Design & Αρχιτεκτονικη

Ένα παλιό σπίτι εξομολογείται

Η Ελένη Ψυχούλη στήνει αυτί στους τοίχους του σπιτιού της και ακούει την ιστορία τους 

115142-643746.jpg
Home Team
ΤΕΥΧΟΣ 05
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
350215-726574.jpg

Πριν ενάμιση χρόνο μετακόμισα σ’ ένα διαμέρισμα παλιό κι αρχοντικό. Η πολυκατοικία της κεντρικής λεωφόρου ήταν ταυτισμένη στο μυαλό μου με περασμένα αστικά μεγαλεία και ασκούσε πάνω μου μια αίγλη σχεδόν ψαρωτική, η οποία, σε συνδυασμό με τα τσίμα-τσίμα οικονομικά μου, μου προσέφερε μία συγκλονιστική δικαιολογία για να αφήσω το νέο μου σπίτι «απείραχτο». Από σεβασμό, αιτιολόγησα, στα δρύινα, απέθαντα παρκέ, τα οχυρωματικής σημασίας και πάχους ντουβάρια, τις μαύρες πορσελάνες των μπάνιων, τη γοητεία των ξύλινων κουφωμάτων, τα καλλιτεχνικά γύψινα στις ταβανογωνίες, τα «αυτά δεν βρίσκονται σήμερα», όπως έκρινε η μαμά μου, μωσαϊκά.

Έκανα λοιπόν τα οπωσδήποτε απαραίτητα και, μέσα σ’ ένα πέλαγος έκστασης, μετακόμισα. Πολύ γρήγορα, όμως, η χαρά άρχισε να υποχωρεί μπροστά σε μια αδιόρατη δυσφορία, την οποία στην αρχή δεν ήμουν σε θέση ούτε να περιγράψω, ούτε να ονομάσω επακριβώς. Σαν να ζούσα επιτέλους στο σπίτι των ονείρων μου, αλλά χωρίς να ζω το όνειρο. Οι μήνες περνούσαν και η κόντρα ανάμεσα σε μένα και το σπίτι βάθαινε στα όρια της σύρραξης, σαν συμβίωση με γκόμενο με τον οποίο αδύνατον να συνεννοηθείς. Το σπίτι μού μιλούσε μια άλλη γλώσσα, μια άγνωστη σε μένα διάλεκτο. Η κόντρα πολύ γρήγορα εξελίχτηκε σε βία κι αρχίσαμε να πιανόμαστε μαλλί με μαλλί. Στον πρώτο σοβά που μου ήρθε στο κεφάλι αποφάσισα να δώσω μια ευκαιρία στη σχέση, να υποχωρήσω ως υποταγμένη σύζυγος και να διδαχτώ την ξένη γλώσσα. Ήταν καλοκαίρι, είχε πιάσει ψιλοκαύσωνας και, ακουμπώντας το μάγουλο στο τζάμι, ένιωσα ξαφνικά τους κραδασμούς. Το σπίτι τόσο καιρό προσπαθούσε να μου πει μια ιστορία. Μια ιστορία μισού αθηναϊκού αιώνα κι όλα όσα συλλήβδην έχουν αλλάξει μέσα σ’ αυτόν. Ήθελε να μου πει ότι αυτό το διαμέρισμα δεν χτίστηκε για μένα, αλλά για το μοντέλο ζωής της κυρίας Κολτσιδοπούλου-Ρεζάν του στρατηγού εν αποστρατεία. 

Η πολυκατοικία της κυρίας Ρεζάν, λοιπόν, κι όχι η δική μου, στην απρόσωπη, αδιάφορη πρόσοψή της γράφει «Ιλίσσιον Μέγαρον». Κάποτε, αυτή η γκρίζα καγκελόπορτα άνοιγε σ’ έναν κόσμο αριστοκρατικό. Τώρα τα μέγαρα λέγονται μεζονέτες, έχουν ροζουλί τουρτοειδείς προσόψεις ή φουτουριστικές ντιζαϊνιές και δεν κάθονται να λιώσουν στη μόλυνση της κεντρικής λεωφόρου. Αναπνέουν το διαυγέστερο αέρα των υπερβορείων προαστίων και των Πηγαδακίων της Βούλας. Τα νέα σπίτια σε υποδέχονται με μια πυλωτή, με ένα γκαράζ, στα εντόσθια της βάσης τους. Στο υπογάστριο του δικού μας «μεγάρου» κατοικεί ένα σκοτεινό, αραχνιασμένο, χαρά της κατσαρίδας, καταφύγιο. Το πάλαι-ποτέ μέγαρο του ’50 φτιάχτηκε για να στεγάσει τα μεγαλεία της κυρίας Ρεζάν, η οποία ως κυρία στρατηγού εν αποστρατεία φιγουράριζε με τα φουρό της στα κοσμικά των τότε «Εικόνων». Στις σημερινές κοσμικές εικόνες, οι στρατηγίνες δεν έχουν πια πέραση. Έχουν αντικατασταθεί από άλλα, νεφελώδη επαγγέλματα, δεν φοράνε φουρό και δεν το ’χουν τιμή και ψώνιο τους να ζήσουν στις παρυφές της Μιχαλακοπούλου.  

Εκτός από την κυρίως επίσημη είσοδο, λοιπόν, το σπίτι διαθέτει άλλες δυο εισόδους, στα μετόπισθεν. Σκάλες σκοτεινές, ιλλιγιώδεις και σιδερένιες, γεμάτες περιστεροκουτσουλιές. Σκάλες άχρηστες, που δεν ανεβοκατεβήκαμε ποτέ μας. Η μια για να κατεβάζεις στον ειδικό χώρο του υπογείου τα σκουπίδια, η άλλη, της κουζίνας, για να ανεβάζει η «υπηρεσία» τα ψώνια. Ο παλιός αστός είχε μια αιδώ, μια καλβινιστική σχεδόν ηθική για ό,τι δεν ήταν «της προσόψεως». Η σούπερ-διευθύντρια που κατεβαίνει το πρωί καλωδιωμένη με το κινητό της και τη σκουπιδοσακούλα να κάνει παρέα στην Kelly της Hermès, ήταν εικόνα ανεπίτρεπτη για τα ήθη του ’60. 

Το διαμέρισμα επιπλέον διαθέτει μια ύποπτη και ακατανόητη για τα σημερινά δεδομένα δυσαναλογία, ανάμεσα στα τετραγωνικά των σαλονιών και το μέγεθος της κουζίνας. Το σαλόνι-γήπεδο χωρίζεται με πόρτα από την τραπεζαρία-ΟΑΚΑ, και τα δυο χωρίζονται με διπλή πόρτα από την κουζίνα, η οποία διαθέτει προθάλαμο, με άλλη πόρτα, και δεύτερη πόρτα που οδηγεί στο προχωλάκι, που συνδέεται με άλλη πόρτα με το κυρίως χωλ. Κι αν κάπου χαθήκατε στο διάδρομο, να σας ξεναγήσω. Τότε, που λέτε, τα όχι και τόσο παλιά χρόνια, η σαλονοτραπεζαρία ήταν το ήμισυ του παντός, η μόστρα του σπιτιού. Διότι η επίσκεψη, ακόμη και η πιο φιλική, είχε μια άλλη επισημότητα. Τα δεξίματα γινόντουσαν στα επίσημα διαμερίσματα και κανείς δεν έμπαινε στην κουζίνα-βασίλειο της υπηρεσίας. Επίσης η κουζίνα ήταν μεγάλο ταμπού, καθώς και οι μυρωδιές της, οι οποίες δεν ήταν καθόλου ευγενικό να φτάνουν στις μύτες των επισκεπτών. Ακόμη και σήμερα, η μαμά μου χλωμιάζει όταν βλέπει τα σημερινά μονόχωρα σαλονοκουζινοτραπεζαρίες. Μεγάλη αγωνία έχει με το τι θα γίνει έτσι και τηγανίζεις μπακαλιάρο και σου προκύψει βίζιτα, ας πούμε. Μήνες έσπαγα το κεφάλι μου να κατανοήσω τι στην ευχή χρησιμεύει ο προθάλαμος στην κουζίνα, μέχρι που η μανούλα μου έλυσε το γρίφο. Την ώρα της αφίξεως των καλεσμένων, λέει, όλο το μενού όφειλε να περιμένει έτοιμο και παρατεταγμένο στον πάγκο του προθαλάμου, μέχρι να κάνεις νόημα στην κοπέλα να προχωρήσει στο διά ταύτα του σερβιρίσματος. 7 ολόκληρα τετραγωνικά για το καθώς πρέπει ενός τραπεζώματος. Μάλλον μιλάμε για πιο ευρύχωρα χρόνια.

Αν κρίνω, πάλι, από τον αριθμό των εσωτερικών κουδουνιών, ο παλιός αστός θα πρέπει να ζούσε σε απόλυτη εξάρτηση από το υπηρετικό του προσωπικό. Την οποία, όμως, κοίμιζε μάλλον όρθια στο δωμάτιο υπηρεσίας, αν κρίνω από τα μετά βίας τρία τετραγωνικά του σε σύγκριση με τα επτά – τα αφιερωμένα στις πιατέλες. Και πάλι, η σχέση τής τότε Ζαχαρούλας ψυχοκόρης από το χωριό και της σημερινής Νατάλιας εξ Ουκρανίας μετά της Κυρίας έχει υποστεί βαθιές διαφοροποιήσεις. Τη Νατάλια, ακόμη κι αν συγκατοικεί μαζί σου γιατί κάποιος οφείλει να δουλεύει non-stop για το ανήλικό σου όλο το 24ωρο, δεν θα τολμήσεις ποτέ να τη φωνάξεις μ’ ένα κουδούνι, αλλά μόνο λάιβ και με το ονοματάκι της. Την οποία επίσης αποκλείεται να κοιμήσεις σε δωμάτιο-ντουλάπα, διότι στη σχέση σας εκείνη έχει το πάνω χέρι, καθότι ουρά σφάζονται οι υποψήφιες Κυρίες στην ποδιά της. Στο σπίτι μας, λοιπόν, εκτός από 14 άχρηστες πόρτες, που ορίζουν με ξύλινη αυστηρότητα τις χρήσεις των δωματίων, υπάρχει κι ένα άχρηστο τηλέφωνο. Η ενδοσυνεννόηση με το θυρωρό. Με το μαγικό αυτό τηλέφωνο, η νοικοκυρά έστελνε τον κυρ-Θόδωρα για τσιγάρα, γάλα, εφημερίδες και ασετόν, σε περίπτωση που η κοπέλα βοηθός δεν ημπορούσε, καθότι κολάριζε πουκάμισα, περνούσε από λουλάκι τα ασπρόρουχα ή γυάλιζε με ξύδι τα ασημικά. Στην επάλληλη σχέση τους ο κυρ-Θόδωρας ανακοίνωνε ως Άγγλος μπάτλερ το όνομα του κυρίου Χαραλαμπόπουλου, που «σας ζήτησε και ανεβαίνει στο διαμέρισμά σας». 

Στο μπαλκόνι μας, πάλι, δεν είχαμε παροχή νερού. Το ποτιστήρι, που τώρα θεωρείται τριτεύον αξεσουάρ, ήταν ένα βασικό εξάρτημα της καθημερινότητας, όπως και τα δεκάδες χιλιόμετρα πάνω-κάτω κάθε μέρα προκειμένου να ξεδιψάσεις τα γιασεμιά, κάνοντας τη διαδρομή πάνω σε τσόχινα πατάκια μη λεκιάσει το παρκέ από τα απόνερα. Πότε, αλήθεια, εφευρέθηκε το αυτόματο πότισμα;

Από τη στιγμή, λοιπόν, που εξηγηθήκαμε και το σπίτι μού είπε την πονεμένη ιστορία του, σαν να τα πηγαίνουμε κάπως καλύτερα και σαν να τρακάρουμε λιγότερο στις στρατιές των κουφωμάτων μιας διαρρύθμισης που αγαπά τα πολλά δωμάτια και δωματιόπουλα – φύλακες μιας άγνωστης σε μας, πλέον, ιδιωτικότητας. Σαν να το πήρα απόφαση, ότι παντρεύτηκα ένα γοητευτικότατο, κοτσονάτο εξηντάρη, που γνωρίζει από υποκλίσεις και χειροφιλήματα, αλλά αδυνατεί να παρακολουθήσει τους βιορυθμούς της τρελής στους οποίους ετάχθη το ταλαιπωρημένο κάρμα μου. 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ