάνιο, είναι μέρα για φαγητό. Πήγαινε στο Νεοχώρι, τρία χιλιόμετρα απ’ τη Μπούφα, στην πλατεία για σούβλα στο «Γερμανό» και δεν θα χάσεις. Μα αυτός είναι ολόκληρος μια άλλη ιστορία.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ