Health & Fitness

Η κυρίαρχη θέση του ιατρικού επαγγέλματος στη φροντίδα της υγείας

Πρέπει να αποδεικνύεις συνέχεια ποιος είσαι και τι μπορείς να κάνεις πλέον

Θανάσης Δρίτσας
Θανάσης Δρίτσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Εικονογράφηση γιατρών με μάσκα προστασίας - κορωνοϊός

Η πανδημία της νόσου Covid-19 έγινε αφορμή σκέψης, προτεραιοτήτων και φώτισε μέσα από μια άλλη ματιά την αξία των γιατρών.

Η μεγάλη κρίση της πανδημίας του κορωνοϊού φαίνεται ότι τόνωσε σημαντικά την αξία του ιατρικού επαγγέλματος, ιδιαίτερα μάλιστα έδωσε γερή (προς τα πάνω) ώθηση σε ειδικότητες και κλινική εμπειρία που σχετίζεται με την επείγουσα και την εντατική φροντίδα ασθενών. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο των δημοσίων συστημάτων υγείας το ιατρικό επάγγελμα εξακολουθεί να παραμένει η κυρίαρχη ομάδα. Όμως ήδη από την δεκαετία του ‘80 είχε αρχίσει να διαφαίνεται μια τάση ελάττωσης του βαθμού στον οποίο το ιατρικό επάγγελμα ασκεί πλήρη-κυριαρχικό έλεγχο πάνω σε όλα τα συναφή παρα-επαγγέλματα του κόσμου της υγείας. Σύμφωνα με τις απόψεις του Freidson (1986) η αμφισβήτηση της ισχύος του ιατρικού επαγγέλματος παίρνει (1) τη μορφή του επιχειρήματος της απο-επαγγελματοποίησης (de-professionalization) και (2) τη μορφή του επιχειρήματος  της προλεταριοποίησης (proletarianization). Και οι δύο αυτές προσεγγίσεις ισχυρίζονται ότι οι γιατροί υπόκεινται όλο και συχνότερα σε μορφές διακανονισμού και χάνουν τον έλεγχο του περιεχομένου της εργασίας τους. Προοδευτικά γινόμαστε μάρτυρες της κατάργησης της επαγγελματικής αυτονομίας και κατά συνέπεια και της επαγγελματικής κυριαρχίας. Το επιχείρημα της προλεταριοποίησης θεωρεί δεδομένο ότι η ιατρική, όπως και όλα τα άλλα επαγγέλματα, ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στην καπιταλιστική αντίληψη με αναπόφευκτη συνέπεια να απογυμνώνεται από τον έλεγχο που ασκεί στα μέσα παραγωγής. Επιπλέον καθώς υπόκεινται σε διαχειριστικό έλεγχο, το ιατρικό επάγγελμα και τα συναφή επαγγέλματα υγείας αποξενώνονται όλο και περισσότερο από την εργασία τους. Το επιχείρημα της προλεταριοποίησης συνδέεται επίσης και σαφώς με την σημαντική αύξηση της πυκνότητας του αριθμού των γιατρών σε αναλογία με τον πληθυσμό. Ιδιαίτερα στη χώρα μας μετά την δεκαετία του 80 υπήρξε εκρηκτική αύξηση του αριθμού των ειδικευμένων γιατρών ανά 1.000 κατοίκους. Μάλιστα φαίνεται ότι μέχρι και την περίοδο της πρόσφατης μεγάλης οικονομικής κρίσης (δεδομένα 2016) η Ελλάδα είχε καταταγεί μεταξύ των κορυφαίων χωρών, παγκοσμίως, όσον αφορά τον ιατρικό πληθωρισμό σε αναλογία με τον συνολικό πληθυσμό. Μπορούν να εντοπιστούν όμως κάποια σημαντικά ζητήματα τα οποία υποδεικνύουν μια γενικότερη τάση μεταβολής της φύσης  άσκησης της ιατρικής.

Πρώτον, τις τελευταίες δεκαετίες η κλινική γνώση κωδικοποιείται ψηφιακά πολύ συστηματικά. Για παράδειγμα η εξέλιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών και η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence) συνεισφέρει σημαντικά στο κομμάτι της διαγνωστικής ιατρικής. Συνεπώς οι αποφάσεις που αφορούν την διάγνωση-πρόγνωση των ασθενειών βασίζονται σε αντικειμενική διαχείριση δεδομένων σε σχέση με τις περισσότερο υποκειμενικές παλαιότερες κλινικές κρίσεις.

Δεύτερον, στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομικής ιδεολογίας το ενδιαφέρον για την αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού έχει δώσει προτεραιότητα σε οικονομικούς όρους που σχετίζονται με τις δαπάνες για την υγεία. Όλοι οι επαγγελματίες σήμερα πρέπει να είναι ενήμεροι για το οικονομικό κόστος των πράξεων που σχετίζονται με το επάγγελμα τους και οι αποφάσεις τους επηρεάζονται από οικονομικούς δείκτες. Για παράδειγμα ενδεικτικοί προϋπολογισμοί που αφορούν φαρμακευτικές δαπάνες περιορίζουν πχ την δυνατότητα συνταγογράφησης φαρμάκων της επιλογής του γιατρού. Επίσης η εισαγωγή συμβολαίων για μεγάλο όγκο ιατρικών υπηρεσιών υποδηλώνει ότι οι σχέσεις μεταξύ του επαγγελματία και της αγοράς καθορίζονται πλέον και από τρίτα μέρη. Επιπλέον οι ανάγκες των ασθενών-καταναλωτών βασίζονται σε αποτελέσματα σταθμισμένων αναγκών που διεξάγονται από τον αγοραστή και όχι αυστηρά από τις απαιτήσεις των γιατρών.

Ένα τρίτο σημαντικό ζήτημα που συμβάλλει στην ύφεση της κυριαρχίας του ιατρικού επαγγέλματος είναι η ενίσχυση του κύρους και η αύξηση παραγωγής επαγγελματιών μη-γιατρών οι οποίοι  ασκούν (παραϊατρικά) αντικείμενα σχετιζόμενα με την υγεία (βλ. Ειδικευμένοι Νοσηλευτές, Τεχνολόγοι Βιοϊατρικής Τεχνολογίας, Εξειδικευμένοι κατά ειδικότητα Φυσικοθεραπευτές, Οικονομολόγοι υγείας κλπ). Έτσι η αυξημένη πολυπλοκότητα και ο καταμερισμός εργασίας οδηγεί σε μεγαλύτερη εξάρτηση των γιατρών από άλλες επαγγελματικές ομάδες του χώρου της υγείας. Είναι αξιοσημείωτο ότι από το 1992 (σε κράτη εκτός Ελλάδος) έχει δοθεί η δυνατότητα συνταγογράφησης ορισμένων φαρμάκων και υλικών σε κοινοτικούς νοσηλευτές.

Επίσης, τέταρτον, η εποχή που ζούμε (ιδιαίτερα μετά την ανάπτυξη του διαδικτύου) περιορίζει το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ ειδικών και μη ειδικών όσον αφορά την διάθεση της γνώσης, με όλα τα αρνητικά και τους κινδύνους της αφιλτράριστης πληροφορίας που αυτό περιέχει. Το γενικό κοινό, οι ασθενείς, οι αποκαλούμενοι (απρόσωπα πλέον) καταναλωτές υγείας έχουν τάσεις αμφισβήτησης της ιατρικής αυθεντίας και μπορούν να διατυπώνουν πλέον αυτόνομο λόγο για τα ζητήματα υγείας που τους αφορούν. Επίσης όλο και περισσότεροι άνθρωποι εκφράζουν ανοιχτά  την οποία δυσαρέσκεια τους που αφορά την ιατρική φροντίδα. Στο σημείο αυτό έχει βέβαια συνεισφέρει (όσον αφορά τις διώξεις και τα θέματα αστικής ευθύνης γιατρών) ο ταχύτατα αναπτυσσόμενος (λίαν κερδοφόρος) ιατρονομικός κλάδος.

Αξιοσημείωτο επίσης παραμένει το φαινόμενο του αυξημένου αριθμού ανθρώπων, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι οποίοι συχνά καταφεύγουν σε ανορθόδοξες και μη-συμβατικές εναλλακτικές θεραπείες αμφιβόλου κύρους και αποτελεσματικότητας.

Η πανδημία της νόσου Covid-19 έγινε αφορμή σκέψης, προτεραιοτήτων και φώτισε μέσα από μια άλλη ματιά την αξία των γιατρών όχι μόνον ως πολύτιμων επαγγελματιών αλλά και ως δημοσίων λειτουργών του Ιπποκράτη που χρήζουν σεβασμού. Το μέλλον του ιατρικού επαγγέλματος θα καθοριστεί βέβαια μέσα από όλο και μεγαλύτερες προκλήσεις που επιβάλλει η νέα ψηφιακή εποχή. Αναγκαία πλέον προσόντα των μελλοντικών γιατρών θα πρέπει να γίνουν: (1) η εκπαίδευση στη σύγχρονη ψηφιακή  τεχνολογία κατά προτεραιότητα, (2) η παράλληλη εκπαίδευση (πέραν του κλινικού επιπέδου) στην μοριακή βιολογία ή κάποια  βασική επιστήμη και (3) μια επιπλέον επαρκή κατάρτιση στις οικονομικές επιστήμες. Ο μελλοντικός γιατρός (Doctor of Medicine) για να είναι επαρκής θα πρέπει, πέραν του πτυχίου της ιατρικής (MD), να έχει διδακτορικό ή ανάλογη μεταπτυχιακή σοβαρή εμπειρία στη μοριακή βιολογία και ίσως κάποιο επιπρόσθετο μεταπτυχιακό δίπλωμα σε οικονομική επιστήμη ή διοίκηση (π.χ. MBA). Πολλά προηγμένα πανεπιστήμια των ΗΠΑ και της Ευρώπης προτείνουν ακόμη και την ένταξη μαθημάτων Φιλοσοφίας και μορφών Τέχνης στα μελλοντικά προγράμματα εκπαίδευσης των Ιατρικών Σχολών. Βαδίζουμε πιστεύω ολοταχώς προς την πολυδύναμη εποχή των ουσιαστικών προσόντων και αφήνουμε πίσω (ολοταχώς) την εποχή των τυπικών προσόντων, των χαρτιών και της επιβλητικής κορνίζας του επαγγελματικού τίτλου. Τέλος εποχής για κάθε μορφή επιβαλλόμενης Αυθεντίας. Πρέπει να αποδεικνύεις συνέχεια ποιος είσαι και τι μπορείς να κάνεις πλέον. Τέλος εποχής των εύκολων δρόμων. Έτσι τουλάχιστον ελπίζω να γίνει.

Πηγές: (1) Sarah Nettleton, Κοινωνιολογία της υγείας και της ασθένειας, μετάφραση Ανθή Βακάκη, εκδόσεις Τυπωθείτω-Γιώργος Δαρδανός, (2) Πλεόνασμα 20.000 Ελλήνων Γιατρών, άρθρο της Π. Μπουλούντζα, Εφημερίδα Καθημερινή, 24 Ιουλίου 2016.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ