Life

Η φωτιά

Υπό το φως του Κολτέζ

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
81341-164208.jpg

Κοιτάξτε γύρω σας, δεν θα βρείτε τίποτα, ψάξτε τις γωνιές, σκάψτε το χώμα, κάντε ανασκαφές στα κεφάλια των ανθρώπων. Δεν έχει απομείνει τίποτα, ούτε ίχνος ονείρου, πουθενά. Μόνο μια σοφία επικρατεί, απ΄ άκρου εις άκρον... Bernard-Marie Koltez, Δυτική Αποβάθρα.


Καιρός να αρχίσεις να συνηθίζεις αυτή τη μυρωδιά, έχει ποτίσει τον αέρα, ο ουρανός από ροδοκόκκινος έγινε σταχτί γκρίζος κι η ατμόσφαιρα θολώνει από τα αποκαΐδια. Έχεις και τα παιδιά, σε ένα σημείο του δρόμου κουρνιασμένα, ακουμπισμένα το ένα στο άλλο, το αγόρι έχει μαύρα μεγάλα μάτια, το κορίτσι σταχτοκόκκινα μαλλιά. Ισοπεδωμένα κτίρια κακοφορμισμένα στο ίδιο τους το κουφάρι, οι δρόμοι έχουν αχρηστευθεί, δεν μπορείτε να μείνετε εδώ, δεν υπάρχει ηλεκτρικό ούτε νερό, μόνο βουνά από στάχτες και χαλάσματα, να φύγετε, όπως έκαναν όλοι, και δεν θα ξεχάσετε, το υπόσχεσαι, θα λέτε ιστορίες για τη μεγάλη φωτιά, για τους έρημους δρόμους, για το μπετό που έχει πυρώσει και για τη μυρωδιά που τρύπωσε. Έχουν περάσει ώρες, μέρες, δεν θυμάσαι αν ξημερώνει ή αν πάει να νυχτώσει, ούτε σε νοιάζει για αυτούς που φύγαν πρώτοι να γλιτώσουν κι ούτε ξέρεις αν γλίτωσαν. Κι έπειτα οι άλλοι, οι πολλοί, ο ένας πάνω στον άλλο, έτρεχαν χωρίς σχέδιο, κι οι φλόγες έρχονταν από παντού, μπορούσες να δεις τα πρόσωπά τους να μορφάζουν, η φωτιά είχε παγώσει το χρόνο και κυλούσε αργά, τα δευτερόλεπτα κυλούσαν σαν λεπτά και τα λεπτά σαν ώρες, κι οι κινήσεις μια σταλιά πιο αργές, μια μάζα ανθρώπων έτρεχαν να σωθούν.

Ξεκίνησε ξημέρωμα, τρεις μέρες σκοτεινές, τρεις φλογισμένες νύχτες, ξεκίνησαν να σιγοκαίνε τα θεμέλια, πήρε η άσφαλτος και τα πλακόστρωτα, τα πεζοδρόμια, φούντωσαν τα δέντρα, άρχισαν να παίρνουν οι ορόφοι, ο κόσμος είχε γίνει νευρικός από την αϋπνία, από την έλλειψη οξυγόνου, πάει καιρός που ήσασταν στον πάτο και κανείς δεν μιλούσε, στην από κει πλευρά πάνω στο λόφο με τα αχνισμένα τζάκια βγαίναν πύρινοι λόγοι, στην από δω πλευρά, λαγούμια, αρουραίοι και χαμόσπιτα. Στην αρχή νομίζαν πως είναι πυροτέχνημα, βγήκαν στους δρόμους για τη μεγάλη γιορτή, ήρθαν κι επίσημοι, φόρεσαν τα καλά τους να γιορτάσουν κι όλοι χαρήκαν με το κατόρθωμά τους, μετά κατάλαβαν, τα πρόσωπα βουβάθηκαν, οι φλόγες φούντωσαν κι άρχισαν να τρέχουν, όλοι μαζί και ο καθένας μόνος, τρεις μέρες και τρεις νύχτες.

Το φως λιγοστεύει και ο αέρας βράζει, με το παραμικρό φύσημα στάχτες σηκώνονται σαν σμήνη πουλιών πάνω από την πόλη, ο άνεμος δυναμώνει.. Κοιτάς το δέντρο, ό,τι απέμεινε, ξερό σε άνυδρο τόπο μα με το σχήμα του ακέραιο μέχρι το τελευταίο κλαδί. Μια γριά πλησιάζει ντυμένη στα μαύρα και με το σώμα διπλωμένο, κουβαλάει έναν κουβά νερό, τα πόδια της λυγίζουν από το βάρος, κατευθύνεται προς το δέντρο, μην τρομάζεις λέει, και της πέφτουν τα δόντια, ρίχνει το νερό. Δεν τρομάζω, λες. Παίρνει τον άδειο κουβά και φεύγει, τίποτα δεν σαλεύει. Άλλοτε εδώ ήταν πόλη, στις πλατείες πετούσαν περιστέρια, ο ουρανός άδειασε, τα σταχτοπούλια κουρνιάζουν με τα άλλα ζώα, γάτες, σκύλοι, ποντικοί, όλα μαζί λιάζονται στα αποκαΐδια, αλλοτινοί εχθροί τώρα έχουν μονιάσει.

Η γριά πάει ξανά κατά το δέντρο, κουβαλάει νερό, μην τρομάζεις, λέει πάλι και δείχνει πέρα, κατά κει να πας. Έχω και τα παιδιά, λες. Σου δείχνει από την άλλη, με το που τελειώνουν τα χαλάσματα, κάπου σκοτεινά, κάποιος σκαρφαλώνει, χάνεται κι επιστρέφει, ο ουρανός σκοτεινιάζει και δεν μπορείς να δεις το πρόσωπό του, αντί για πρόσωπο έχει κάτι χωρίς μορφή και σχήμα, το τραβάει με τα χέρια πότε από τη μία, πότε από την άλλη, σαν να το πλάθει. Το αγόρι κοιτάζει κι αυτό, το κορίτσι έχει αποκοιμηθεί, τα παιδιά βαστάνε το ένα το άλλο. Όχι από εκεί, λοιπόν, πρέπει να φύγετε, ή να μείνετε, αλλά με σχέδιο. Η γριά πάει κι έρχεται στο δέντρο, ρίχνει νερό και φεύγει, κι ούτε ξέρεις αν έχει χάσει το μυαλό της ή αν κάτι θα γεννηθεί ξανά, έχουν περάσει μέρες κι ακόμα καίνε οι δρόμοι και τα συντρίμμια βράζουν. Θυμίζει καταμεσήμερο καυτού καλοκαιριού, αν κλείσεις τα μάτια κι απομακρύνεις για λίγο τη μαυρίλα θα είναι σαν να έχετε φτάσει κάπου ζεστά, είναι οι ακτίνες του ήλιου που σας καίνε, σε λίγο θα μπεις στο νερό να δροσιστείς, το κορίτσι με τα σταχτοκόκκινα μαλλιά χαμογελάει με κλειστά μάτια, ονειρεύεται κι αυτό μια θάλασσα, τα παιδιά θα παίζουν στην άμμο και θα τσαλαβουτάνε στα ρηχά. Ο ήλιος είναι πολύ δυνατός, καίει το δέρμα, η μυρωδιά θα κάνει καιρό να φύγει.

Τα παιδιά σηκώνονται, το αγόρι παίρνει το κορίτσι από το χέρι, περπατάνε προς στην κατεύθυνση του δέντρου, η γριά πάει κι έρχεται, τα περιστέρια σαν μύγες κλεισμένες σε σπιρτόκουτα, πας και τα ελευθερώνεις.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ