Ταξιδια

Ένα ταξίδι στην Κούβα του Κάστρο

Αν θέλεις να την κάνει «λαχείο» η νοσταγλία σου πήγαινε εκεί. Το νησί έτσι όπως το γνώρισα σ' ένα ταξίδι το 1999

14429-78756.jpg
Σταυρούλα Παναγιωτάκη
22’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ένα ταξίδι στην Κούβα του Κάστρο

Στην Κούβα του Κάστρο. Ένα προσωπικό ταξίδι στην Αβάνα και σε μερικές ακόμα πόλεις της Κούβας

Αβάνα, παλιά πόλη, σαν σταρ του σινεμά σε ταινία των 50ς
Έλα τώρα, από τότε που σε θυμάμαι εφεύρισκες πάντα τους πιο παράδοξους λόγους για να φύγεις. Έβαζες τον δείκτη πάνω στην υδρόγειο κι έλεγες «εδώ θέλω να φθάσω». Τρελαίνομαι κάθε φορά που σκέφτομαι πως στην Κούβα σ’ έφερε η σκηνή μιας κηδείας.
Η σκηνή…
Είναι μεσημέρι στο κέντρο ενός καταπράσινου κάμπου. Ένας ηλικιωμένος κι ένας πιτσιρικάς, με πολύχρωμα ρούχα και λουλούδια στα χέρια, συνοδεύουν αμίλητοι το άσπρο χαρτοκιβώτιο, το κομμένο πρόχειρα σε σχήμα φέρετρου που κρατάνε τέσσερις άνδρες. Ο διάλογος του παιδιού με τον γέρο:
«Παππού, γιατί βάλαμε τη γιαγιά μέσα στο κουτί;»
«Για να μην κουράζεται»
«Και γιατί κλείσαμε το κουτί;»
«Για να μην την καίει ο ήλιος»
«Παππού, το ξέρεις πως κρατάς δυο πούρα;»
«Το ένα είναι για τη γιαγιά»
Ο διάλογος τελειώνει και το χαρτοκιβώτιο βυθίζεται προσεκτικά στο χώμα. Ο γέρος αφήνει τα λουλούδια και το αναμμένο πούρο πάνω στον τάφο, μένει για λίγο σιωπηλός κι ύστερα απομακρύνεται μονολογώντας: «Η ζωή μου ήταν πάντα γυναίκες, ταμπάκο και λουλούδια»… Πού είχες δει αυτή τη σκηνή; Στο σινεμά, στην τηλεόραση, σε κάποιο βιβλίο, στ’ όνειρό σου; Κάτι πήγες να θυμηθείς, μα σου μπέρδεψε ο ύπνος τη μνήμη.
Ταξίδι στο χρόνο
Το αεροπλάνο πλησίαζε το Αρχιπέλαγος των Αντιλλών όταν ξύπνησα. Έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο. Στο βάθος οι κορυφογραμμές της Σιέρα Μαέστρα χάιδευαν τον ορίζοντα. Ετοιμαζόμουν να πατήσω τη γη αυτού του αινιγματικού νησιού που δεκαετίες τώρα ζει σ’ έναν κόσμο άχρονο, στο περιθώριο των πάντων, αιωρούμενο ανάμεσα στον καπνό και στη ζάχαρη. Ετοιμαζόμουν να βαδίσω δίπλα σε ανθρώπους που συνοψίζουν τη ζωή τους σε τρεις λέξεις και αφήνουν στους νεκρούς τους, σαν αποχαιρετιστήριο σινιάλο, πολύχρωμα λουλούδια και φρέσκα πούρα. Ετοιμαζόμουν να κάνω ένα μεγάλο μακροβούτι στο χρόνο.
Πολύ πριν την ανακαλύψει ο Φιντέλ, την Κούβα ανακάλυψε ο Κολόμβος. «Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα κάτι τόσο όμορφο», έγραφε στο ημερολόγιό του, και να σκεφτεί κανείς πως δεν είχε ακόμα συναντήσει τα κορίτσια!
«Αν χαθώ, ψάξε με στην Κούβα ή στη Γρανάδα», έγραφε ο Λόρκα. Ο Γκράχαμ Γκριν, ο συγγραφέας του «Our Man in Havana», ισχυριζόταν πως η Αβάνα «είναι μια πόλη για να επισκεφτείς, όχι για να ζήσεις». Ο  Χέμινγουεϊ, που αποκαλούσε την Κούβα «πατρίδα του», της χρωστούσε τα είκοσι καλύτερα χρόνια της ζωής του και ένα Νόμπελ. Για τον μεγάλο Κουβανό συγγραφέα Αλέχο Καρπεντιέρ, η Αβάνα ήταν «ένα νησί μέσα σε νησί, με το φράγμα του ωκεανού κλειστό σε κάθε πιθανή περιπέτεια». Για τον τρυφερό ποιητή Γκιγέν, η Κούβα ήταν «ένας μικρός πράσινος κροκόδειλος». Για τους μαφιόζους Αλ Καπόνε και Μέγερ Λάνσκι, η Αβάνα ήταν κάτι «Σόδομα με θάλασσα», για τον Φρανκ Σινάτρα ένα θέρετρο περιπετειών, για τον Κιθ Ρίτσαρντς η πόλη του «Cuban feel», του τραγουδιού που τον έσπρωξε να γράψει το «Sympathy for the devil». Για τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, τον πρωταγωνιστή του «Havana», ήταν η πόλη που «πάντα έμενες παραπάνω απ’ όσο ήθελες».
Ωστόσο, λένε πως η ομώνυμη ταινία του Πόλακ δεν σου δίνει την πραγματική αίσθηση του νησιού. Έχουν δίκιο. Η ταινία έχει γυριστεί στο Χόλιγουντ!

Aπό το τρέιλερ της ταινίας του Πόλακ, "Havana" με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ

Ζώντας και πεθαίνοντας στην Αβάνα
Ούτε, όμως, και η Αβάνα δίνει την αληθινή αίσθηση της Κούβας. Βρίσκεις πολλά στοιχεία σ’ αυτή την πόλη που σε παραπέμπουν (όσο κι αν ακούγεται παράξενο) στη …Νέα Υόρκη! Η πρωτεύουσα της Κούβας έχει τόση σχέση με το υπόλοιπο νησί όσο η Νέα Υόρκη με την υπόλοιπη Αμερική. Όταν την αντικρίζεις για πρώτη φορά, νοιώθεις το ίδιο πολιτιστικό σοκ που σου προκαλεί και η Νέα Υόρκη όταν αντικρίζεις το Μανχάταν, αλλά από την ανάποδη. Αν η Νέα Υόρκη σε ακινητοποιεί με τον μελλοντολογικό της χαρακτήρα, η Αβάνα κάνει το ίδιο με την «τσακισμένη» της ατμόσφαιρα. Επιπλέον, διαθέτει μια ποικιλία ανάμεικτης αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα αντίστοιχη με αυτή της Νέας Υόρκης. Υπάρχουν μέγαρα αρ νουβό εφάμιλλα με εκείνα της Βαρκελώνης, σπίτια αρτ ντεκό όπως στο Παρίσι, επαύλεις ισπανικού αποικιακού στυλ όπως στο Μπέβερλι Χιλς, και πολλά υπέροχα κτήρια του μοντερνισμού όπως στο Βερολίνο.
Αν θες να την κάνει λαχείο η νοσταλγία σου, πήγαινε στην Αβάνα. Η μηχανή του χρόνου θα σε αδειάσει κατευθείαν στη δεκαετία του ’50. Παρά τα χρόνια που διάβηκαν παρά τις περιπέτειες, τις επαναστάσεις, το αμερικανικό εμπάργκο, την απομόνωση, την πτώση του κομμουνιστικού μπλοκ, τους τυφώνες και τις θεομηνίες, παραμένει μια πόλη που θα τη ζήλευαν πολλές από εκείνες που σήμερα καμαρώνουν για την ομορφιά τους. Αλλά η Αβάνα, σαν γνήσια Κουβανή, δεν κομπάζει ποτέ για τα προσόντα της. Μοιάζει λιγότερο με πόλη της Καραϊβικής και περισσότερο με ευρωπαϊκή νοτιοαμερικανική πόλη. Μέχρι πριν από την επανάσταση του ’59, η Αβάνα ήταν το «ωραιότερο ενδεχόμενο», η πιο κοσμοπολίτικη πόλη του κόσμου για τους απανταχού εραστές της καλής ζωής. Πλούσιοι και διάσημοι Αμερικανοί και Λατινοαμερικανοί εδώ είχαν διαλέξει να χτίσουν τα καλοκαιρινά τους θέρετρα, δίπλα στις απίστευτα όμορφες επαύλεις των ντόπιων βαρόνων της ζάχαρης, από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες του αιώνα. Στη δεκαετία του ’50, η Αβάνα ήταν το Μαϊάμι της Καραϊβικής. Υπέροχα κτίρια, πολυτελή ξενοδοχεία, εστιατόρια, μπαρ, καζίνο, θέατρα, κήποι τροπικοί, σιντριβάνια, τεράστιοι δρόμοι, πολυτελή αυτοκίνητα κι ένα καλοκαίρι που διαρκούσε 12 μήνες. Ο Καρπεντιέρ περιγράφει την όψη της πόλης εκείνης της εποχής γλαφυρότερα: «Έμοιαζε παράξενα σαν ένα γιγάντιο μπαρόκ πολυέλαιο που οι πράσινοι, κόκκινοι και πορτοκαλιοί του κρύσταλλοι χρωμάτιζαν το συγκεχυμένο μωσαϊκό από μπαλκόνια, αψίδες, κιόσκια, θόλους, γαλαρίες σκεπαστές με ψάθινα δικτυωτά. Και παντού υψωμένες σκαλωσιές, καρφωμένα σταυρωτά μαδέρια, πάτερα και υποστυλώματα, αφού τους κατοίκους που είχαν πλουτίσει με τον τελευταίο ευρωπαϊκό πόλεμο είχε κυριέψει ο πυρετός της οικοδόμησης».

Αβάνα παλιά πόλη
Αβάνα παλιά πόλη

Όταν προσπαθώ να περιγράψω στους φίλους μου πώς είναι τώρα η Αβάνα, δυσκολεύομαι. Η θλίψη που προκαλεί η θέα της «ήττας» της σε συγκλονίζει. Αντικρίζοντας αυτή την ανείπωτη εγκατάλειψη, δύσκολα θυμάται κανείς το γεγονός πως, όταν ανέλαβε ο Κάστρο την εξουσία, η ελίτ της Κούβας εγκατέλειψε την Αβάνα –μια πόλη που ήταν από τις πιο κοσμοπολίτικες του κόσμου– για το Μαϊάμι – μια πόλη που συγκριτικά ήταν ένας επαρχιακός βάλτος. Στα σαράντα χρόνια που μεσολάβησαν, το Μαϊάμι μεταμορφώθηκε σε διεθνή πόλη, ενώ η εξέλιξη της Αβάνας σταμάτησε. Ωστόσο, είναι λάθος να πούμε ότι η πόλη πάγωσε στο χρόνο, γιατί ο χρόνος είναι πολύ ορατός στην Αβάνα και εκδηλώνεται με τη φθορά και την παρακμή. Σαράντα χρόνια από τότε που ο Γκριν έγραψε το «Our Man in Havana», η ατμόσφαιρα και η αρχιτεκτονική αυτής της πόλης παραμένουν σχεδόν ανέπαφες. Μόνο η καταστροφή είναι χειρότερη. Το ότι η Αβάνα έμεινε σε τέτοια εγκατάλειψη εξηγείται από το γεγονός ότι η κυβέρνηση Κάστρο, σε αντίθεση με πολλά ολοκληρωτικά καθεστώτα, δεν ενδιαφέρθηκε σχεδόν καθόλου για την αρχιτεκτονική. Ο Φιντέλ μισούσε την Αβάνα, επειδή πίστευε ότι ήταν έργο της μπουρζουαζίας. Προτεραιότητα είχε η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στην επαρχία, κι έτσι η πόλη εγκαταλείφτηκε ως επί το πλείστον στην τύχη της, με αποτέλεσμα να διασωθεί από αμέλεια. Σήμερα ελάχιστες από τις μεγάλες επαύλεις, όπου κάποτε ζούσαν οι βαρόνοι της ζάχαρης και οι βιομήχανοι που έφυγαν μετά την επανάσταση, διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Πρόκειται για τα δείγματα μιας αριστοκρατικής αρχιτεκτονικής που οικειοποιήθηκε μια άλλη τάξη και της οποίας ο αντίκτυπος είναι συγκλονιστικός. Ορισμένες απ’ αυτές έχουν μετατραπεί κυριολεκτικά σε μαχαλάδες κι έχουν γίνει τόπος διαμονής για περισσότερες από δώδεκα οικογένειες η καθεμιά. Η κυβέρνηση προτιμά να έχει δώδεκα ανθρώπους να ζουν σ’ ένα δωμάτιο παρά ένα άτομο σε δώδεκα δωμάτια. Οι δρόμοι στις γειτονιές γύρω από την παλιά πόλη στοιχειώνουν. Τη νύχτα είναι κατασκότεινοι – η Κούβα δεν αντέχει οικονομικά πολλά φώτα στους δρόμους – ενώ οι λάμπες φθορίου των σπιτιών δημιουργούν μια απόκοσμη, διαπεραστική κραυγή διαμαρτυρίας. Στην Κούβα φροντίζουν μόνο τα κτίρια εκείνα που φέρνουν τουριστικό συνάλλαγμα, ενώ το μέλλον της υπόλοιπης πόλης, που βρίσκεται έξω από το δρομολόγιο των τουριστών, φαντάζει αμφίβολο.

Αβάνα παλιά πόλη
Αβάνα παλιά πόλη

Αντίθετα, η Παλιά Αβάνα (η άλλοτε παρακμάζουσα αποικιακού στυλ καρδιά της πόλης, κοντά στην παραλία) προστατεύεται ως τοποθεσία που ανήκει στην παγκόσμια κληρονομιά της UNESCO και αναστηλώνεται ως γραφικό τουριστικό αξιοθέατο. Όμως, η Αβάνα σε ένα μεγάλο ποσοστό καταρρέει. Τα κτίρια γκρεμίζονται, το αποχετευτικό δίκτυο βρίσκεται σε δραματική κατάσταση, οι τηλεπικοινωνίες σε ακόμα πιο άθλια. Μια ξαφνική νεροποντή μετατρέπει την πόλη σε έναν απέραντο λασπότοπο. Ό,τι δεν αποτέλειωσε ο χρόνος, το τελείωσαν οι θεομηνίες, η θάλασσα και οι τυφώνες. Την περίοδο των βροχών ολόκληρη η πόλη πατά πάνω σε μια λάσπη που κολλά πάνω της σαν αρρώστια δίχως γιατρειά. Οι Κουβανοί, όπως και όλοι οι λαοί της Καραϊβικής, έχουν μια περίεργη σχέση με τους τυφώνες. Τους αντιμετωπίζουν νηφάλια σαν ένα αναπόφευκτο «σπασμό « των τροπικών και το μόνο που κάνουν μετά την καταστροφή είναι να επιδιορθώνουν πρόχειρα τις στέγες για να μην στάζουν. Η αλμύρα της θάλασσας έρχεται να συμπληρώσει την καταστροφή. Αν δείτε πόρτα ανοικτή (που θα δείτε πολλές), μπείτε. Από τα πιο μέτρια ως τα πιο αριστοκρατικά οικοδομήματα, διαθέτουν εσωτερικές αυλές και πάτιος που κάποτε ήταν μια μαγεία με τα υπέροχα φυτά και τα σιντριβάνια τους. Τώρα, στις περισσότερες αυλές λείπουν πλάκες, τα αγάλματα είναι βρόμικα, η λάσπη των δρόμων μπαίνει μέχρι μέσα πολύ βαθιά στον διάδρομο. Στα σαλόνια και στις κάμαρες, τα έπιπλα που έχουν απομείνει, κομμάτια παράταιρα αναμεταξύ τους, μοιάζουν περισσότερο προορισμένα για κάποια δημοπρασία, παρά για το στόλισμα ενός καθωσπρέπει σπιτικού. Πάνε πολλά χρόνια που δεν κυλά πια νερό στο σιντριβάνι με τα βουβά δελφίνια και λείπουν κρύσταλλοι από τους πολυελαίους με τις χρωματιστές χάντρες.

Η Μαλεκόν το 1928
Η Μαλεκόν το 1928

Η Μαλεκόν, ο παραλιακός δρόμος που ο Καρπεντιέρ λυρικά αποκαλούσε «μουσική μεταμορφωμένη σε πέτρα», είναι ένας από τους πιο αξιοσημείωτους δρόμους του κόσμου. Τα επτά συνεχόμενα χιλιόμετρά της με τη σειρά των κτιρίων με τα παστέλ χρώματα, όλων των αρχιτεκτονικών ρυθμών του 20ου αιώνα, από αποικιακού ρυθμού κατοικίες μέχρι νεοκλασικές επαύλεις του 19ου αιώνα με κολονάτες αψίδες, συνθέτουν ένα θέαμα σπαραξικάρδιας ομορφιάς. Πολλοί σήμερα φοβούνται ότι αν ο Κάστρο δεν καθιερώσει αυστηρούς κανονισμούς για τους ξένους επενδυτές, ώστε τα σχέδιά τους να μην θέσουν σε κίνδυνο την αρχιτεκτονική κληρονομιά της Αβάνας, η Κούβα μπορεί να μετατραπεί εύκολα σε ένα νέο Μαϊάμι. Δυστυχώς, η Κούβα είναι μια πολύ φτωχή χώρα και θα κάνει οτιδήποτε για το δολάριο. Η Κούβα επέζησε τις δεκαετίες ’70 και ’80, χάρη στη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, που με μεγάλη χαρά δέχτηκε να υποστηρίξει ένα μαρξικολενινιστικό ορθόδοξο καθεστώς στην πύλη της Αμερικής. Η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ έφερε το νησί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Τον Αύγουστο του 1990 η Κούβα περνά «από μια φυσιολογική κατάσταση σε μια σπέσιαλ περίοδο σε καιρό ειρήνης», σύμφωνα με την έκφραση που λάνσαρε ο Φιντέλ. Μεταξύ ’89 και ’93 η Κούβα χάνει το 80% των εισαγωγικών της δυνατοτήτων. Ακολουθεί μια πτώση 40% στην εσωτερική παραγωγή. Ο Κάστρο αναγκάζεται να βάλει νερό στο κρασί του. Στις 26 Ιουλίου 1993 ανακοινώνει την «αποποινικοποίηση» του δολαρίου, άλλοτε απαγορευμένο στους Κουβανούς με την ποινή της φυλάκισης, ενώ ταυτόχρονα απελευθερώνει κάποιους τομείς, κυρίως αυτούς που είχαν σχέση με τον τουρισμό. Η χώρα ανασαίνει. Μόλις πριν από λίγα χρόνια η Κούβα ήταν μια κλειστή κοινωνία, η Αβάνα έδυε, οι Κουβανοί δεν τολμούσαν να μιλήσουν στους ξένους και οι επισκέπτες δεν έβρισκαν καν φαγητό παρά μόνο στα ξενοδοχεία. Σε τέσσερα χρόνια ο αριθμός των τουριστών διπλασιάζεται και τετραπλασιάζεται τα επόμενα χρόνια. Μόνο τα πουρμπουάρ σε δολάρια υπολογίζονται σε 3 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Ωστόσο, η βασιλεία του δολαρίου μπέρδεψε αρκετά τις σχέσεις.  Η εισαγωγή του πράσινου χαρτονομίσματος στις συναλλαγές έφερε μια ανισορροπία και στα ήθη. Κυρίως στις σχέσεις των ντόπιων με τους τουρίστες. Το ίδιο καθεστώς που, πριν τέσσερις δεκαετίες, έδωσε τέλος στον «παράδεισο των τυχερών παιχνιδιών», κλείνοντας τα νυχτερινά κέντρα και τα πορνεία, είναι το καθεστώς που ανέχεται, τέσσερις δεκαετίες μετά, 10.000 πόρνες, νομιμοποιεί το δολάριο και ενισχύει βαθμιαία τον τουρισμό. Σήμερα οι πιο επικερδείς δουλειές είναι η πορνεία και τα καπνά, με το 30% περίπου της ετήσιας παραγωγής καπνού να χάνεται μυστηριωδώς κάπου στο δρόμο μεταξύ της φυτείας και των εργοστασίων επεξεργασίας. Τα ξενοδοχεία και η Πλάγια ντελ Έστε γέμισαν κορίτσια, σχεδόν παιδιά, που πουλάνε την ομορφιά και τα νιάτα τους για μια χούφτα δολάρια, λίγο σαπούνι και μερικά παγωτά. Από την άλλη, βλέπεις πως οι Κουβανοί αρχίζουν εν μέρει να απολαμβάνουν αυτό το ολοκληρωτικά νέο κεφάλαιο στην ιστορία τους.

Varadero, Cuba
Varadero, Cuba
Varadero, Cuba
Varadero, Cuba

Τώρα όλα βρίσκονται υπό ανακαίνιση στην παλιά πόλη, χτίζονται οι πρώτες ξενοδοχειακές μονάδες στην περιοχή του Βαραδέρο με κεφάλαια ξένων επενδυτών (αξίζει να πάει κανείς στο Βαραδέρο, 150 χιλιόμετρα έξω από την Αβάνα, όχι μόνο για να κάνει μπάνιο στις εκπληκτικές του θάλασσες, αλλά και για να καταλάβει σε τι κιτς κόλαση θα μεταμορφωθεί η Κούβα αν την αφήσουν στο έλεος των «ξένων επενδυτών»). Οι μπουτίκ, που δέχονται δολάρια και στις οποίες κάποτε είχαν πρόσβαση μόνο οι τουρίστες και οι διπλωμάτες, τώρα δέχονται Κουβανούς, αλλά οι τιμές τους εκτοξεύτηκαν στα ύψη.

Floridita, το στέκι του Χέμινγκγουϊ και του Τρούμαν Καπότε
Floridita, το στέκι του Χέμινγκγουϊ και του Τρούμαν Καπότε
Floridita, το στέκι του Χέμινγκγουϊ και του Τρούμαν Καπότε
Floridita, το στέκι του Χέμινγκγουϊ και του Τρούμαν Καπότε
Floridita, το στέκι του Χέμινγκγουϊ και του Τρούμαν Καπότε

Σήμερα η Παλιά Αβάνα είναι η  Νέα Αβάνα και η Νέα Κούβα. Υπάρχει μια ανακαίνιση των πάντων, υπάρχουν νέες ελευθερίες για τους κατοίκους της και νέα διευκολύνσεις για τους επισκέπτες. Μπορείς να δεις όλες αυτές τις αλλαγές κατηφορίζοντας την Κάλιε Ομπίσπο, τον κύριο τουριστικό δρόμο της παλιάς πόλης, μέχρι την ωραία πλατεία του Καθεδρικού. Στο Παρκ Σεντράλ βρίσκεται πάντα το «El Floridita», το πιο σικ και ιστορικό εστιατόριο-μπαρ της πόλης και ένα από τα πολλά μέρη που υπερηφανεύεται ως ο εφευρέτης του ντακουίρι. Η ατμόσφαιρά του; Μια διάθεση για Παρίσι στους τροπικούς. Σήμερα έρχονται εδώ οι τουρίστες για να πιουν το διάσημο κοκτέιλ του, αλλά και για να συναντηθούν με το πνεύμα όλων αυτών που πέρασαν από τα δωμάτιά του. Γιατί πολύ πριν το ανακαλύψετε εσείς, το «Floridita» είχε ανακαλύψει ο Χέμινγουεϊ, ο Τρούμαν Καπότε, η Ισιδώρα Ντάνκαν, αλλά και ο Ρόμπερτ ντε Νίρο και ο Νίκολσον.

«Bodegita del Medio» ή αλλιώς την πηγή του μοχίτο
«Bodegita del Medio» ή αλλιώς την πηγή του μοχίτο

Λίγο πιο κάτω θα συναντήσεις το άλλο ιστορικό μπαρ της πόλης, το «Bodegita del Medio» ή αλλιώς την πηγή του μοχίτο (το δεύτερο πιο δημοφιλές κοκτέιλ του νησιού με βάση το ρούμι), πολύ πιο χαλαρό και όμορφο, πιο αβάν γκαρντ και χαρούμενο. Ο Καρπεντιέρ, ο Αλιέντε, ο Φιτζέραλντ ήταν μερικοί από τους ιστορικούς πελάτες του, αλλά βέβαια μόνο όταν το διαφήμισε ο Χέμινγουεϊ το μαγαζί υπέστη γενική ανακαίνιση. «Το μοχίτο μου στο Μποντεγκίτα, το ντακουίρι μου στο Φλοριντίτα», γράφει μια μεγάλη κορνίζα με τα χαρακτηριστικά γράμματα του ωραίου νομπελίστα. Παρακάτω θα βρεις πίτσες αλλά και παγωτά μάρκας Κοπέλια, η νέα γευστική εμμονή των Κουβανών. Τελικά τα πάντα, σιωπηλά έστω, επιτρέπονται. Ακόμα και τα γκέι μπαρ. Σε ένα τέτοιο συνέλαβαν ένα βράδυ τον Αλμοδοβάρ και πέρασε δυο νύχτες στη φυλακή. Οι Κουβανοί μπορούν να συναλλάσσονται με δολάρια και να προσκαλούν τους τουρίστες στα δικά τους ιδιωτικά εστιατόρια.
Τα παλαδάρ είναι τα νέα τοπικά εστιατόρια που έχουν κατακλύσει την Αβάνα. Ιδιωτικά μεν, αλλά υπόκεινται σε αυστηρούς κυβερνητικούς νόμους: Δεν πρέπει να εξυπηρετούν περισσότερα από 12 άτομα, το προσωπικό πρέπει να είναι της ίδιας οικογένειας κι ένα μέρος των κερδών να πηγαίνει στην κυβέρνηση. Αποδείχτηκαν οι πιο ανθηρές εμπορικές επιχειρήσεις στην Κούβα και σήμερα ξεπερνούν τις 1.500, οι μισές από τις οποίες είναι στην Αβάνα. Στη Πλάσα ντε Άρμας, εκεί που γίνεται το εμπόριο παλιών βιβλίων, βλέπεις τη φιγούρα του Κάστρο να χαιρετά το πλήθος από το μπαλκόνι παρέα με τον Χρουστσόφ και συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι ο κομαντάντε είναι τελικά αθάνατος. Έχει επιζήσει εννέα Αμερικανών προέδρων και αμέτρητων κομμουνιστικών αναθεωρήσεων. Είναι γεγονός πάντως πως, παρά τα προβλήματα και τις οικονομικές δυσχέρειες, οι Κουβανοί διατηρούν ένα μεγάλο σεβασμό προς τον «lider maximo» και μια πίστη χωρίς όρια στη μνήμη του Τσε. Δεν υπάρχει σημείο, δημόσιο ή ιδιωτικό, σπίτι ή βεράντα, μπαλκόνι ή κρεβατοκάμαρα που να μην έχει τις φωτογραφίες των δυο ηρώων τους καδραρισμένες. Στην Κούβα, ο Τσε και ο Φιντέλ είναι ακόμα ολοζώντανοι. Είναι αλήθεια ότι τα 40 χρόνια επανάστασης έφεραν σ’ αυτόν το λαό και πολλά καλά. Το 95% του πληθυσμού είναι εγγράμματο, το σύστημα υγείας και παιδείας άριστο. Επιπλέον, οι δείκτες εγκληματικότητας είναι μηδενικοί. Ωστόσο, αν πρέπει αυτός ο λαός να διαλέξει ανάμεσα στους επαναστάτες ήρωες του και σε ένα μπουκάλι ρούμι, φοβάμαι πως δεν θα έβρισκε το θάρρος να το κάνει. Είναι το πιο δημοφιλές ρούμι του κόσμου. Και είναι σπάνιο να συναντήσεις μια παρέα ντόπιων χωρίς το ρούμι τους.

Johnson Drugstore, το ομορφότερο φαρμακείο του κόσμου
Johnson Drugstore, το ομορφότερο φαρμακείο του κόσμου

Στην Κάλιε Ομπίσπο θα δείτε το ομορφότερο φαρμακείο του κόσμου, το Johnson Drugstore, ένα μακρόστενο μαγαζί με τοίχους και πάγκους καλυμμένους από μαύρο μαόνι με άδεια από φάρμακα ράφια, εκτός ίσως από μερικά σαμπουάν και αποσμητικά ισπανικής προέλευσης. Αν το Gran Teatro της Κούβας θεωρείται ένα από τα θαύματα της Καραϊβικής, το δεύτερο θαύμα βρίσκεται πίσω από το ξενοδοχείο «Inglaterra» και είναι το εργοστάσιο της Partagas, εκεί όπου κατασκευάζονται τα πιο φίνα πούρα του νησιού. Μπορείς να δεις τους «στρίφτες» πως ρολάρουν τον καπνό στα πόδια τους και πως φτιάχνονται τα φίνα πούρα. Αυτή η τόσο προσεκτική αλλά και τόσο μονότονη δουλειά, σε μια χώρα με τόσο ανεβασμένο μορφωτικό επίπεδο, απαίτησε γρήγορα την ανάγνωση μυθιστορημάτων όση ώρα οι εργάτες δουλεύουν. Υπάρχουν λοιπόν οι «αφηγητές». Οι άνθρωποι δηλαδή που διαβάζουν στους εργάτες τα βιβλία που οι ίδιοι έχουν διαλέξει. Οι ιστορίες της Μπάρμπαρα Κάρτλαντ είναι από τις πιο δημοφιλείς επιλογές τους.

Το ξενοδοχείο Ambos Mundos
Το ξενοδοχείο Ambos Mundos

Υπάρχει κι από ένα ξενοδοχείο για κάθε γούστο στην Αβάνα. Το «Ambos Mundos» είναι στις πρώτες επιλογές όχι μόνο γιατί είναι πανέμορφο και ανακαινισμένο πρόσφατα, αλλά και γιατί το είχε επιλέξει σαν βάση ο Χέμινγουεϊ την εποχή που έμενε στην Αβάνα και το εγκατέλειψε μόνο όταν μεταφέρθηκε μόνιμα στην περιοχή Φίνσα λα Βίλια. Ο Χέμινγουεϊ πέρασε 20 ολόκληρα χρόνια στο νησί. Στο δωμάτιο 511, που τώρα λειτουργεί σαν μουσείο, έγραψε το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα».

Το ξενοδοχείο «Nacional»
Το ξενοδοχείο «Nacional»

Αν παρ’ όλα αυτά είστε τύπος πιο κοσμοπολίτης, το «Nacional» είναι το ξενοδοχείο των σταρ. Στο «Nacional» βρίσκεται και η περίφημη «Veranda», το πιο φίνο σίγκαρ μπαρ στον κόσμο με θέα στον ωκεανό. Οι Κουβανοί είναι σχεδόν περήφανοι για τον αδιάκοπο ηδονισμό που πρόσφεραν τα μεγάλα ξενοδοχεία τους. Στους τοίχους του «Nacional» ακόμα και σήμερα φιγουράρουν οι φωτογραφίες των γκάγκστερ ιδιοκτητών του.
Στα αξιοθέατα συγκαταλέγεται και το όμορφο εργοστάσιο του Havana Club, εκεί όπου οι ιδιοκτήτες του, ο Τζιμ Γουόρμολντ και ο Κάπτεν Σεγκούρα, έπαιζαν ντάμα πίνοντας τσάμπα ρούμι. Τώρα λειτουργεί σαν μουσείο. Οι βιτρίνες της Αβάνας είναι επίσης άξιες προσοχής και σημειολογικής ανάλυσης. Καθώς τα προϊόντα προς πώληση διατίθενται με το σταγονόμετρο, μπορείς εύκολα να καταλάβεις γιατί σε μια βιτρίνα συγκατοικούν χωρίς πρόβλημα ένα σαμπουάν, ένα κουτί σκόνη πλυντηρίου, ένα μανταλάκι (!), δυο οδοντόκρεμες, ένα πακέτο μακαρόνια, μια μαγιονέζα και ένα στυλό μπικ. Ένα μεσημέρι με κάλεσε ο Αλμπέρτο στο σπίτι του. Ο Αλμπέρτο είναι μουσικός και η οικογένειά του επίσης. Θεωρεί ότι μάλλον ζει καλά. Μπήκα στο σπίτι. Το ψυγείο καταλάμβανε το μισό δωμάτιο και ήταν από την εποχή του «Μερικοί το προτιμούν καυτό». Μέσα μετρώ ένα μπουκάλι νερό και μερικά ποτήρια άδεια. Θέτω στον Αλμπέρτο το θέμα της «φυγής». Απαντά: «Εδώ είναι ο τόπος μου, θέλω να είμαι εδώ όταν τα πράγματα θα αλλάξουν».

Στην Αβάνα είσαι ό,τι οδηγείς
Στην Αβάνα είσαι ό,τι οδηγείς

Στην Αβάνα, όπως και στο Λος Άντζελες, είσαι ό,τι οδηγείς. Τα αμερικάνικα αυτοκίνητα του ’50 αποτελούν τα πιο βασικά διακοσμητικά στοιχεία του τοπίου. Το οικονομικό εμπάργκο μετέτρεψε την Κούβα σε μουσείο των «ωραίων Αμερικανίδων». Μέχρι την επανάσταση, την ηρωική εποχή των ‘50s, τότε που το χρήμα δεν ήταν χρήμα αλλά χιόνι που έλιωνε ανάμεσα στα δάκτυλα, η Κούβα ήταν το πολυτελές θέρετρο των πλούσιων Αμερικανών, όπου έβλεπες να παρελαύνουν τα πιο ωραία και ακριβά μοντέλα της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας: Chevrolet, Oldsmobile, Cadillac… Όταν οι ιδιοκτήτες τους έφυγαν κακήν κακώς για το Μαϊάμι την επόμενη μέρα της επανάστασης, οι «ωραίες Αμερικανίδες» πέρασαν στα χέρια αυτών που διάλεξαν ή που δεν διάλεξαν να μείνουν. Το εμπάργκο σταμάτησε την άφιξη των σασί με τα έντονα χρώματα. Αυτοί που τα κράτησαν τα φροντίζουν με αγάπη. Με τέτοιο πάθος μάλιστα, ώστε να ανταλλάσσουν τα ανταλλακτικά και τις μηχανές των καινούριων αυτοκινήτων για να εξασφαλίσουν μερικά παλιά. Ήταν η εποχή που στην Κούβα κυκλοφορούσαν τα άχρωμα, ρωσικής κατασκευής Lada, τα αυτοκίνητα δηλαδή που επί σειρά ετών προτιμούσε η κυβέρνηση της Κούβας. Με τη σειρά τους τα Lada έδωσαν τώρα τη θέση τους στα γιαπωνέζικα Nissan, αγαπημένα τετράτροχα των νέων πλούσιων, όπως και οι Mercedes που προτιμούν οι διπλωμάτες αλλά και ο Κάστρο. Οι υπόλοιποι μετακινούνται με ποδήλατο. Ή με τα πόδια! Τα αστικά λεωφορεία που οι κάτοικοι αποκαλούν «ουά-ουά» είναι άλλο ένα αξιοθέατο της πόλης. Φθάνουν στη στάση οι μπροστινές ρόδες και σε ένα τέταρτο φθάνουν και οι πίσω. Αποτελούν τα ιδανικότερα μέσα μεταφοράς, ιδίως γι’ αυτούς που δεν βιάζονται. Ο χρόνος αναμονής στη στάση ποικίλλει από τρεις ώρες μέχρι τρεις μέρες. Η έλλειψη λεωφορείων και μέσων μεταφοράς κάνει το οτοστόπ να ανθεί. Στους δρόμους της πόλης αλλά και σε όλη την έκταση των εθνικών οδών οι οτοστόπερ συνωστίζονται ανά εκατό μέτρα. Και φυσικά τους παίρνεις, αφού δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Οι οδηγοί γράφουν πως η Κούβα μυρίζει μαριπόζα (το εθνικό τους λουλούδι, κάτι σαν γιασεμί). Μην τους πιστέψετε. Η Κούβα μυρίζει φθηνό πετρέλαιο και νοθευμένη βενζίνη. Αν έχετε την ατυχία (που θα την έχετε) να βρεθείτε έστω για μια στιγμή πίσω από οποιονδήποτε τροχό κυκλοφορεί στο δρόμο, πριν λιποθυμήσετε μπορείτε να με θυμηθείτε. Οι παγίδες στην Εθνική δεν λείπουν. Μια είναι οι ποδηλάτες χωρίς φώτα, η άλλη είναι οι νταλίκες που κυκλοφορούν επίσης χωρίς φώτα ή, στην καλύτερη περίπτωση, με φαναράκια στη θέση των φώτων (σας ορκίζομαι, το είδα).
Ωστόσο, όσο η αυτοκαταστροφική μανία εξαντλεί αυτή την πόλη, όσο κανείς δεν θέλει να ακούσει το ουρλιαχτό της ψυχής της, η Αβάνα κρεμά ένα χαμόγελο στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό της και τραγουδά. Η μουσική παραμένει ένα αυθεντικό μέσο επικοινωνίας. Σον και ρούμπα, σάλσα και ντανσόν, όλα μιλούν για την αγάπη, τη γιορτή και την καθημερινή ζωή αυτού του ωραίου λαού. Οι Βαν Βαν και ο Μανολίτο, ο Χουάν Φορμέλ και ο Χοσέ Κόρτες. Όλα τα πάθη έχουν τη θέση τους εδώ. Αφρική, Ισπανία, κ\Καραϊβική, Λατινική Αμερική, όλοι οι ήχοι ενωμένοι σε ένα ρυθμικό και μελαγχολικό αγκάλιασμα.

Μακριά απ’ την Αβάνα
Αν η Αβάνα είναι «ένα μέρος που πάντα μένεις περισσότερο απ’ όσο θέλεις», όπως ισχυριζόταν ο Ρέντφορντ στην ταινία του Πόλακ, υπάρχει πάντα και η υπόλοιπη Κούβα, που προσφέρει υπέροχα μέρη και πολλές εκπλήξεις. Η Κούβα ήταν κάποτε η πιο ισπανική χώρα της Αμερικής και η πιο αμερικανική από τις ισπανικές χώρες του Νέου Κόσμου. Πόλεις όπως το Τρινιδάδ, το Σαντιάγκο, το Σιενφουέγκος, το Ρεμέντιος, η Σάντα Κλάρα διατηρούν ακόμα σήμερα την αποικιακού ρυθμού αρχιτεκτονική τους και οι περισσότερες έχουν ανακηρυχθεί διατηρητέες από την UNESCO. Βγαίνοντας λίγο έξω από την Αβάνα, συναντάς το Κοχίμαρ, ένα πολύ μικρό ψαράδικο χωριουδάκι που η φήμη του έκανε τον γύρο του κόσμου όταν στη δεκαετία του ’40 το ανακάλυψε ο Χέμινγουεϊ, για να αράξει το «Pilar», ένα πλοίο δώδεκα μέτρων που το χρησιμοποιούσε για ψάρεμα. Εδώ θα γίνει και η γνωριμία του με τον Γκρεγκόριο Φουέντες, τον γέρο που λέγεται ότι τον ενέπνευσε για να δημιουργήσει τον χαρακτήρα του Σαντιάγκο, του ήρωα στο βραβευμένο με Νόμπελ βιβλίο του «Ο γέρος και η θάλασσα». Όταν ο Χέμινγουεϊ έφυγε από την Κούβα το ’60, άφησε το «Pilar» κληρονομιά στον Φουέντες.
Ανατολικά του χωριού αρχίζουν οι Πλάγιας ντελ Έστε (οι ανατολικές παραλίες), μια σειρά από έξι παραλίες με άσπρη άμμο, φοίνικες και γαλάζια ήσυχα νερά. Είναι το κοντινό μπάνιο των Αβανών και κυρίως των τουριστών, που έρχονται εδώ για να θαυμάσουν (διάβαζε «αγοράσουν») μερικά από τα πιο όμορφα κορμιά του γυναικείου και ανδρικού ντόπιου πληθυσμού. Στην Κούβα όλα ή σχεδόν όλα τακτοποιούνται με την προϋπόθεση να διαθέτεις υπομονή, δολάρια και να μιλάς ελαφρά τη γλώσσα. Το ταξίδι στο υπόλοιπο νησί δεν απαιτεί τις συμβουλές του χάρτη, πρώτον γιατί οι ενδεικτικές πινακίδες των δρόμων ανήκουν στα «είδη προς εξαφάνιση» και δεύτερον γιατί σε κάθε γωνία του νησιού, καθώς και στις εισόδους των πόλεων υπάρχει πάντα ένας πιτσιρικάς με ποδήλατο που με ένα δολάριο θα σε οδηγήσει όπου του ζητήσεις. Τα εξωτικά μέρη με τους φοίνικες, την παρθένα παραλία και τη λευκή άμμο, ανήκουν στα Κάγιος, στα μικρά πολλά νησάκια που βρίσκονται περιμετρικά της Κούβας. Αν θέλετε να επισκεφτείτε ένα, αλλά να αποφύγετε τα πολύ τουριστικά, όπως είναι το Κόκο, το Γκιγιέρμο ή το Λάργκο, προτιμήστε το Κάγιο Λεβίσα, ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα εξωτικά νησάκια στη βόρεια πλευρά του νησιού. Η δυσκολία στο Λεβίσα είναι η διαμονή, την οποία πρέπει να εξασφαλίσετε μέρες πριν το ταξίδι, αφού το νησάκι διαθέτει μόνο 12 διαμερίσματα.

Το Τρινιδάδ η πιο δημοφιλής πόλη μετά την Αβάνα
Το Τρινιδάδ η πιο δημοφιλής πόλη μετά την Αβάνα

Υπάρχει πάντα τουλάχιστον ένας σοβαρός λόγος για να επισκεφτείτε μερικές τοποθεσίες στο υπόλοιπο νησί. Στο Τρινιδάδ, την πιο δημοφιλή πόλη του νησιού μετά την Αβάνα, για να δείτε την περίφημη αρχιτεκτονική και ρυμοτομία της, να φάτε στο Ανκόν αστακούς κάτω από τον έναστρο ουρανό, να πιείτε το διάσημο κοκτέιλ του La Canchachara και να ακούσετε μουσική στην πιο τριπάτη ντισκοτέκ της πόλης, τη «Las Cuevas», που βρίσκεται μέσα σε μια σπηλιά μερικές δεκάδες μέτρα κάτω από τη γη. Στην πόλη του Ρεμέντιος θα πάτε για να φάτε κοτόπουλο και τηγανητές πατάτες στο «El Louvre». Στη Σάντα Κλάρα για ιστορικούς λόγους, η πόλη με το άγαλμα του Τσε, και για να φθάσετε στο Κάγιο Σάντα Μαρία, ένα ειδυλλιακό νησάκι που συνδέεται με τη στεριά με μια γέφυρα 50 χιλιομέτρων. Στο Σιενφουέγκος, γιατί είναι – προσωπική γνώμη – η πιο ωραία πόλη της Κούβας, με το λιμάνι της, τα υπέροχα κτίρια με τις κολόνες, το φοβερό τοπικό παζάρι και γιατί δεν έχει καθόλου σχεδόν τουρίστες. Στην άκρη του λιμανιού στέκεται το μαγικό «Palacio del Valle», μια έπαυλη, ένα παλάτι που  στις αρχές του αιώνα έκτισε, λένε, ένας Μαροκινός βιομήχανος χρησιμοποιώντας εργάτες από την πατρίδα του. Τώρα έχει μεταμορφωθεί σε εστιατόριο. Στην κεντρική πλατεία της πόλης θα πάρετε πρωινό στο «El Palatino», ένα κτίριο του περασμένου αιώνα με καταπληκτική διακόσμηση και σκεπαστή αυλή. Η περιοχή του Πινάρ ντελ Ρίο είναι το χρυσό τρίγωνο του καπνού και η πιο όμορφη επαρχία της Κούβας, με εκπληκτική φύση. Η ομώνυμη πόλη με τα κολονάτα κτίρια έχει παρακμάσει, όμως η φύση στην περιοχή του Βινιάλες, με την κόκκινη γη, τις ατέλειωτες φυτείες καπνού, τα κάσας ντε ταμπάκο και την τροπική βλάστηση σου κόβει πραγματικά την ανάσα. Ίσως η πιο όμορφη εκδρομή εκτός Αβάνας.

Ζώντας και πεθαίνοντας στην Αβάνα
Ζώντας και πεθαίνοντας στην Αβάνα

Όμως τι είναι τελικά ένας τόπος; Είναι η ζωή. Αυτή που δημιουργούν οι άνθρωποί του. Αν η Κούβα υπάρχει ακόμα στον χάρτη το οφείλει στον λαό της, που έχει κουλτούρα, ιστορία – και ευτυχώς – μνήμη, που ξέρει να τη μεταδίδει από τη μια γενιά στην άλλη. Γιατί από τη στιγμή που καταργείς τη μνήμη σε μια γενιά, δεν υπάρχει συνέχεια αισθητικής. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια του Αλμπέρτο: «Εδώ είναι ο τόπος μου, θέλω να είμαι εδώ όταν τα πράγματα θα αλλάξουν»… Ο Αλμπέρτο, ένας από τα δέκα εκατομμύρια Κουβανών που θέλουν την ελευθερία τους, θέλουν να μείνουν στον τόπο τους, θέλουν ασφάλεια και αξιοπρεπή ζωή, μ’ αυτή τη σειρά, και πιστεύουν ότι το αξίζουν.
Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1999 στο περιοδικό «ΚΛΙΚ»

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ