Health & Fitness

Θυρεοειδική κακοήθεια: Η σωστή αντιμετώπιση

Ποια είναι τα βήματα της επιτυχίας

32014-72458.jpg
A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Θυρεοειδική κακοήθεια: Η σωστή αντιμετώπιση

Καρκίνος θυρεοειδούς αδένα: Ο Γενικός Χειρουργός Εμμανουήλ Α. Τσίγκος γράφει τη διάγνωση και την επιτυχία της χειρουργικής αντιμετώπισης που οδηγεί στην ίαση

Ο Εμμανουήλ Α. Τσίγκος
Ο καρκίνος του θυρεοειδούς αδένα αποτελεί τη συχνότερη κακοήθεια του ενδοκρινικού συστήματος (95% του συνόλου) και το 1,5 - 3% όλων των κακοήθων νεοπλασιών του ανθρώπινου οργανισμού. Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άνδρες σε αναλογία 3 προς 1, κύρια στις ηλικίες μεταξύ 25 και 65 ετών, με τον ισόβιο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου να είναι 0,8 και 0,3 για το γυναικείο και το αντρικό φύλο αντίστοιχα.

Η νόσος την τελευταία δεκαετία παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση εμφάνισης μιας νεοπλασίας σε σχέση με όλες τις λοιπές κακοήθεις παθήσεις των διαφόρων οργάνων, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες αλλά κυριότερα στη σαφή βελτίωση των μεθόδων ανεύρεσης που οδηγούν σε στοχευμένη διάγνωση. Πρόσφατα δημοσιευμένα επιστημονικά στοιχεία εκτιμούν ότι έως το 2030 η θυρεοειδική κακοήθεια θα αποτελεί την 3η πιο συχνή κακοήθεια στο γυναικείο φύλο.

Η πρόγνωση του θυρεοειδικού καρκίνου είναι εξαιρετική, με τη μέγιστη πλειοψηφία των ασθενών να θεραπεύονται εφόσον ακολουθηθεί ο σωστός αλγόριθμος αντιμετώπισης της παθήσεως.

Η θυρεοειδική κακοήθεια εμφανίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τη μορφή ψυχρού όζου (οι ψυχροί, μη λειτουργικοί, όζοι αποτελούν το 80% του συνόλου των όζων). Παρόλο που οι θυρεοειδικοί όζοι είναι πολύ συχνοί, μόνο το 5 - 7% εξ αυτών είναι κακοήθεις.

Παράγοντες κινδύνου αποτελούν η έκθεση στην ακτινοβολία (αν ο ασθενής έχει υποβληθεί σε θεραπευτική ακτινοθεραπεία σε μικρότερη ηλικία –κύρια στο κεφάλι και τον τράχηλο για την αντιμετώπιση άλλων ογκολογικών παθήσεων– ή η έκθεσή του σε ακτινοβολία μετά από πυρηνικά ατυχήματα), το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς και η ύπαρξη συνδρόμων που σχετίζονται με την εμφάνισή του λόγω διαταραχών σε συγκεκριμένα γονίδια. Τα παιδιά με οζώδη ή πολυοζώδη βρογχοκήλη, οι άντρες κύρια με μονήρεις όζους, οι ενήλικες κάτω των 20 και άνω των 60, οι ασθενείς με μεγάλους όζους, εκείνοι που προσέρχονται με ένα ταχέως αυξανόμενο σε μέγεθος θυρεοειδικό όζο και οι ασθενείς με ατομικό ιστορικό κακοήθειας του μαστού εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.

Για τη διάγνωση διενεργούνται από την ενδοκρινολογική ομάδα:

  • Λήψη λεπτομερούς ιστορικού.
  • Ψηλάφηση του τραχήλου (40% των όζων άνω των 15 mm και 4% του συνόλου των όζων είναι ψηλαφητοί).
  • Αιματολογικός έλεγχος (TSH, καλσιτονίνη, θυρεοσφαιρίνη, αντισώματα κ.α).
  • Υπερηχογράφημα τραχήλου (ύποπτα απεικονιστικά κριτήρια αποτελούν οι μικροαποτιτανώσεις, η αυξημένη εσωτερική αγγείωση ενός όζου, η υποηχογένεια, τα ανώμαλα όρια κ.α).
  • Ελαστογραφία (κατά τη διάρκεια του υπερηχογραφήματος ελέγχεται η σκληρότητα του όζου και επισημαίνονται οι ύποπτοι όζοι με υψηλό ποσοστό αξιοπιστίας).
  • Παρακέντηση διά λεπτής βελόνης (FNA) είτε ενός όζου είτε ενός διογκωμένου τραχηλικού λεμφαδένα (η FNA αποτελεί το σημαντικότερο εργαλείο για τη διάγνωση των κακοήθων παθήσεων και πρέπει να διενεργείται για κάθε όζο μεγαλύτερο του 1 εκατοστού είτε για κάθε όζο ανεξαρτήτως μεγέθους αλλά με ύποπτα απεικονιστικά χαρακτηριστικά ή οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδικής κακοήθειας).

Εφόσον υπάρχει ισχυρή υποψία ή δεδομένη κακοήθεια, η αντιμετώπιση σχεδιάζεται από την ενδοκρινολογική και την εξειδικευμένη χειρουργική ομάδα με μόνο στόχο την ίαση και την ελαχιστοποίηση των πιθανοτήτων υποτροπής ή μεταστάσεων. Αφού τεθεί η ένδειξη από την ενδοκρινολογική ομάδα, η θεραπεία είναι κατ’ εξοχήν χειρουργική για όλους τους τύπους θυρεοειδικής κακοήθειας (εξαιρείται το λέμφωμα) και συνίσταται στην ολική αφαίρεση του αδένα (ολική θυρεοειδεκτομή), καθώς επίσης και σε κάποιες περιπτώσεις στην εξαίρεση των λεμφαδένων του τραχήλου (κεντρικός - ετερόπλευρος ή αμφοτερόπλευρος λειτουργικός ριζικός λεμφαδενικός καθαρισμός) όταν ανευρίσκεται νόσος και σε αυτούς ή υπάρχει σαφής απεικονιστική ή/και κλινικοεργαστηριακή υποψία.

Τι καθορίζει και αποδεικνύει την επιτυχία της χειρουργικής αντιμετώπισης η οποία οδηγεί στην ίαση;

Μετά τη χειρουργική επέμβαση και την ιστολογική επιβεβαίωση της κακοήθειας διενεργείται πάντα ένα σπινθηρογράφημα στο οποίο ανευρίσκεται και καταγράφεται το μετεγχειρητικό λειτουργικό θυρεοειδικό υπόλειμμα (πόσα κύτταρα θυρεοειδικού ιστού παραμένουν ή όχι μετά την επέμβαση) που επιβεβαιώνει ή όχι τη ριζικότητα της χειρουργικής εξαίρεσης, το πόσο επαρκώς δηλαδή έχει γίνει η χειρουργική επέμβαση (ολική θυρεοειδεκτομή +/- λεμφαδενικός καθαρισμός του τραχήλου). Το σπινθηρογράφημα έχει ως αποτέλεσμα ένα αριθμητικό ποσοστό. Μια επέμβαση θεωρείται εξαιρετική (ογκολογικά ριζική και επαρκής) όταν το υπόλειμμα είναι κάτω του 3% και άριστη όταν είναι κάτω του 1%. Η ομάδα μας παρουσιάζει μέσο μετεγχειρητικό λειτουργικό υπόλειμμα 0,5043% που θεωρείται το πλέον χαμηλό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τα αποτελέσματά μας καταγράφονται λεπτομερώς στον ιστοτοπό μας (www.thyroid-surgery.gr), ο οποίος είναι στοχευμένος αποκλειστικά στις χειρουργικές παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα.

Μετά την επέμβαση, όταν υπάρχει η ένδειξη βάσει των ιστολογικών χαρακτηριστικών της βλάβης, οι θεράποντες ενδοκρινολόγοι συνεργάζονται με την ομάδα της πυρηνικής ιατρικής και ακολουθεί στις περισσότερες περιπτώσεις –αναλόγως του τύπου του θυρεοειδικού καρκίνου– η χορήγηση θεραπευτικής δόσης ραδιενεργού ιωδίου, με σκοπό την καταστροφή πιθανής ύπαρξης υπολειμματικών κακοήθων κυττάρων ή/και τραχηλικών λεμφαδενικών μικρομεταστάσεων, που λόγω του ότι είναι κύτταρα και όχι μάζα ή κακοήθης ιστός δεν φαίνονται στις προεγχειρητικές απεικονιστικές εξετάσεις ή διεγχειρητικά, ακόμα και αν χειρουργούσαμε με μικροσκόπιο. Η θεραπευτική προσέγγιση ολοκληρώνεται με τη χορήγηση της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής. Η εξωσωματική ακτινοβολία και η χημειοθεραπεία δεν έχουν καμία ένδειξη στην αντιμετώπιση του διαφοροποιημένου θυρεοειδικού καρκίνου και δεν χρησιμοποιούνται πρακτικά ποτέ, παρά μόνο σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις.

Ο ασθενής μετά από την επέμβαση και την οποιαδήποτε συμπληρωματική θεραπεία στην οποία υποβληθεί, τίθεται σε τακτική παρακολούθηση από τη θεράπουσα ενδοκρινολογική ομάδα για την έγκαιρη διαπίστωση πιθανής υποτροπής.

Εφόσον ακολουθηθεί το σωστό θεραπευτικό πρωτόκολλο και η επέμβαση διενεργηθεί από εξειδικευμένο χειρουργό στην ογκολογική χειρουργική των ενδοκρινών αδένων, η πρόγνωση στη μέγιστη πλειοψηφία των ασθενών είναι άριστη και το αποτέλεσμα η ίαση.


Ο Εμμανουήλ Α. Τσίγκος είναι Γενικός Χειρουργός, Εξειδικευθείς στην ογκολογική χειρουργική των ενδοκρινών αδένων, Διευθυντής του Τμήματος Χειρουργικής Ενδοκρινών Αδένων και του Κέντρου Χειρουργικής Θυρεοειδούς στο Ιατρικό Π.Φαλήρου

Ιατρείο: Καρνεάδου 45, Κολωνάκι, Τηλ: 2130067602

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ