Life

Πάνω στο βράχο

(σχεδίασμα σε δύο πρόσωπα)*

34585-78037.jpg
Δήμητρα Γκρους
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
73509-148293.jpg

Δεν έχει περάσει πολλή ώρα από τότε που βγήκα κι αναρωτιέμαι αν το παρουσιαστικό µου µε προδίδει, αν κάνω µπρος-πίσω µε τα βήµατά µου όπως µε το µυαλό µου κι αν οι συσπάσεις του προσώπου µου έχουν περάσει στα μάτια και το στόμα. Με το κεφάλι ψηλά κρατάω σε ευθεία γραμμή το βήμα μου προσπερνώντας μια γυναίκα που κοιμάται στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε ένα σκύλο, έξω από την πόρτα ενός κλειστού μαγαζιού, πιο πέρα κάτι σκισμένα ρούχα κι ένα άδειο μπουκάλι, παλιά αντικείμενα ριγμένα στο δρόμο από σπίτια που ρήμαξαν, αυτοκίνητα, κόρνες και καυσαέριο, σκόρπιοι εισβολείς επικάθονται σε προηγούµενες σκέψεις προκαλώντας νέες απορίες που µε τη σειρά τους κατευνάζουν ό,τι με έκανε να αναζητήσω τη θαλπωρή του περιπάτου. Έχω ακόμα άμμο στην πλάτη, έχει κολλήσει για τα καλά κι όσο κι αν την έτριβα δεν έφευγε, είναι που ξάπλωσα σε εκείνη την ακτή την άλλη μέρα χωρίς να με νοιάζει κι έμεινα ώρα ακίνητος, τόσο που η βρεγμένη άμμος εισχώρησε στο δέρμα και την έφερα μαζί μου, είναι που έρχομαι από τη θάλασσα κι εκεί θα επιστρέψω, όχι ακόμα, σύντομα όμως. Προς το παρόν διασχίζω τον πολύβουο δρόμο με κατεύθυνση τα δέντρα που προβάλλουν από μακριά, εκεί θέλω να πάω, να ξαποστάσω σε ένα βράχο πάνω από τα κιτρινισμένα χορτάρια του καλοκαιριού, στην εξοχή της πόλης. Πάει καιρός από τότε που οι άνθρωποι, τα πρόσωπα και οι χειρονομίες τους, πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά, με κάνουν να θέλω να πάω κάπου πιο ήσυχα, αν όχι στη θάλασσα κάπου που το φως της μέρας γλυκαίνει κι αν υψώσεις το βλέμμα θα δεις στο βάθος τα βουνά, δεν ξέρω αν είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος, σίγουρα νιώθω πιο ήρεμος στη σκιά ενός δέντρου, κι αν είναι να πλησιάσω κάποιον θα είναι σε ένα τέτοιο μέρος αρκεί να νιώσω το βλέμμα του κάπου να κοιτάει. Να, θα κάτσω εδώ, στο βράχο, θα αφήσω τα πόδια να κρεμάσουν πάνω απ’ τον αγρό και θα αγναντέψω.

…………...........................................................

Έχεις βγει βόλτα, κατευθύνεσαι στο μόνο σημείο που η ησυχία επιστρέφει στο πίσω μέρος του µυαλού σου (ή εκείνο είναι που επιστρέφει) και συντροφεύει τα κενά αέρος που σε έκαναν να βγεις να την αναζητήσεις, και λες «συντροφεύει» όχι γιατί σου αρέσει αυτή η λέξη, κάθε άλλο, είναι αυτή η οικειότητα από τα παλιά, που... δεν νοµίζω ότι το κάνουν για να σε εκδικηθούν, δεν υπάρχει κακή πρόθεση, δεν υπάρχει καν πρόθεση. Προχωράς με σταθερά βήματα, άλλο που σφίγγεις τα χέρια σε γροθιές, ξέρω γιατί το κάνεις, τα ακροδάχτυλά σου παθαίνουν κράµπες που αν τις αφήσεις προχωράνε στο υπόλοιπο σώµα, περνάνε στους αγκώνες, στους ώµους, κατεβαίνουν στις ωµοπλάτες και πάει λέγοντας, κι αν δεν προσέξεις µπορεί να σε ακινητοποιήσουν, από µια ιδιοτροπία της φύσης σου έχουν µια ευαισθησία, πρέπει να είναι σε διαρκή κίνηση, κι έτσι είσαι υποχρεωμένος να βαδίζεις καλοκαιριάτικα. Στην άκρη του δρόμου κάποιος κοιμάται με τα χέρια ακουμπισμένα στα μάτια για να κρατάει μακριά το φως από έναν ύπνο που διαρκεί όσο το καλοκαίρι κι ο χειμώνας μαζί, κοιτάς διακριτικά για να μην ενοχλήσεις, είναι μεσημέρι. Αναζητάς λίγη δροσιά, μια ανάμνηση καλοκαιριού, επιστρέφεις στην ησυχία των κόκκων άμμου που έχουν μείνει κολλημένοι στο πρόσωπό σου, σημάδι ότι είχες ξαπλώσει εκεί, στην αμμουδιά… θυμάσαι; με τη χρυσή άμμο, τα βότσαλα και τα κοχύλια, είχες σκάψει μια τρύπα, είχες σφηνώσει το δεξί μάγουλο κι άκουγες τον ήχο της θάλασσας να έρχεται μέσα απ’ τη γη. Περπάτα τώρα, μη σκέφτεσαι, βλέπεις στο βάθος το λόφο; εκεί πηγαίνεις, πέρνα το πλήθος, αν χρειαστεί άνοιξε χώρο με τα χέρια, σπρώξε, αλλά κοίτα μπροστά, μην ακούς αυτούς που γελάνε τρανταχτά, η χαρά δεν αποτυπώνεται στο γέλιο παρά μόνο στην ησυχία του προσώπου, μην τους ακούς, μόνο περπάτα, κι η λύπη αντανακλά στα μάτια, δάκρυα από κόκκους άμμου γλιστρούν στο βρώμικο πεζοδρόμιο, ή μήπως θαλασσινό νερό, βλέπεις στο βάθος τα δέντρα; μη γελάς, ούτε να κλαις, εκεί είναι ο προορισμός σου. Πήγαινε βρες ένα βράχο που να γλιστράει, να σκαρφαλώσεις, να αφήσεις τα πόδια να κρεμάσουν πάνω από τον καλοκαιρινό αγρό, κι αν νιώθεις μόνος ίσως βρεις κάποιον εκεί κάτι να πεις, έφτασες; κάτσε.

……………………

Καθόμαστε πλάτη-πλάτη στον ίδιο βράχο.

Εγώ κοιτάζω τα κιτρινισμένα χορτάρια του καλοκαιριού κι έπειτα υψώνω το βλέμμα στα βουνά.

Εσύ κοιτάζεις τα κιτρινισμένα χορτάρια του καλοκαιριού κι έπειτα υψώνεις το βλέμμα στα απέναντι βουνά.

Εγώ είμαι εγώ. 

Εσύ είσαι εγώ. 

Όνειρο είναι...

 * Από άσκηση στα πλαίσια Σεμιναρίου Δημιουργικής Γραφής με τον Μισέλ Φάις, στη Σχόλη των εκδ. Πατάκη.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ