Life

Οι νεράιδες της θάλασσας και του βουνού

...τολμάω να πω 

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
75286-151914.jpg

Είναι απόγευμα κι όπως περπατάω στο μονοπάτι του δάσους τα μαλλιά μου πιάνονται στα κλαδιά ενός δέντρου. Προσπαθώ να τα ξεμπλέξω όμως αυτά μπλέκονται πιο πολύ, τα κλαδιά τυλίγονται γύρω μου και με ακινητοποιούν, χωρίς να με σφίγγουν, μόνο με αναγκάζουν να διακόψω την πορεία μου και να σταθώ. Τα κλαδιά μοιάζουν να έχουν ζωντανέψει και με τυλίγουν ολόκληρη, σαν να έχουν μια ζωή και μια ικανότητα κίνησης που δεν είχα ποτέ ως τώρα παρατηρήσει, όπως μερικές φορές συμβαίνει κάτι να είναι μπροστά στα μάτια μας αλλά να μην μπορούμε να το δούμε γιατί η προσοχή και το ενδιαφέρον μας είναι αλλού στραμμένα και μόνο εκ των υστέρων μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι, πράγματι, όλα ήταν εκεί από την αρχή στη διάθεσή μας. Όλο και περισσότερο μπλέκομαι στα κλαδιά του δέντρου, χωρίς να είναι δυνατό να πραγματοποιήσω οποιαδήποτε κίνηση θα μου επέτρεπε όχι μόνο να συνεχίσω τον περίπατό μου αλλά να μετακινηθώ ένα μόνο βήμα ίσα για να αλλάξω λίγο θέση ή να κάνω μια μικρή επιτόπια περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου ή να πιάσω με το χέρι μου το κεφάλι μου ή οποιοδήποτε άλλο μέρος του σώματός μου. Το σημείο που τα κλαδιά του δέντρου με σταματούν είναι ιδανικό για να σταθείς και να δεις τη θάλασσα από ψηλά κι αν είχα συνεχίσει με το κεφάλι σκυμμένο δεν θα είχα προσέξει τίποτα από όσα τώρα είμαι αναγκασμένη να κοιτάζω από αδυναμία να προχωρήσω σε ένα επόμενο βήμα.

Η θέα του ορίζοντα που απλώνει είναι πραγματικά ξεχωριστή, ικανή από μόνη της να σε ακινητοποιήσει, κι έτσι το παράδοξο αυτό συμβάν δεν μου προξενεί κανενός είδους ανησυχία, σαν τα κλαδιά που με τυλίγουν να έχουν φτιάξει μια θέση ειδικά για μένα, σαν το ίδιο το δέντρο να πήρε αυτή την πρωτοβουλία να με σταματήσει για να σταθώ και να αγναντέψω. Σαν όνειρο που ενώ κάποια σημάδια προμηνύουν πως θα εξελιχθεί σε εφιάλτης, αναγκάζοντάς σε να είσαι σε επιφυλακή για όσα ακολουθήσουν, η πορεία σε εκπλήσσει ευχάριστα κι ούτε λογαριάζεις τις παραδοξότητες. Είναι που η απρόσιτη και άγρια ομορφιά του δάσους, η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, οι ήχοι των πουλιών και οι σκιές έχουν κάτι το εξωπραγματικό. Η ιστορία θα μπορούσε να ξεκινήσει διαφορετικά.

Περπατάω και τα μαλλιά μου μπλέκονται στα κλαδιά ενός δέντρου. Σταματάω να τα ξεμπλέξω και συνεχίζω τη βόλτα στο μονοπάτι του βουνού κατηφορίζοντας, με προορισμό τον ελαιώνα που βρίσκεται χαμηλά δυο μέτρα από την επιφάνεια μιας βαθιάς και για αυτό άγριας και επιβλητικής θάλασσας.

Κοιτάζω και θυμάμαι συγχρόνως. Η πλαγιά του βουνού κατάφυτη κατεβαίνει μέχρι τη κάθετη βραχώδη ακτογραμμή και μετά συνεχίζει γυμνή κάτω από το νερό, το βουνό όσο το βλέπεις κι άλλο τόσο κρυμμένο. Η θάλασσα είναι μια ιδέα κι αυτή, σκέφτομαι, όπως τόσες ακόμα που γεμίζουν το κεφάλι μας προερχόμενες όχι μόνο από λέξεις αλλά και από εικόνες, αφού οι λέξεις από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτα, ή μήπως είναι ίδια όταν είναι ήρεμη ή φουρτουνιασμένη, αν την κοιτάς από ψηλά ή από χαμηλά, από μέσα ή έξω από το νερό. Κι αν σκεφτείς ότι το βουνό εκτείνεται άλλο τόσο μέσα της, όπως εδώ, αν σκεφτείς τις χαράδρες και τις πεδιάδες που σχηματίζονται σε μια βυθισμένη επιφάνεια αποκλεισμένη από τον πάνω κόσμο, η προοπτική του θαλασσινού τοπίου βαθαίνει κυριολεκτικά και μεταφορικά, επιπλέον φτιάχνοντας ιδέες για το τι κρύβεται κάτω από το νερό καταλαβαίνεις γιατί η θάλασσα εδώ είναι αυτή που είναι και όχι άλλη, φτιάχνοντας ιδέες για το μέσα καταλαβαίνεις το έξω.

Τέτοιες κατά τα άλλα ασύνδετες σκέψεις κάνω ακινητοποιημένη στα κλαδιά του δέντρου που με αναγκάζουν να σταθώ, ή μήπως είναι την ώρα που κατεβαίνω το μονοπάτι προς τον ελαιώνα, που μέσα μου αρχίζει και παίρνει διαστάσεις μύθου, οι νεράιδες της θάλασσας και του βουνού συναντιούνται εκεί την ώρα που πέφτει ο ήλιος, φορούν μπλε και πράσινα φορέματα κι έχουν μαλλιά μέχρι το χώμα, λιγνές κι απόκοσμες, μία για κάθε δέντρο, μία για κάθε κύμα, κι είναι πολλές, αμέτρητες, πιάνονται από τα χέρια και σκορπίζουν κάτω από τα λιόδεντρα μέχρι να σκοτεινιάσει. Όπου και να κοιτάξεις τις βλέπεις, σχεδόν θέλεις να κλείσεις τα μάτια και να εξαφανιστείς από φόβο μη σε δουν, κανείς δεν έρχεται εδώ, λες, οι νεράιδες της θάλασσας και του βουνού είναι απρόσιτες και εξωπραγματικές, κανείς δεν μιλάει για αυτές, κανείς δεν μιλάει από φόβο μη θυμώσουν και τον μεταμορφώσουν σε πέτρα, τολμάω να πω κι ο φόβος υποχωρεί. Ή μήπως όσα συνηθίζουμε με τον καιρό να κρατάμε μέσα μας είναι λιγότερο αξιοσημείωτα από αυτά που φέρνουμε στο φως; Καμία σκέψη, κανένα ερώτημα και καμιά φαντασία δεν μένουν ίδια αν τολμήσουμε τη διαδρομή από το μυαλό μέχρι έξω, τι κι αν κινδυνεύουμε να φανούμε αφελείς, τι κι αν κινδυνεύουμε, τίποτα δεν μας εκθέτει περισσότερο από όσα δεν τολμούμε, σκέφτομαι όσο το δέντρο μού δείχνει κατά τη θάλασσα.

Ποια θάλασσα, σκέφτομαι, ή μήπως η θάλασσα είναι μία, γιατί η άλλη θάλασσα που μόλις μου έρχεται στο μυαλό κατεβαίνοντας το μονοπάτι για τον ελαιώνα είναι πολύ διαφορετική, μια χρυσή αμμώδης ακτογραμμή σε ευθεία γραμμή που εκτείνεται όσο βλέπει το μάτι και περπατιέται όσο πάνε τα πόδια, ανοιχτή θάλασσα κι αυτή και παρότι όχι ιδιαίτερα βαθιά και για αυτό πιο προσιτή, επιβλητική με τον τρόπο της. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα κλαδιά του δέντρου ή στο μονοπάτι για τον ελαιώνα, σκέφτομαι, ο άνθρωπος πρέπει να αφήνει στο μυαλό του να μπαίνει καθαρός αέρας, να αφήνει τον κόσμο να μπαίνει μέσα στο μυαλό του με αυτά που βλέπει και αυτά που δεν βλέπει.

Σκέφτομαι και φαντάζομαι συγχρόνως. Από ψηλά, αλλά ολοένα και πιο χαμηλά, φαντάζομαι το βυθό, που στην πραγματικότητα δεν είναι άλλος παρά η πλαγιά του βουνού που συνεχίζει κάτω από το νερό και εξηγεί την πυκνή υφή του, για αυτό όταν κολυμπάς έχεις την αίσθηση ότι αιωρείσαι και ακόμα περισσότερο ότι πετάς, μα πώς μπορείς να πετάς ενώ είσαι μέσα στο νερό είναι πράγματι αξιοπερίεργο, μέχρι να σκεφτείς πίσω και κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, όσα δεν βλέπεις. Αν η θάλασσα ήταν ρηχή και αμμώδης, όπως εκείνη η άλλη, θα είχε διαφορετική αίσθηση, όμως εδώ από κάτω εκτείνονται οροπέδια και χαράδρες αντίστοιχα με τα πάνω, ποιος θα το ΄λεγε. Η πυκνή υφή της εξηγείται από το μεγάλο της βάθος που δεν μπορείς να το προσεγγίσεις με άλλο τρόπο παρά μόνο να το φανταστείς, ή να ανοίξεις τα μάτια μέσα στο νερό, όχι στο σημείο που ξεκινάει η χαράδρα, εκεί βλέπεις τον γκρεμό και μετά μια μαυρίλα και σε πιάνει ίλιγγος, και λες, ποια πλάσματα να ζουν εκεί, κι ούτε θέλεις να ξέρεις γιατί ξαφνικά νιώθεις έναν τρόμο, ναι, ένας τρόμος σε πιάνει στη θέα της υποθαλάσσιας χαράδρας που οδηγεί όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό της γης και στο εσωτερικό σου ενώ αιωρείσαι στην επιφάνεια, τολμώ να σκεφτώ όσο κατεβαίνω το μονοπάτι και με πιάνει ρίγος, και σκύβω το κεφάλι για να μη πιαστούν τα μαλλιά μου στα κλαδιά που πετάγονται και από τις δυο πλευρές του στενού χορταριασμένου δρόμου που διασχίζει το βουνό κατηφορικά παράλληλα με την κάθετη μερικά μέτρα ψηλή βραχώδη ακτογραμμή.

Τα μπλεγμένα μου μαλλιά δεν με τρομάζουν, το δέντρο μού δείχνει κατά τη θάλασσα, με καλεί να κοιτάξω όσα βλέπω κι όσα δεν βλέπω, πρώτα με κρατάει κι έπειτα με αφήνει, κι έτσι αφού διασχίσω το δάσος του βουνού φτάνω πράγματι στον ελαιώνα, που τον είδα πρώτα από ψηλά κι έγινε προορισμός μου, λίγο πριν πέσει η νύχτα, την ώρα που το φως γίνεται μυστηριώδες και υπαινικτικό κι όλα μπορούν να συμβούν. Σιωπή επικρατεί όσο οι ήχοι της νύχτας ετοιμάζονται. Μια ενδιάμεση μεταιχμιακή ησυχία που κάνει ηχηρή εντύπωση σε ένα μέρος σαν κι αυτό, τώρα είναι η στιγμή, το σκηνικό είναι έτοιμο, το έργο από στιγμή σε στιγμή αρχίζει. Οι ελιές είναι επιβλητικά δέντρα και κάπως νεραϊδένια έτσι όπως ασημίζουν στο τελευταίο φως, ίσως για αυτό οι νεράιδες της θάλασσας και του βουνού συναντιούνται εδώ, σε αυτόν τον ελαιώνα που εισχωρεί μέσα στη νερό μόνο μερικά μέτρα πιο ψηλά, όπου να ΄ναι θα βγουν, σκέφτομαι, κι όσο περνάει η ώρα απομαγεύομαι, πετρώνω. Κλείνω τα μάτια κι ακούω μια μουσική, τον ήχο της θάλασσας, που είναι βαθιά και άγρια, όπως ακουμπάει στα βράχια και φουσκώνει, κι από παντού τριγύρω το νοτισμένο δάσος, απρόσιτο κι εξωπραγματικό, ξυπνάει κι αυτό, το ακούω που ανασαίνει, κι ο φόβος φεύγει, τολμάω να πω, η νύχτα φτάνει, να κι οι νεράιδες, βγαίνουν... 

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ