Ταξιδια

Διακοπές από την κόλαση (Αναγνώστες)

Γράφει η Αθηνά Κ.

115098-718271.jpg
Αναγνώστες
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
134933-308024.jpg

Tέλος λυκείου. Καλοκαίρι 2004. Στην πίσω αυλή του σχολείου ροκάνιζα τα μυαλά των υπολοίπων για διακοπές. Διαφωνούσαμε στα πάντα. Στον τόπο, στις ημερομηνίες, στα δωμάτια… Πώς τελικά, κανονίσαμε να κλείσουμε 4 τρίκλινα για τη Νάουσα της Πάρου, δεν το θυμάμαι.

Απ’ την άλλη όμως, θυμάμαι σαν χτες, όταν τέλη Αυγούστου πήρα τηλέφωνο την κυρία με τα δωμάτια για να ακυρώσω τα 3 και τελικά να κρατήσω ένα δίκλινο για μένα και τον κολλητό μου. Δε μας πτόησε το πιστόλι που φάγαμε. Ούτε η αξιολάτρευτη κυριούλα που μου ακούστηκε σα λυσσασμένη ύαινα όταν της ανακοίνωσα τα καθέκαστα. Το καλοκαίρι θεωρητικά είχε τελειώσει κι εμείς ορκιστήκαμε πως δικαιωματικά μας ανήκουν διακοπές ακόμα κι αν πάμε μόνοι μας.

Ξημέρωνε 2 Σεπτεμβρίου λοιπόν, όταν φτάναμε φορτωμένοι σαν τα άυπνα γαϊδούρια στο λιμάνι του Πειραιά με τα εισιτήρια του καραβιού στο στόμα. Και δώσε τα σχέδια κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όσο κρατούσαμε τα μάτια ανοιχτά με οδοντογλυφίδες. Να νοικιάσουμε ένα μηχανάκι. Να γυρίσουμε όλες τις παραλίες. Να πάμε στο ξακουστό μπιτσόμπαρο Punda Beach. Να πιούμε μέχρι τελικής πτώσεως στα μεγαλύτερα μπαράκια της Νάουσας και πόσα ακόμα…

Η αλήθεια είναι ότι όταν πιάσαμε λιμάνι θορυβηθήκαμε λίγο για 2 κυρίως λόγους: Αρχικά, απ’ το πλήθος κόσμου που ήταν κρεμασμένο στα κάγκελα της πύλης και άρχισε να τρέχει προς το εσωτερικό του καραβιού έχοντας κάτι απ’ τη λάμψη του Μπόλτ μόλις εκείνο έριξε άγκυρα, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή απ’ το εσωτερικό του, κάναμε την εμφάνιση μας στο νησί μόλις και μετά βίας καμιά 20αρια νοματαίοι. Κοιταχτήκαμε δίχως να πούμε κουβέντα και πήραμε τον δρόμο προς ανεύρεση οχήματος.

Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς ότι το μηχανάκι που επιλέξαμε να νοικιάσουμε, σύμφωνα πάντα και με το μπάτζετ μας αλλά και με το δίπλωμα για 50άρι που διαθέταμε αγκομαχούσε στη μισή διαδρομή προς Νάουσα. Την υπόλοιπη μισή την κάναμε ευτυχώς με άλλο μηχανάκι κάνοντάς το τράμπα με το πρώτο.

Θυμάμαι τελικά, στη Νάουσα φτάσαμε μεσημεράκι. Στο M. ROOMS TO LET όμως, πρέπει ειλικρινά να φτάσαμε 1 ώρα αργότερα. Πρώτα γνωρίσαμε ένα σημαντικό αριθμό μόνιμων κατοίκων που προσφέρθηκαν να μας βοηθήσουν να βρούμε το δρόμο μας, προτού νυχτώσει κι αφού διαπιστώσαμε ότι τελικά κάνουμε κύκλους σε 3 συγκεκριμένα τετράγωνα.

Δε θα ξεχάσω όταν τελικά αντικρίσαμε τη φάτσα της κυρά Μαργαρίτας και τις πρώτες της λεξούλες ευτυχώς που «ήρθατε κι εσείς» και «τι κρίμα που δεν τα κατάφεραν οι άλλοι 6» και «αχ!, πόσα λεφτά έχασα με την ακύρωση», ενώ παράλληλα μας έριχνε ματιές-σουβλιές, που έκαναν την ύαινα να μοιάζει με πολύ χαριτωμένο ζωάκι ακόμα κι όταν χαμογελάει στο φαί της.

image

Την αγνοήσαμε ευγενικά, παρατήσαμε τα πράγματα στο πολύ χαριτωμένο κατάλληλο για συνταξιούχους παππούδες δωμάτιο, βάλαμε μαγιό, πήραμε ένα χάρτη παραμάσχαλα και φύγαμε σφεντόνα για το Punda Beach. Το μόνο που μας επιβεβαίωσε ότι όντως βρισκόμασταν στο ξακουστό, γεμάτο κόσμο, πατείς-με-πατώ-σε, μαστ-προορισμό της Πάρου ήταν η ταμπέλα της εισόδου.

2 Σεπτεμβρίου και ήταν ανοιχτό το ένα μόνο μπάρ, ο μπουφετζής έκανε ακροβατικά με φρούτα εποχής και οι θαμώνες να ήμασταν στο σύνολο 20 άτομα... Ίσως τα ίδια 20 που κατεβήκαμε το ίδιο πρωί απ’ το καράβι!

Τι «όλοι πάνε Πάρο» τραγουδούσαμε σε όλο το ταξίδι; Μέγα λάθος. Όλοι πάνε Αθήνα…

Μετά την πρώτη αποτυχημένη μας εξόρμηση, γυρίσαμε αποκαμωμένοι στα δωμάτια και πέσαμε για ύπνο μόνο και μόνο για να ονειρευτούμε την Πάρο να σφύζει από κόσμο.

Για να τελειώσω κάπως την ιστορία μου, εκείνες οι διακοπές, είχαν λίγο μοναξιά. Η Πάρος τελικά δεν είχε τον κόσμο που φανταζόμασταν, ούτε το βράδυ. Τα μεγάλα κλαμπ είχαν βάλει λουκέτο μια εβδομάδα νωρίτερα, όπως μας ενημέρωσαν. Βολευτήκαμε όλα τα επόμενα βράδια μας στα μικρά μπαράκια στο λιμάνι, πίνοντας πάντα κάτι κερασμένο, αφού ήμασταν εμείς κι εμείς, τρώγαμε πάντα πίτα με σουβλάκι κ φέτα χωρίς να περιμένουμε σε μια ατέλειωτη ουρά, περπατούσαμε στα σοκάκια χωρίς στριμωξίδι, οδηγούσαμε χιλιόμετρα χωρίς κίνηση, απολαύσαμε παραλίες μόνο για την πάρτη μας, φάγαμε παγωτό μέσα σε καρπούζι σε προσφορά, ανακάλυψα μαγαζί κρυφό κι έκανα τρύπα στη μύτη μου που διαφορετικά ίσως και να μην παρατηρούσα μες στο χάος, γνωρίσαμε ντόπιους και καταλήγαμε στο παγκάκι στη γεφυρούλα παρέα με πάπιες και κουτάκια μπύρας, όταν τα πάντα είχαν κλείσει.

Καταφέραμε να φάμε όλα μας τα λεφτά στον προβλεπόμενο χρόνο, χωρίς όμως να προβλέψουμε ότι την ημέρα της επιστροφής θα χει απαγορευτικό και τα καράβια θα έμεναν δεμένα στον Πειραιά!

Μείναμε άλλη μια μέρα σε ένα άδειο νησί τρώγοντας αγάπη και γελώντας σπαστικά με την τύχη μας. Το αποκορύφωμα ήταν ότι όταν τελικά έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσουμε την Πάρο, είδα τόσο κόσμο μαζεμένο στο λιμάνι να περιμένει το ίδιο πλοίο με μας, όσο δεν είχα δει τις προηγούμενες 5 ημέρες συνολικά. Δε βρήκαμε ούτε μια πλαστική καρέκλα για να απλώσουμε τα κορμάκια μας, έστω εναλλάξ, με βάρδιες ρε παιδί μου. Μας πήρε ο ύπνος σε μια καβάτζα κάτω απ’ τις σκάλες που οδηγούσαν στις καμπίνες. Μπορεί να κατεβήκαμε Πειραιά πιασμένοι, ρέστοι και ταπί, μα ήμασταν όντως ψύχραιμοι!

Η ουσία λοιπόν, είναι ότι οι δικές μου διακοπές θύμιζαν κάτι από κόλαση, είχαν όμως μέσα και άπειρες δόσεις παραδείσου, γιατί όλα αυτά τα έζησα με την καλύτερη παρέα. Τον Λούκο μου.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ