Health & Fitness

Γιάννης Κυριόπουλος: Όχι σύγκρουση με την Εκκλησία, απλώς να πούμε την αλήθεια

«Η άρνηση εκφοράς της αλήθειας εγείρει ζητήματα επιστημονικής ακεραιότητας ή πολιτικού καιροσκοπισμού»

63834-643587.jpg
Βασίλης Βενιζέλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
O καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Γιάννης Κυριόπουλος μιλά στην ATHENS VOICE για τον κορωνοϊό
O καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Γιάννης Κυριόπουλος ©ΒΑΙΟΣ ΧΑΣΙΑΛΗΣ

Ο κορυφαίος Έλληνας καθηγητής Οικονομικών της Υγείας μιλά στην ATHENS VOICE για τον κορονοϊό και για τη στάση της Εκκλησίας.

Να πούμε απλά και καθαρά την αλήθεια, χωρίς να χρειάζεται να έρθουμε σε σύγκρουση με την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετικά με τον εκκλησιασμό, εν μέσω της επιδημίας του νέου κοροναϊού SARS–COV 2 στη χώρα μας. Αυτό τονίζει σήμερα στην ATHENS VOICE ο κορυφαίος Έλληνας καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας, Γιάννης Κυριόπουλος, και μας εξηγεί με ποιον τρόπο το ελληνικό δημόσιο σύστημα Υγείας δοκιμάζεται σκληρά από τη σοβούσα υγειονομική κρίση.

Κύριε καθηγητά, κατά τη γνώμη σας, θα έπρεπε η Επιτροπή των παθολόγων λοιμώξεων για την αντιμετώπιση του νέου κοροναϊού στη χώρα μας να προχωρήσει σε ευθεία σύγκρουση με την Εκκλησία, σχετικά με τους κινδύνους από τη Θεία Μετάληψη και, γενικότερα, τον εκκλησιασμό;
Δεν χρειάζεται σύγκρουση. Η Επιτροπή και τα σχετικά όργανα άσκησης δημόσιων πολιτικών στην υγεία (Υπουργείο Υγείας, ΕΟΔΥ) οφείλουν να είναι σαφείς. Χωρίς να συγχέουν και να εμπλέκουν την «αλήθεια» εξ αποκαλύψεως της μεταφυσικής με την «αλήθεια» του λογικού θετικισμού της επιστήμης. Πρόκειται για δύο ασύμβατους κόσμους. Επίσης σε αυτή την κατεύθυνση οφείλει τα δέοντα η ιεραρχία της εκκλησίας της χώρας.

Υπό το πρίσμα αυτό, η πυκνή συγκέντρωση ατόμων, ιδιαίτερα σε κλειστούς χώρους, επιδρά σε μεγάλο βαθμό και διευκολύνει την μετάδοση του Covid-19. Η επισήμανση αυτή αναφέρεται σε όλους τους τύπους συνάθροισης συμπεριλαμβανομένου και του εκκλησιασμού. Επίσης, σε κάποιο βαθμό η «μετάληψη των αχράντων μυστηρίων» από κοινής χρήσης σκεύη περικλείει τον κίνδυνο μετάδοσης του Covid-19, δεδομένου ότι έχει τεκμηριωθεί η ύπαρξη ιικού φορτίου στον σίελο. Με την έννοια αυτή, η άσκηση των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων προκαλεί αρνητικές εξωτερικότητες με βλαπτική επίδραση στην υγεία και την οικονομία εξαιτίας της διάχυσης της επιδημίας.

Συνεπώς, αμφότερα τα θέματα έχουν απαντήσεις που έχουν δοθεί και έχουν τεκμηριωθεί επιστημονικά. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις έχουν την αξία τους και δικαιούνται τον πλήρη και χωρίς όρους σεβασμό όλων. Αλλά στην περίπτωση αυτή ισχύει το: «Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ» (κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο κβ':21).

Η αναφορά αυτή έχει γίνει σεβαστή και εφαρμόζεται ήδη στην περίπτωση του Covid-19 από τις αδελφές χριστιανικές εκκλησίες καθώς και από άλλα θρησκευτικά δόγματα. Σε κάθε περίπτωση, η αποσιώπηση και η άρνηση εκφοράς της αλήθειας εγείρει επιπροσθέτως ζητήματα επιστημονικής ακεραιότητας ή πολιτικού καιροσκοπισμού.

Η παρέμβαση του εισαγγελέα για τους ασθενείς με νέο κοροναϊό, οι οποίοι, ενώ εντέλλονται να βρίσκονται σε απομόνωση στο σπίτι τους, παραβιάζουν την «καραντίνα», είναι δικαιολογημένη ηθικώς και δεοντολογικώς, αλλά και από την άποψη των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών;
Το ερώτημα αυτό περικλείει ένα κρίσιμο δίλημμα: την επιλογή ανάμεσα στο δημόσιο συμφέρον που εκφράζεται σε όρους υγείας του πληθυσμού και τις ατομικές προτιμήσεις των πολιτών. Στο θέμα αυτό έχουν δοθεί απαντήσεις από μακρού από την πλευρά της δημόσιας υγείας. Ανάμεσα στα «εργαλεία» παρέμβασης υπάρχει μια δέσμη περιοριστικών και ενίοτε κατασταλτικών μέτρων με τον πλέον «αρχαϊκό» και γνωστό αλλά και ιδιαίτερα αποτελεσματικό, την «καραντίνα». Το αντιστάθμισμα αυτής είναι το όφελος σε αποφυγή νοσήσεων και πρόωρων θανάτων, δηλαδή το δημόσιο συμφέρον ή με άλλα λόγια το ευρύτερο συνολικό κοινωνικό και υγειονομικό όφελος.

Ως εκ τούτου δεν υφίσταται πρόβλημα βιοηθικής και δεοντολογίας ή υποβάθμισης των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών λόγω των πρόσκαιρων και τεκμηριωμένων από τις επιστημονικές ενδείξεις περιοριστικών μέτρων.

Προφανώς η λήψη αυτών των μέτρων είναι επιτρεπτή και δικαιολογημένη και από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα η αξία των οποίων προαπαιτεί την συναίνεση, την αποδοχή και τη συμμόρφωση του κοινού. Αυτό είναι ένα θέμα πολιτικής και κουλτούρας.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή η κατεύθυνση δεν γίνεται κατανοητή για διάφορους λόγους και διακυβεύεται η προστασία της υγείας του πληθυσμού η λήψη κατασταλτικών μέτρων είναι θεμιτή, ανεκτή και ενδεχομένως επιβεβλημένη.

Η θέση αυτή έχει την δέουσα νομιμοποίηση από την πρακτική της εφαρμογή μέσα στο χρόνο αλλά και από την δικαιακή επικύρωσή της σε διαφορετικές κοινωνίες και πολιτισμούς.

Πολλοί λένε ότι η σοβούσα υγειονομική κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει τη μεγάλη ευκαιρία για το ελληνικό δημόσιο σύστημα υγείας, προκειμένου αυτό να επιλύσει χρηματοδοτικές και άλλες παθογένειες πολλών ετών. Είναι έτσι;
Η «οιονεί πανδημική μορφή» του Covid-19 συνιστά μια μεγάλη δοκιμασία για την αντοχή των συστημάτων υγείας αλλά και της ισορροπίας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και την συνοχή των κοινωνιών.

Παρά το γεγονός ότι ο υγειονομικός τομέας στη χώρα μας έχει μείζονα προβλήματα και στρεβλώσεις και ως εκ τούτου δεν συγκεντρώνει την επιδοκιμασία της κοινής γνώμης για τα επιτεύγματά του, εντούτοις σε έκτακτες περιπτώσεις όπως έδειξε παλαιότερα η αντιμετώπιση της επιδημίας HIV/AIDS αλλά και αυτή της γρίπης Η1Ν1 υπήρξε καλή ανταπόκριση. Δηλαδή η χαμηλή επίδοση σε συνθήκες «ρουτίνας» μετατρέπεται σε ικανοποιητικη απόδοση σε όρους «συναγερμού».

Όμως, το σύστημα υγείας στη χώρα μας υπό το βάρος των χρόνιων στρεβλώσεων και των πληγμάτων της οικονομικής κρίσης αλλά και της παρατεταμένης υποχρηματοδότησης αντιμετωπίζει οξέα προβλήματα βιωσιμότητας. Τα οποία δεν πρόκειται να επιλυθούν εντός των ορίων της παρούσας υγειονομική κρίσης. Αντίθετα μπορεί να επιδεινωθούν.

Εξάλλου, η παρούσα πολιτική ατζέντα δεν επιτρέπει την ιεράρχηση της υγείας σε υψηλή προτεραιότητα, πράγμα που επιτείνεται και από το αίσθημα μεταρρυθμιστικής κόπωσης που επικρατεί γενικότερα.

Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση των παθογενειών του υγειονομικού τομέα είναι συνάρτηση του βαθμού έντασης των αναγκαίων διαρθρωτικών αλλαγών- που προφανώς δεν είναι του παρόντος πολιτικού χρόνου.

Τελικά είναι απλή τύχη ή έχουν εργαστεί με απόλυτα ικανοποιητικό τρόπο οι αρμόδιοι και, έτσι, δεν φαίνεται ότι η εξάπλωση του νέου κοροναϊού στη χώρα μας θα λάβει τη δραματική μορφή της Ιταλίας;
Έχει γίνει καλή δουλειά αλλά και η τύχη βοηθά σε αυτές τις περιπτώσεις. Ούτως ή άλλως είναι πρόωρη οποιαδήποτε εκτίμηση. Η δοκιμασία και η πίεση είναι ακόμη μπροστά. Η θετική ανταπόκριση των υπηρεσιών υγείας σε αυτή την πρόκληση είναι ευκταία και ενδεχομένως εφικτή. Με την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας σε ειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και την αναγκαία τεχνολογία αντιμετώπισης έκτακτων και επειγουσών περιπτώσεων.

Αλλά και η ακολουθούμενη πολιτική υγείας χρειάζεται εμπλουτισμό και βελτίωση με την ενίσχυση των μηχανισμών δημόσιας υγείας και στην συγκεκριμένη περίπτωση με την βέλτιστη επιδημιολογική τεκμηρίωση,την εμφανή υποστήριξη των κανόνων βιοηθικής και δεοντολογίας και την σαφέστερη διευκρίνιση των οικονομικών διαστάσεων στον υγειονομικό τομέα και την οικονομική ζωή γενικότερα.

Η έκβαση θα κριθεί -πλην των προαναφερομένων- από την «συμπεριφορά» του ιού αναφορικά με τις πιθανές μεταλλάξεις του, την ανταπόκριση ενός μείγματος αντι-ιικών φαρμάκων στην καταπόλεμησή του και ακόμη η δυνατότητα έγκαιρης παρασκευής εμβολίου.

Κύριε καθηγητά, αποδεικνύεται πλέον ότι η Ελλάδα διαθέτει εντός των συνόρων της κορυφαίους παθολόγους λοιμώξεων, αλλά και ικανότατους εργαστηριακούς γιατρούς, όπως και επαρκέστατα διοικητικά στελέχη στο δημόσιο σύστημα υγείας ή απλώς δεν έχει κορυφωθεί ακόμη η παρούσα υγειονομική κρίση, η οποία θα μας φέρει ενώπιον μίας αντίθετης κατάστασης και εικόνας για το σύστημα;
Η αντιμετώπιση της «οιονεί πανδημίας» Covid-19 δεν αποτελεί αντικείμενο μονοτεχνικής προσέγγισης από μια ιατρική θεραπευτική ειδικότητα. Αποτελεί πρωτίστως κορυφαίο ζήτημα δημόσιας υγείας και πολιτικής υγείας.

Υπό την έννοια αυτή, η διεπιστημονική προσέγγιση επιβάλλει πρωτίστως την συμμετοχή της επιδημιολογίας, της μικροβιολογίας-ιολογίας, της παθολογίας των λοιμώξεων, της βιοηθικής, της οικονομίας και της πολιτικής υγείας στην «παραγωγή» των πολιτικών αντιμετώπισης του Covid-19 με ευρεία και διατομεακή συνεργασία.

Στην κατεύθυνση αυτή υπάρχουν σπουδαία δείγματα γραφής από τα επιστημονικά στελέχη της Επιτροπής καθώς και από διακεκριμένους επιστήμονες εκτός αυτής όπως ο Ηλίας Μόσιαλος που έχει συμβάλλει στην ανάδειξη θεμάτων που σχετίζονται με την επιστημονική πληροφόρηση και τη στρατηγική αντιμετώπισης του Covid-19. Αλλά και άλλοι, όπως ο Σωτήρης Τσιόδρας στην διαχείριση του συνολικού προβλήματος, ο Θανάσης Τσακρής σε ζητήματα που σχετίζονται με την ιολογία και ο Άγγελος Χατζάκης στην οριοθέτηση του επιδημιολογικού πεδίου, έχουν συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην κατανόηση και αντιμετώπιση αυτης της πρόκλησης.

Όμως πρέπει να σημειωθεί ότι αυτές και άλλες σπουδαίες παρεμβάσεις υπεισέρχονται μερικώς στους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων και ελέγχου και διαχείρισης του κινδύνου από τον Covid-19.

Ως εκ τούτου, το υγειονομικό σύστημα στερείται, σε άλλοτε άλλο βαθμό, από τη δυνατότητα να έχει άμεσες, πλήρεις και τεκμηριωμένες απαντήσεις με προοπτική και χρειάζεται να είναι περισσότερο ανοικτό σε πληροφορίες και πρακτικές που παράγονται από την επιστημονική κοινότητα και τους διεθνείς οργανισμούς.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ