Design & Αρχιτεκτονικη

Ο Νικόλας Τραβασάρος και τα στοιχήματα της νέας γενιάς Ελλήνων Αρχιτεκτόνων

Παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει ήδη συμπληρώσει 9 χρόνια διδακτικού έργου

unnamed.jpg
Γιάννης Κωνσταντινίδης
ΤΕΥΧΟΣ 16
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
5759-25287.jpg

Παρά το νεαρό της ηλικίας του έχει ήδη συμπληρώσει  9 χρόνια διδακτικού έργου, ξεκινώντας από το Πανεπιστήμιο της Πάτρας και συνεχίζοντας στην περίφημη σχολή Bartlett του UCL, στο Λονδίνο. Παράλληλα ασκεί το επάγγελμα του αρχιτέκτονα, ταξιδεύοντας συνέχεια από την Αθήνα στο Λονδίνο και τανάπαλιν. Δεν είναι μόνος. Το 2004, ίδρυσε την ομάδα Divercity, που έχει έδρα στην Αθήνα και στο Λονδίνο. «Τα τελευταία μεγάλα έργα στην Αθήνα υπογράφονται από ξένους αρχιτέκτονες. Αντίθετα με άλλους συναδέλφους που προσπαθούν να περιχαρακώσουν τις θέσεις τους, στο όνομα –ας πούμε- μιας ελληνικότητας, εμείς δεν κρατήσαμε θέση άμυνας απέναντι σε αυτήν την ”τάση“. Προσπαθούμε να κατανοήσουμε την κατάσταση, κρατάμε σαν όπλο τις καταβολές μας, τις παραστάσεις μας και τη κουλτούρα μας και πήγαμε στο Λονδίνο που είναι μια διεθνής μητρόπολη της αρχιτεκτονικής, προκειμένου να δούμε πόση ανταπόκριση θα είχαν εκεί αυτά που προτείνουμε» λέει ο Νικόλας Τραβασάρος εξηγώντας τη διπλή έδρα της ομάδας του.

Ο Νικόλας Τραβασάρος μιλάει για τα στοιχήματα της νέας γενιάς Ελλήνων Αρχιτεκτόν

Το έργο σας στην Πάτρα, απ’ όπου ξεκινήσατε να κτίζετε, έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να εντάσσεται στο περιβάλλον του, τον οποίο θα περιέγραφα ως μια  «ευχάριστη ρήξη»  με αυτό.

Αυτό συνδέεται με την πρόθεσή μας να επαναπροσδιορίσουμε το αυτονόητο. Όπως για παράδειγμα την έννοια πολυκατοικία, που προσεγγίσαμε με το πρότζεκτ «360ο» - ένα μεγάλο συγκρότημα κατοικιών. Νομίζω ότι η πολυκατοικία έχει κατηγορηθεί άδικα, λόγω της υστερικής προσέγγισης που έχουμε σε ορισμένα πράγματα, για τα οποία συνεχώς διαμαρτυρόμαστε, χωρίς ποτέ να ψάχνουμε τις λεπτές αποχρώσεις που τα διαφοροποιούν. Το πραγματικό πρόβλημα των ελληνικών πόλεων δεν είναι η πολυκατοικία, αλλά ο εκφυλισμός της σε συνδυασμό με την έλλειψη ελεύθερων χώρων. Η πολυκατοικία ως μοντέλο κατοίκησης υπήρξε κάτι το εξαιρετικά ριζοσπαστικό και πολύ καλύτερο από άλλα ευρωπαϊκά. Είναι ένα πιο ζωντανό κύτταρο. Αποτελεί καλό υπόδειγμα ανάμιξης κοινωνικών ομάδων και δραστηριοτήτων μέσα σε ένα κτίριο.

Ο Νικόλας Τραβασάρος μιλάει για τα στοιχήματα της νέας γενιάς Ελλήνων Αρχιτεκτόν

Δεν πιστεύετε όμως ότι είναι πια αργά για να την κοιτάζει κάποιος με συμπάθεια;

Μα τα πράγματα παρέκκλιναν από την σωστή πορεία τους, μόνο επειδή η πολυκατοικία μετατράπηκε σε έναν μηχανισμό εύκολου κέρδους για τους εργολάβους. Η γενιά μας που γεννήθηκε στην μεταπολίτευση είναι η πρώτη που μεγάλωσε στην πόλη, χωρίς να γνωρίσει χωριό. Δεν κουβαλάμε νοσταλγικές μνήμες από μια «μαγική ζωή» στην επαρχία.  Άρα, μας πέφτει η ευθύνη να αναρωτηθούμε, πώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε καλύτερα μέσα στο περιβάλλον στο οποίο γεννηθήκαμε. Γι’ αυτό και ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του αρχιτεκτονικού μας πορτφόλιο είναι κτίρια πολυκατοικιών.

Πως θα συνοψίζατε τις καινοτομίες που προτείνετε για να βλέπουμε την πολυκατοικία με άλλο μάτι;

Η προσέγγισή μας «ενημερώθηκε» κατά πολύ, από τις άλλες δουλειές που κάναμε παράλληλα και ήταν ξενοδοχεία. Δηλαδή από μια μορφή κατοίκησης που έχει να κάνει με το «έξω από το καθημερινό» - μια μετάβαση από την κανονική συνθήκη του εαυτού σου, σε μια συνθήκη σχετικής ανωνυμίας για να ζήσεις κάτι το έκτακτο. Τέτοια στοιχεία θελήσαμε να ενσωματώσουμε στην έννοια πολυκατοικία. Ξεκινήσαμε λοιπόν με απλά βήματα. Δεν νιώθαμε ότι θα έπρεπε να συγγράψουμε  αρχιτεκτονικά μανιφέστα. Άλλωστε προς τί η θεωρητικοποίηση; Εμείς γεννηθήκαμε σε μια γενιά, για την οποία έχουν χαθεί οι μεγάλες αφηγήσεις και οι στιβαρές πεποιθήσεις. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μας με τους αρχιτέκτονες του Μοντέρνου: εμείς δεν πιστεύουμε ότι αυτό που κάνουμε θα αλλάξει την ιστορία. Οι δουλειές μας είναι πολύ πιο μικρές και προσωπικές αφηγήσεις.

Θα μπορούσατε να το σχηματοποιήσετε αυτό με ένα παράδειγμα;

Ας πούμε ότι σταθήκαμε στην έννοια μπάνιο. Στα διαμερίσματα που μεγαλώσαμε τα μπάνια είναι κατά κανόνα σκοτεινά κουτάκια με τα εντελώς απαραίτητα για τη λειτουργία τους. Αντίθετα το μπάνιο στα ξενοδοχεία είναι κατά κανόνα πιο κοντά στην έννοια της γαλλικής έκφρασης salle des bains! Θελήσαμε επίσης να διερευνήσουμε το ζήτημα του μεγέθους της πολυκατοικίας. Κατά κανόνα είναι μικρό και γι’ αυτό δεν διαχωρίζεται εύκολα από το περιβάλλον της. Αυτό το καταλαβαίνει κάποιος παρατηρώντας αντιπαραδείγματα, όπως το κτίριο Φιξ στη Συγγρού ή το Νέο Μουσείο Μπενάκη. Η κλίμακά τους τα διαχωρίζει από τον περιβάλλοντα χώρο και τα κάνει να φαντάζουν σαν στιγμές ηρεμίας για το μάτι, μέσα σε ένα πολυδιασπασμένο αστικό περιβάλλον. Έτσι, στο πρότζεκτ 360°, το κτίριο αποκτά ταυτότητα και μόνο από το μεγάλο μέγεθός του. Εξάλλου, μεγάλο κτίριο δεν σημαίνει υποβάθμιση της ζωής σ’ αυτό. Αντίθετα, η εσωτερική ζωή του είναι σημαντικότερη, ειδικά όταν κάποιος τονίζει τους κοινόχρηστους χώρους. Επιπλέον, το μεγάλο  υπονοεί μια πίστη στο Μοντέρνο. Με το πρότζεκτ αυτό εκφράζουμε την πεποίθησή μας ότι η πολυκατοικία είναι ένα πολύ υγιές μοντέλο κατοίκησης για τα αστικά περιβάλλοντα, το οποίο επ’ ουδενί δεν μπορεί να πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, που παρατηρείται μια επαναφορά της ζωής στο κέντρο της πόλης. 

Ο Νικόλας Τραβασάρος μιλάει για τα στοιχήματα της νέας γενιάς Ελλήνων Αρχιτεκτόν

Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή τάση;

Στο ότι το ωραίο της ζωής στην πόλη είναι το ότι δεν ζεις στο σπίτι σου, αλλά ζεις στην ίδια την πόλη. Το σπίτι είναι μια «βάση». Ένας χώρος όπου επαναφορτίζει κάποιος τις μπαταρίες του για να ξαναφύγει για την περιπέτειά του στην πόλη. Στην Αθήνα ίσως δεν έχουμε ακόμη την οργάνωση της πόλης που θα επέτρεπε να φανεί αυτή η τάση μεταφοράς καθημερινών δραστηριοτήτων μας από το σπίτι στο δημόσιο χώρο – όπως π.χ. το να δουλεύω με το λάπτοπ μου σε ένα παγκάκι. Ωστόσο, υπάρχει ξεκάθαρη η επιθυμία να συμβαίνει κάτι τέτοιο, γιατί αυτή η δυνατότητα είναι το δώρο της πόλης στον σύγχρονο άνθρωπο. Η δική μας γενιά και τα σπίτια στα οποία επιλέγει να ζει εκφράζουν την εξής παράλογη απαίτηση: «θέλω να τα κάνω όλα και να αλλάζω γνώμη για το τι θέλω να κάνω μέχρι και την τελευταία στιγμή πριν το κάνω». Αυτή είναι η διαφορά μας με τον τριανταπεντάρη του 1960 –για παράδειγμα–, ο οποίος είχε ένα πεντακάθαρο πλάνο ζωής μπροστά του. Η δική μας αντίληψη των πραγμάτων είναι ότι παραμένουν όλα ρευστά, αφού έχω το δικαίωμα να αλλάζω γνώμη όποτε το θελήσω. Έτσι «μετακομίζουμε» από το «σπίτι-εστία-της-οικογενειακής-ζωής», στο «σπίτι-βάση», δηλαδή στο «κουκούλι» στο οποίο γίνεται η επαναφόρτιση προκειμένου να ξαναβγούμε «χύμα στο κύμα».

Αυτό σημαίνει ότι, αφού μεταφέρουμε τη ζωή μας στην πόλη, θα πρέπει να αλλάξουμε την πόλη για να ταιριάξει στη ζωή μας; Πώς πιστεύετε ότι θα μπορούσε να συμβεί αυτό;

Με το να επανεφεύρουμε προγράμματα-τρόπους ζωής στον αστικό χώρο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο σχεδιασμός μιας πλατείας, για παράδειγμα, δεν έχει να κάνει πια με τη μορφή της, αλλά με το σχεδιασμό της χρήσης της, – των δράσεων που θα λαμβάνουν χώρα σ’ αυτήν. Σκεφτείτε πόσο ωραίο θα ήταν να υπάρχει μια πλατεία-πισίνα για να κολυμπάει κανείς στο κέντρο της πόλης τις μέρες που έχει πολλή ζέστη. Θα μπορούσε π.χ. να βρίσκεται στη Φωκίωνος Νέγρη ως μια επιμήκης λωρίδα νερού, ελεύθερη για όποιον δεν προλαβαίνει ή δεν μπορεί να πάει στη θάλασσα. Έτσι η πόλη αρχίζει να έχει πλάκα, κι όταν έχει πλάκα την αγαπάμε. Στις μέρες μας το ζητούμενο δεν είναι οι μεγάλες αλήθειες και τα μανιφέστα, αλλά να μάθουμε να «διαβάζουμε» αλλιώς την πόλη, ώστε αυτή να μας φτιάχνει το κέφι. Και το μεγάλο στοίχημα για τη δική μας γενιά αρχιτεκτόνων είναι να γεννήσουμε τις δικές μας τολμηρές ιδέες και να ξεφύγουμε από το να φέρνουμε εδώ, ως “franchise”, ιδέες που είδαμε υλοποιημένες στο εξωτερικό. 

Ο Νικόλας Τραβασάρος μιλάει για τα στοιχήματα της νέας γενιάς Ελλήνων Αρχιτεκτόν

Έχετε αναλάβει την ανάπλαση του κτιρίου Δοξιάδη στη Δεξαμενή. Πώς αντιμετωπίσατε αυτό το πρότζεκτ;

Το κτίριο Δοξιάδη είναι ένα από τα πολύ λίγα τόσο γνωστά και αναγνωρίσιμα της Αθήνας και έργο ενός ανθρώπου που υπήρξε μια διεθνώς αναγνωρισμένη ιδιοφυΐα της πολεοδομίας. Συμπυκνώνει στην αρχιτεκτονική του σύνθεση κάποια από τα βασικά στοιχεία του θεωρητικού έργου του. Μ’ αυτό ο Δοξιάδης εισήγαγε στην πράξη την έννοια του κανάβου: δεν κτίστηκε διαμιάς, αλλά ακολουθήθηκε ένα πρόγραμμα προσθηκών και επεμβάσεων που ολοκληρώθηκε σε 17 χρόνια. Δηλαδή, είχε σχεδιάσει έναν «καμβά» πάνω στον οποίο προστίθονταν προοδευτικά διάφορες επεκτάσεις, για να καλύπτονται οι ολοένα αυξανόμενες ανάγκες για χώρους του γραφείου του και των περίφημων σχολών Δοξιάδη. Το πλάνο του δεν περιοριζόταν μόνο στο κτίριο που γνωρίζουμε σήμερα, αλλά προέβλεπε περαιτέρω ανάπτυξη καθ’ όλο το μήκος της οδού Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ο Δοξιάδης προσδοκούσε να υλοποιήσει ένα σύστημα πολύ μεγαλύτερης κλίμακας και καθαρά πολεοδομικού χαρακτήρα. Έτσι το αντιμετωπίσαμε ως ένα παλιό πολύτιμο μηχάνημα το οποίο αγαπάμε και ως εκ τούτου θα θέλαμε να διατηρήσουμε τη δομή του. Ξεκινήσαμε λοιπόν από τα στοιχεία που το κάνουν τόσο σημαντικό. Βρήκαμε τα αρχεία του Δοξιάδη, συζητήσαμε με τους τότε συνεργάτες του. Οι επεμβάσεις μας ήταν τελικά ελάχιστες και εντός των πλαισίων που είχε θέσει εκείνος – οι απολύτως αναγκαίες, δεδομένου ότι το κτίριο δεν θα στέγαζε πια σχολές αλλά κατοικίες. Ξαφνικά όμως ήρθε εντολή από το Yπουργείο Πολιτισμού για αναστολή των όποιων εργασιών, προκειμένου να μελετηθεί αν το κτίριο θα ανακηρυχθεί διατηρητέο. Κάτι που στα δύο χρόνια που διάρκεσε η μελέτη μας δεν είχε τεθεί ποτέ ως ζήτημα και το κτίριο δεν συμπεριλαμβανόταν στις σχετικές λίστες του υπουργείου. Είναι σίγουρο ότι μια τέτοια απόφαση θα καταδίκαζε το κτίριο να μείνει για καιρό στην τρέχουσα κατάστασή του – ένα κουφάρι. Επιπλέον, αν το ζητούμενο είναι να διατηρηθεί ο σχεδιασμός του Δοξιάδη, μια τέτοια απόφαση θα ήταν άχρηστη, δεδομένου ότι οι σημερινές όψεις του κτιρίου δεν είναι οι αρχικές, αλλά αυτές που προέκυψαν από την ανακατασκευή του στη δεκαετία του 1990. Γενικότερα, στα ζητήματα διατήρησης κτιρίων υπάρχουν δύο τακτικές προσέγγισης: εκείνη που γίνεται στο πνεύμα της αρχαιολογίας και είναι εντελώς στατική, με «πάγωμα» του κτιρίου στην κατάσταση που βρίσκεται, και η δυναμική διατήρηση που του δίνει νέα πνοή. Ως νέος αρχιτέκτονας θα προσδοκούσα τη γενικότερη συναίνεση για να λειτουργήσει το κτίριο αυτό ως ένα καλό παράδειγμα δυναμικής διατήρησης ενός σημαντικού οικοδομήματος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ