Ταξιδια

Λευκάδα

Του Άρη Βεζενέ*

62222-137653.jpg
A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
15406-41968.jpg

Τελειώνουν οι ατελείωτες στροφές τις Αμφιλοχίας, αποφεύγοντας προσεκτικά τα αμέτρητα κοπάδια κατσικιών και αρνιών που ατάραχα διασχίζουν το δρόμο, αγνοώντας εμάς τους κάφρους που διαταράσουμε την ησυχία τους με το αυτοκίνητο. Περνάω τη Βόνιτσα, τον Άγιο Νικόλαο και τέλος το νέο design κατάστημα επίπλων «Wood & Stone» του φίλου μου Κωνσταντή Ροκόφυλλου, μέχρι που βλέπω δειλά να ξεπροβάλλει το κάστρο της Λευκάδας και η ιστορική γέφυρα που την ενώνει με την Αιτωλοακαρνανία.  

Κάποτε η ημίωρη αναμονή ήταν δεδομένη, καθότι η γέφυρα μετακινούνταν χειροκίνητα – ένα πλωτό κατάστρωμα με αλυσίδες. Τότε συνεχώς γκρίνιαζα, διότι δεν έβλεπα την ώρα να πατήσουμε το πόδι μας στο νησί για τις 3μηνες διακοπές παραλίας και αθλοπαιδιών στην πλατεία του χωριού. Νομίζω ότι συγκαταλέγομαι στους τυχερούς που απόλαυσα το προνόμιο της ύπαρξης του χωριού, όσο κι εάν ως έφηβος έλεγα το αντίθετο, τότε που διαπιστώναμε ότι όλα τα κορίτσια γύρω μας ήταν συγγενείς και άρα «off limits» και ότι δεν ερχόταν ποτέ νέο αίμα ή, αν ερχόταν, έπεφταν 15 αγόρια σε ένα κορίτσι.  

20 χρόνια αργότερα τα πράγματα έχουν αλλάξει στις αναλογίες αρσενικών-θηλυκών, αλλά κάποια άλλα παραμένουν αναλλοίωτα. Ένα από αυτά είναι τα Ιβάρια στην είσοδο της Λευκάδας, τόπος εκτροφής θηλυκού κέφαλου, συλλογής και επεξεργασίας του αυγοτάραχου – μα ασφαλώς και οι Λευκαδίτες θεωρούνε ότι το αυγοτάραχό τους είναι καλύτερο του Μεσολογγίου.

Οι Μπουρανέλοι ή Μπρανέλοι, για χάριν συντομίας, αποτελούν την επιτομή της λέξεως «allegro». Δεν είναι ο τυπικοί Επτανήσιοι. Επιμένουν στο μεσημεριανό ύπνο, αγαπάνε τις τέχνες και τα γράμματα, συντηρούν ουκ ολίγα μουσεία, εκ των οποίων και ένα με θέμα το φωνογράφο στο κέντρο της πόλης, και διοργανώνουν αμέτρητα λογοτεχνικά καλέσματα διεθνούς εμβέλειας. Είναι λίγο πιο φιλοσοφημένοι και σχεδόν πάντα απαντούν με ιδιόκτητα ποιήματα.  

Καταφθάνοντας στην πόλη, σταματάω για ένα διπλό εσπρέσο στο Boschetto, χαιρετάω γνώριμες φάτσες και τρέχω να αγοράσω πράγματα πρώτης ανάγκης από το supermarket Βλάχος, γιατί απλά εδώ βρίσκω τα πιο απίστευτα γκουρμεδιάρικα διαμαντάκια που μερικές φορές ούτε στην Αθήνα δεν υπάρχουν. Έτσι ξεκινά η επίσκεψη του περιβόητου παζαριού της Λευκάδος. Ναι, sorry, αλλά το 70% των κρυμμένων θησαυρών αυτού του νησιού απλώνονται σε μόλις 500 μέτρα πλακόστρωτου... Δεν είναι τυχαίο. Σαλάμι αέρος από τον απόλυτο μερακλή κύριο Μπαλωμένο, γαλακτομπούρεκο από τον μπαρμπα-Αντρέα και μαντολάτο από τον Μάκη τον Γράψα. Προχωρώντας βλέπω την ιστορική ταβέρνα του Ρεγάντου με τις φημισμένες καντάδες, αλλά είναι μεσημέρι και όλοι κοιμούνται. Στη μέση ακριβώς του παζαριού σταματάω στον Καρφάκη για λίγο ουζάκι και μεζέ από γαυροσάρδελα μαριναρισμένα και καρφί στο μανάβη μου, τον Ηρακλή, ο οποίος περιμένει πάντα με ένα χαμόγελο και περηφάνια για τις ντομάτες του και τις φακές Εγκλουβής, που εμπορεύεται. Πετάγομαι ακριβώς απέναντι, στα κορίτσια από το φημισμένο αρτοποιείο Αρχονταρίκι, για βιολογική Σαρακατσάνα με προζύμι στον ξυλόφουρνο. Έχω ήδη αργήσει και το ferry boat για το Μεγανήσι έχει φύγει 5 λεπτά πιο νωρίς από την ώρα του... Ασφαλώς, μη χάσουνε τα παλικάρια τη μεσημεριανή σιέστα. Αποκλείστηκα στη Λευκάδα... Μια χαρά.  

Φεύγοντας από την πόλη σταματάω σε ένα πολύ καλό φίλο μου, τοπικό προύχοντα και ιδιοκτήτη ενός καταπληκτικού σπιτιού με την πιο απίστευτη θέα του Βόρειου Ιονίου, ο οποίος παρατάει το γραφείο του, παίρνει το τζιπ και με «τραβάει» για τα Σύββοτα, στο τρελά ψαγμένο μπαράκι του Σπύρου Δελλαπόρτα, το Λιοτρίβι, στα αριστερά του λιμανιού....

Στα μισά όμως αποφασίζουμε να σταματήσουμε στο Κάθισμα, να πιούμε ένα ποτό στο φίλο μας τον Τριαντάφυλλο, ιδιοκτήτη της διαχρονικής καλοκαιρινής υπερπαραγωγής club-restaurant-bar που ονομάζεται Coppla. Χαζεύω τη θάλασσα και τα βάζω με τον εαυτό μου. Έχω αποτραβηχτεί όλο το χειμώνα στην Αθήνα ετοιμάζοντας το Vezene στη Βρασίδα και αμέλησα να απολαύσω το δώρο του Θεού προς εμάς του Έλληνες, τους Εγκρεμνούς. Όχι, δεν είναι το Πόρτο Κατσίκι η καλύτερη παραλία της Λευκάδας και, ναι, θα οδηγήσω 50 χλμ. έξω από τη διαδρομή μου, θα κατεβώ τα 400 σκαλάκια μόνο για να κολυμπήσω, να καθαρίσει το μυαλό από το άγχος και τις έννοιες. Είναι πολύ μικρή η ζωή, κι εάν το πάρουμε πρέφα θα διορθώσουμε τα λάθη των περασμένων γενεών που περίμεναν τη σύνταξη για να ζήσουν μια ελαφρώς ποιοτικότερη ζωή.  

Φεύγοντας από τα Σύββοτα, επιστρέφουμε στο κέντρο της Λευκάδας –και η ανδροπαρέα πια στις οικογένειές τους– και ξεκινώ ολοταχώς για το Νυδρί με σκοπό να περάσω απέναντι, στο λατρευτό μου Μεγανήσι. Όταν στο ύψος του Επίσκοπου βλέπω πως η πύλη του ιστορικού Κτήματος Καββαδά είναι ανοιχτή, κάνω αναστροφή να χαιρετήσω τους κολλητούς μου, το ζευγάρι Γιώργο Καββαδά και Γιολάντα Διαμαντή-Καββαδά, ιδιοκτήτες του Κ Bar. Το Κτήμα Καββαδά, που πάλαι ποτέ φιλοξενούσε προέδρους κρατών και ιστορικές προσωπικότητες, έχει πια μετατραπεί σε ένα απίστευτο ολοήμερο πολυχώρο με ξενώνα, boutique ρούχων, beach volley, παιδότοπο και ολοήμερο beach bar, βλέποντας τα καταγάλανα νερά του Ιονίου. Κάθε φορά που πάω, ξεχνιέμαι να φύγω και καταλήγω μέχρι αργά το βράδυ, αφού οι γνώριμες παρέες αυξάνονται γεωμετρικά – έτσι καταλήγω ότι σήμερα θα μείνω εκτός Μεγανησίου.

Δεν με χαλάει καθόλου. Είναι η ευκαιρία που ψάχνω και σπάνια βρίσκω να μένω στο πέτρινο αρχοντικό ξενοδοχείο της Μαρίας Μάτσα, στο Pavezzo, που αποτελεί το απόλυτο ησυχαστήριο, ορεινά της Λευκάδας, στην Παλιοκατούνα, και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα αντίστοιχα της Τοσκάνης και της Άλμπα. Ξυπνάω στην απόλυτη ηρεμία, τρώω το τέλειο πρωινό με φρέσκα χωριάτικα αυγά, γάλα ντόπιο, φυσικούς χυμούς, μαρμελάδες σπιτικές και όλα αυτά σερβιρισμένα με γλυκό χαμόγελο από όλα τα παιδιά του προσωπικού. Φεύγω για το Νυδρί, μετά βίας προλαβαίνω το δρομολόγιο των 11.

Το ferry boat διασχίζει τα καταγάλανα νερά με την απίστευτα ιλιγγιώδη ταχύτητα των 7 χλμ. την ώρα και βλέπω τον Σκορπιό και το Μεγανήσι. Νιώθω ρίγος καθώς αισθάνομαι τον πατέρα μου να με ευχαριστεί από τους ουρανούς, που συνεχίζω να αγαπάω και να επισκέπτομαι το νησάκι του. Πλησιάζοντας το Βαθύ, αρχίζω να βλέπω τα σπιτάκια να ξεπροβάλλουν και συνειδητοποιώ πόσο αγαπάω τη σαγηνευτική απλότητα του χωριού μου. 4 οικογένειες με 150 μέλη έχουν χωρίσει ένα μικρό οικισμό σε «φατρίες», με κοινό σημείο την πλατεία του χωριού, την οποία, με όλη τη σημασία της λέξεως, μόνοι μας χτίσαμε.  

Οι επιλογές μας λιγοστές, αλλά άκρως ποιοτικές. Αγαπάω το στέκι του πατέρα μου, το ιστορικό καφενείο του Φούλια, το οποίο σταμάτησε να λειτουργεί τα τελευταία χρόνια αλλά η αύρα του ακόμα παραμένει, καθότι είναι δύσκολο να φύγουν τα φαντάσματα του Ωνάση και των συγγενών μου που γινόντουσαν μια παρέα υπό την επήρεια του ούζου και των φρέσκων θαλασσομεζέδων, όπως χταποδάκι, πείνες, κωλοχτύπες και αχινοσαλάτα. Για φρέσκο ψάρι κυνηγάω τον ξάδερφό μου Ερρίκο, ειδικά όταν παίζουν σκαθαράκια και στήρες, τις οποίες τις προτείνω χωρίς ελαιόλαδο – ως back up καλή… μπάλα παίζει και ο Πασσάς. Δεν μπορώ να λησμονήσω τα τραγανά κοτόπουλα του Λάκη στο Σπαρτοχώρι, όπου κάθε μέρα ανάβει θράκα με ξύλο ελιάς από τα κτήματά του, κόβει την τηγανητή πατάτα στο χέρι και διαλέγει την πιο φρέσκια ντομάτα για σαλάτα.  

Για μπάνιο υπάρχει το Φανάρι και το Λημονάρι, αλλά η αγάπη μου είναι η γνωστή λίμνη του Μπαμπαρέζου, καθώς επίσης και μια μικρή παραλιούλα 500 μέτρα αριστερά του Άγιου Ιωάννη. Η πραγματική ομορφιά του νησιού, όμως, είναι η ιδιάζουσα δαντελωτή χωροταξική διάταξη των μικροκολπίσκων, που αποτελούν όλοι μαζί ένα ατελείωτο μυστήριο προς εξιχνίαση. Δεν είναι τυχαίο που το Μεγανήσι αποτελεί αγαπημένο προορισμό όλων των σκαφάτων, καθότι το δέσιμο αρόδου ειναι παιχνιδάκι.

Είμαστε ένα μικρό ψαρονήσι γι’ αυτούς που θέλουν ηρεμία. Δεν ανεβήκαμε την άμαξα της τουριστικής έξαρσης, ούτε άδειασαν εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ ξένοι επενδύτες, όπως κάποιοι αρέσκονται να λένε για να ανέβει η τιμή του αγροτεμαχίου, αλλά μάλλον τη σπρώξαμε να φύγει πιο μακριά και να ξαναγυρίσει όταν εμείς θέλουμε να τη δεχτούμε. Ανοίξαμε όμως Μουσείο Ναυτικής Λαογραφίας, αναβιώνουμε το παλιό λιοτρίβι και επενδύουμε στην ανάδειξη τοπικών παραδόσεων και εθίμων. Ετοιμάζουμε και έναν αμπελώνα, αλλά αυτό αργεί ακόμα. Συνεχίζουμε τις βραδιές ποίησης και φολκλόρ, καθώς επίσης και τη Γιορτή της Σαρδέλας στον Δεκαπενταύγουστο. Εν ολίγοις καταφέραμε να στηρίξουμε την ποιότητα ζωής των μόνιμων κατοίκων και να εξελίξουμε ένα νησί που σκοπό έχει να καλέσει πίσω τα ξενιτεμένα ανά τον κόσμο του παιδιά, καθότι όλοι έφυγαν για Αμερική, Λονδίνο και Αυστραλία. Μάλλον και εγώ κάποια μέρα θα επιστρέψω, αλλά αυτό αργεί ακόμα.

* Ο Άρης Βεζενές είναι σεφ, ιδιοκτήτης του «Trattoria Vezene»

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ